Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

H Nίτσα...


Τελείωσε το εξατάξιο στο Β θηλαίων Πειραιά.
Στάθηκε στο αντάμωμα δυο δρόμων…
Δουλειά η πρώτη επιγραφή…σπουδές η δεύτερη.
Πάνω από τις σπουδές κρέμονταν χαρτονομίσματα απλωμένα με ξύλινα μανταλάκια που το μπόι της δεν έφταναν.. Δυο αδέλφια είχαν προφτάσει το χρόνο και τα όνειρα δεν περίσσευαν για τη Νίτσα ..
Οι προϋποθέσεις του 19,3 υπήρχαν.. όμως ακολουθούσαν άλλα δυο παιδιά και γονιοί μετρούσαν το μεροκάματο και έφτανε ίσα για την ζήση..
Τα γέλια και οι υποσχέσεις του αποχωρισμού για το αντάμωμα..
Μια ζωή ως τα δεκαοκτώ ζωγραφισμένη στην ποδιά του γυμνασίου και στην τσέπη η κορδέλα που χάιδευε έξη χρόνια τα ατίθασα τσουλούφια της.
Μπορετό ήταν μόνο να μάθει γραφομηχανή. Και αυτό δώρο της νονάς.
Βρέθηκε στο γραφείο του συμβολαιογράφου να χτυπά με τα λιγνά δάχτυλα τα συμβόλαια και τις μεταβιβάσεις. Δέκα χρόνια στην ίδια καρέκλα.
Η γραφομηχανή μπρος της, τα όνειρα πίσω..
Το παράθυρο έβλεπε σε ένα τοίχο. Η ίδια θέα δέκα χρόνια μέχρι που ο τοίχος έγινε γκρι.
Τώρα τα ατίθασα μαλλιά είχαν γίνει κότσος και στα δάχτυλα το κόκκινο βερνίκι έκανε την αντίθεση στα μαύρα πλήκτρα.
Τα Σαββατόβραδα, αντάμωνε με τους φίλους για ένα βερμούτ στο Χατζή, στη Χωματά, στο Λάκη Παπά, στο Ζωγράφο.. Γελούσε με το τσιγάρο στα δάχτυλα και τα λακκάκια στα μάγουλα έντονα.
Ηρθαν έρωτες, που υπόσχονταν το «πάντα» και έσβηναν σαν την καύτρα του τσιγάρου.
Ενας αρραβώνας που δεν ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας και δεν άφησε ένα παιδί να γεννηθεί.

Στα τριάντα νοίκιασε ένα γραφείο, ισόγειο, για να βλέπει τον κόσμο…

Οι γραφομηχανές έγιναν πέντε.
Η δουλειά δική της.. η ζωή αλλουνού…
Στοίβα τα χαρτιά, τα καρμπόν να χρωματίζουν τα δάχτυλα που δούλευαν σε ρυθμούς τρελού χορού.
Και άλλοι έρωτες που δεν στέριωσαν και άλλοι χωρίς την πυρά του έρωτα που ήθελαν στεφάνι, αλλά η Νίτσα δεν το μπόραγε.
Αλλους συμβιβασμούς δεν θα έκανε.. Η μόνη αιχμαλωσία ήταν, αυτή της μηχανής.
Τα Σαββατόβραδα αραίωναν οι παρέες, βολεμένοι οι φίλοι και αυτή παρείσακτη. Δεν ήξερε να μιλά για παιδιά, ανατροφές, σχολεία, κανονικές ζωές όπως έλεγε γελώντας με τα λακκάκια που πια δεν ήταν τόσο έντονα.
Χάιδεψε τις πρώτες άσπρες τρίχες και κρέμασε το κορδόνι με τα πρεσβυωπικά γυαλιά στο μπούστο
σαν στολίδι ..
Λίγο πριν η τεχνολογία την νικήσει το κορμί είχε αρχίσει να γέρνει από το σκύψιμο.
Τα δάχτυλα παραμορφώθηκαν και το κόκκινο βερνίκι ξέβαψε.
Η Νίτσα γελά ακόμα..
Η γραφομηχανή στη σερβάντα ακουμπισμένη..
Σερβίρει καφέ στο σαλόνι μα το λακκάκι στο γέλιο της δεν φαίνεται πια…

γιαγιά Αντιγόνη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

klaps! re gamwto afth h giagia polllyyyy me sygkinei!!!!!