Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία δεν θεμελιώνεται πάνω σε γραπτά κείμενα, αλλά στην ομολογία πως ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, πως δηλαδή στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπο «αδιαιρέτως, ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως», και ο άνθρωπος ήλθε σε πραγματική κοινωνία με τον Θεό, στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε υποστατικά, δηλαδή σε μία και μοναδική υπόσταση, ο Θεός και ο άνθρωπος.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνεχίζει να είναι υποστατικά ενωμένος με το σώμα Του και σαν κεφαλή της Εκκλησίας είναι πάντοτε ενωμένος μαζί μας (Ματθ. ιη' 20. κη' 20). Την παρουσία του Χρίστου ενεργοποιεί το Άγιο Πνεύμα στη ζωή της Εκκλησίας (Α' Κορ. ιβ' 3), γι' αυτό και η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15. Πρβλ. Α' Κορ. β' 7-11).
Στο σώμα του Χριστού, «στους αγίους» παραδόθηκε η αγία μας πίστη «άπαξ», μια για πάντα- όποιος δεν ανήκει σ' αυτό το σώμα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά την αγία Γραφή (Β' Θεσ. γ' 6. Β' Πέτρ. γ' 16. Ιούδα 3-4). Μ' αυτή την έννοια η ιερή παράδοση είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, η ιερή μνήμη της Εκκλησίας, που διαφυλάσσεται σαν πολύτιμος θησαυρός (Β' Τιμ. α' 13-14).
Η αγία Γραφή δεν περιλαμβάνει την πληρότητα της θείας αποκάλυψης. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη υπογραμμίζεται η σημασία της προφορικής παράδοσης και η φροντίδα για τη μετάδοση της από γενεά σε γενεά (Ψαλμ. μγ' 2 / μδ' 1. Ιωήλ α' 3). Η Καινή Διαθήκη σημειώνει πως δεν περιέχει την πληρότητα των λόγων και των έργων του Χριστού (Ιω. κα' 25).
Η ίδια η αγία Γραφή κάνει χρήση της παράδοσης (Αριθ. κα' 14-15. Ματθ. β' 23. Πράξ. κ' 35. Β' Τιμ. γ' 8. Ιούδα 14). Ο Χριστός δεν παρακίνησε τους μαθητές του να γράψουν βιβλία, αλλά να κηρύξουν, υποσχόμενος πως θα βρίσκεται για πάντα μαζί τους (Ματθ. κη' 20) και ότι θα τους αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο για να μείνει μαζί τους (Ιω. ιδ' 16), να τους διδάξει και να τους υπενθυμίσει το κήρυγμα Του (Ιω. ιδ' 25-26), να τους οδηγήσει «εις όλην την αλήθεια», αποκαλύπτοντας σ' αυτούς το βαθύτερο νόημα των λόγων του Χρίστου, όλα εκείνα που με τις δικές τους δυνάμεις δεν μπορούσαν να «βαστάξουν» (Ιω. ιστ' 12-15).
Αλλά και οι απόστολοι δεν περιορίσθηκαν στα γραπτά κείμενα- μετέδωσαν στους πρώτους χριστιανούς πολύ περισσότερα από εκείνα που κατέγραψαν «διά χάρτου και μελάνης» (Β' Ιω. 12. Γ' Ιω. 13-14. Α' Κορ. ια' 34). Μερικά από τα γραφόμενα αποδείχθηκαν ότι έχουν καιρική σημασία, γιατί δεν διατηρήθηκαν στη Εκκλησία: ο αριθμός των διακόνων (Πραξ. στ' 3), το τάγμα των χηρών (Α' Τιμ. ε' 9), το κάλυμμα των γυναικών (Α' Κορ. ια' 5), το νίψιμο των ποδιών (Ιω. ιγ' 14).
Στο κέντρο της αγίας Γραφής είναι το πρόσωπο του Χριστού (Ιω. ε' 38-39. Γαλ. γ' 24), χωρίς το Χριστό δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την αγία Γραφή (Β' Κορ. γ' 14). Έτσι η ενότης στο σώμα του Χριστού, δηλαδή στη Εκκλησία, εξασφαλίζει την καθαρότητα της ευαγγελικής αληθείας (Α' Τιμ. γ' 15).
Η αγία Γραφή δεν απευθύνεται σε διασκορπισμένα άτομα, αλλά σε πιστούς, που είναι συγκροτημένοι σε ένα σώμα. Η ιερή παράδοση είναι η ατμόσφαιρα μέσα στη όποια το σώμα ζει και κατανοεί ορθά την αλήθεια, είναι η διαρκής εμπειρία της Εκκλησίας, η συνείδηση της, όχι προσωπικές γνώμες, διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων (πρβλ. Ήσ. κθ' 13. Ματθ. ιε' 3.4.9. Μάρκ. ζ' 8. Κολ. β' 8).
Μ ε βάση το θησαυρό της ιερής μνήμης της Εκκλησίας, η μελέτη της άγιας Γραφής οδηγεί στη ενότητα, όχι στη διάσπαση της Εκκλησίας. Μ' αυτό τον τρόπο εκπληρώνεται η επιθυμία του Χριστού για ενότητα των πιστών (Ιω. ιζ' 20-21). Γι’ αυτό και οι απόστολοι συνιστούσαν τους χριστιανούς να κρατούν τις παραδόσεις, δηλαδή τον θησαυρό που τους εμπιστεύθηκαν (Α' Κορ. ια' 2. Φιλιπ. δ' 9), «είτε δια λόγου, είτε δι' επιστολής» (Β' Θεσ. β' 15. πρβλ. Β' Τιμ. α' 13).
Οι ποιμένες της Εκκλησίας τοποθετήθηκαν στη θέση αυτή για να αγρυπνούν, να είναι δηλαδή φύλακες (= επίσκοποι) της καθαρότητας της ζωής και της διδασκαλίας της Εκκλησίας (Πράξ. κ' 28-31): «να αναζωπυρής το χάρισμα του Θεού, το οποίον είναι εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών μου... Κράτει το υπόδειγμα των υγιαινόντων λόγων, τους οποίους ήκουσας παρ' εμού... την καλήν παρακαταθήκην φύλαξον διά του Πνεύματος του Αγίου του ενοικούντος εν ημίν» (Β' Τιμ. α' 6. 13. 14), «και όσα ήκουσας παρ' εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οι οποίοι θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους» (Β' Τιμ. β' 2).
Με άλλα λόγια η αποστολική διαδοχή συμβαδίζει με την αποστολική διδαχή. Με αυτή την έννοια κατανοούμε τους λόγους του αγίου Ιγνατίου (110): «Διότι ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή μας ζωή, είναι η γνώμη του Πατρός, όπως επίσης και οι επίσκοποι οι οποίοι έχουν κατασταθεί εις τα πέρατα της γης είναι με την γνώμη του Ιησού Χριστού («εν Ιησού Χριστού γνώμη»). Λοιπόν, πρέπει και σεις να παρακολουθείτε τη γνώμη του επισκόπου, πράγμα το οποίο και κάμνετε, διότι το άξιον του ονόματος του πρεσβυτέριό σας, το όποιον είναι και του Θεού άξιο, είναι συνηρμοσμένο με τον επίσκοπο, όπως οι χορδές εις την κιθάρα» (Ίγν., Έφεσ. III, 2-IV,1).
Η διδασκαλία αυτή δεν είναι σημερινή- είναι πρωτοχριστιανική πεποίθηση:
«Από τα δόγματα και τας αληθείας που φυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχομε πάρει από την γραπτήν διδασκαλίαν, άλλα δε που μυστικώς έφθασαν μέχρις ημών τα έχομε κάμει δεκτά εκ της παραδόσεως των αποστόλων. Και τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η προφορική παράδοσις, έχουν την αυτήν σημασίαν διά την πίστιν. Και κανείς εξ όσων έχουν και μικράν γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών δεν εγείρει αντίρρησιν επ' αυτών. Διότι αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψωμεν όσα εκ των εθών είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλην σημασίαν, χωρίς να το καταλάβωμε θα εζημιώναμε το ευαγγέλιον εις την ουσίαν του η μάλλον θα μετατρέπαμε το κήρυγμα εις κενόν νοήματος όνομα» (Μ. Βασιλ., Περί Αγίου Πνεύματος, κζ' 66).
Στην εποχή λοιπόν του Μεγάλου Βασιλείου, όποιος είχε ακόμη και «μικράν γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών», παραδεχόταν πως η θεία αποκάλυψη διαφυλάχθηκε μυστικά στη Εκκλησία σε όλη της την πληρότητα. Για παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος αναφέρει τη συνήθεια «οι ελπίζοντες εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» να φανερώνουν την πίστη τους «με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού».
Εδώ λοιπόν έχουμε βασική διαφορά με τον προτεσταντικό κόσμο. Το αξίωμα «μόνη η Γραφή» αφήνει ακάλυπτη και αυτή την ίδια τη Γραφή, εκτεθειμένη στη «ερμηνευτική αυθεντία» και στο «αλάθητο» του καθενός πάστορα.
Η αγία Γραφή δεν είναι δυνατόν να απολυτοποιηθεί, γιατί αυτό θα ανπκαθιστούσε το ζωντανό Χριστό με το γράμμα της Βίβλου, που θεοποιείται ξεκομμένο από τη ζωή του σώματος του Χριστού, από τη ζωή των άγιων (Ιούδα 3). Η αγία Γραφή είναι «λόγος για τον Θεό που πέρασε από την καρδιά των άγιων είναι ο περί Θεού λόγος του Θεού» (Γ.Μεταλληνός), η αλήθεια που παραδόθηκε «άπαξ» στους άγιους (Ιούδα 3) και μάλιστα όχι ολόκληρη η αλήθεια, αλλά μέρος της. Δεν μπορεί να νοηθεί ξεκομμένη από την Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15).
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου