Στα εικοσιδύο του, έκλεψε μία δεκαεξάχρονη. Το είχε γράψει και η τοπική εφημερίδα. Ο ψαράς Νικόλαος Τούτσης απήγαγε με την θέληση της την ανήλικη Μ. Κ. Με σκοπό τον γάμο. Ο πατέρας της θα ασκήσει .. κλπ κλπ.
Παθιασμένος έρωτας μα εφηβικός. Ανώριμος.
Και τι είναι ο έρωτας να είναι ώριμος ε; Λογική; Σκέψη; Απεναντίας είναι η μόνη διαδικασία κατά την οποία εσύ χάνεις τα λογικά σου, κι όλοι οι υπόλοιποι γελούν συγκαταβατικά. Η μόνη τρέλλα που ακολουθείται νόμιμα από συγχωροχάρτι.
Νόμιζε πως θα μπορούσε να της χαρίσει τα πάντα.
Την λάτρευε. Σα Παναγίτσα του έμοιαζε από εκείνες τις μικροσκοπικές τις ασημένιες που κρεμούσε η μάνα του πάνω από το κρεββάτι της με λεπτή σιέλ κορδέλα. Τόση ομορφιά!
Δύο χρόνια μετά κατάφεραν και τους χώρισαν. Πόσο σφετεριστές μπορούν να αποδειχτούν οι γονείς. Όταν αιχμαλωτίζουν με το έτσι θέλω αυτή την ίδια την προσωπικότητα των παιδιών τους.
Τις γυναίκες τις κρατά το χρήμα κι ο έρωτας. Κι έναν καλό γάμο το ίδιο. Αυτός ερωτευμένος μα φτωχός. Δούλευε στο καίκι του τότε πατέρα του μα δεν έφτανε. Οσο κι αν αγωνίστηκε εκείνο το διάστημα δεν τα κατάφερε. Ήταν και μικρός. Δυό μικρά παιδιά που προσπαθούσαν να παίξουν το ζευγάρι σ ένα κουκλόσπιτο. Πολύ ακριβά τα αληθινά κουκλόσπιτα σ εκείνη την ηλικία. Δυσεύρετα. Σε λίγο καιρό τον κάλεσαν γιά το στρατιωτικό του. Στην πρώτη άδεια βρήκε το σπίτι τους άδειο.
Το παιδί του, αργότερα το έμαθε αυτό, πως ήταν έγκυος στον τρίτο μήνα, το έριξε μιά μέρα που κατέβηκε με τους γονείς της στην μεγάλη πολιτεία.
Εικοσιένα θα ήταν τώρα. Το σκεφτόταν καμμιά φορά. Κι αυτήν την σκεφτόταν συχνά. Όχι όμως όπως την είδε κάποιες φορές τυχαία στο δρόμο, Τότε δεν του άρεσε. Έδειχνε κουρασμένη κι είχε ένα μόνιμο παράπονο στο βλέμμα.
Την θυμόταν όπως ακριβώς ήταν όταν την είχε πρωτοδεί. 'Ομορφη σαν άγγελος, με μακριά σγουρά μαλλιά, καστανά μάτια και σωματάκι ντελικάτο κοριτσιού.
Κι ένα σκερτσόζικο χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη. Τότε που ήταν η ''μοναδική'' του κι έσταζε χαρά!
Το χωριό δεν τον κρατούσε άλλο.
Μετά το στρατιωτικό πήρε την απόφαση γιά την μεγάλη πόλη. Σπίτι είχε, ένα δωματιάκι, λουτροκαμπινέ, υπόγειο μα δικό του. Κληρονομιά της μάνας του από ένα θείο με λεφτά. Σπίτια που μοιράστηκαν σε ισάριθμα ανήψια. Κάτι ψυθιριζόταν γιά βρωμοδουλειές μα ποιόν ενδιέφερε;
Έπιασε δουλειά, με την μεσολάβηση ενός γνωστού, υπάλληλος σε ένα σούπερ μάρκετ. Συνοικιακό και μικρό. Στις αποθήκες.
Ήταν κλειστός αλλά πρόσχαρος και σβέλτος. Καπάτσος και καταφερτζής. Και δούλευε ακούραστα.
Άλλωστε είχε ανάγκη απο χρήματα και προσπαθούσε τα έξοδα του να είναι ελάχιστα.
Γιά βραδινές εξόδους ούτε λόγος. Μοναδικός του φίλος ο συνάδερφός του ο Μπάμπης. Κανένα μπακουρογλεντάκι σε σπίτι. Καμμιά καλή φεστιβαλική στο σινεμά και πολύ ήταν. Άλλο μοναξιά έλεγε κι άλλο μοναχικότητα. ''Αφού τα έχω ζυγίσει και αυτό γουστάρω ρε φίλε'', απαντούσε στον Μπάμπη κάθε που τον μάλωνε ''πάλι μέσα το βράδυ Νικόλα;''
Ένα βραδάκι γύρισε στο σπίτι αργά. Τηγάνισε δυό αυγά, με μπόλικο λαδάκι και τυράκι. Τσιρτσίρισε λίγο μπέηκον από δίπλα, άνοιξε και μιά μπύρα, κι έβαλε μουσική.
''Άειντε στην υγειά μου'' είπε ήπιε και βούτηξε μιά μεγάλη μπουκιά ψωμί πρώτα στο ζεστό λάδι και μετά στην πορτοκαλένια καρδιά του αυγού.
Εκείνη την ημέρα ήταν που άρχισε να γράφει. Ή πιό σωστά, άρχισε να ακούει. Προσεκτικότερα τους στίχους των τραγουδιών. Κι εκεί πάνω τον έπιανε η έμπνευση κι έγραφε τα δικά του. Τις δικές του λέξεις, την προσωπική του κατάθεση ψυχής επάνω στο χαρτί.
Γυναίκες πολλές. Σχέση ούτε γιά μυρωδιά.
Τα πρώτα χρόνια αραιά και που επισκεπτόταν κανένα μπουρδέλο. Αργότερα κανένα μπαρ.
Βιαστικά και φευγαλέα και πάντα μετά από ένα δυό ποτηράκια.
Απέναντι του, στο ρετιρέ, έμενε μία κοπέλλα που τον γλυκοκοίταζε, και όλο έβρισκε αφορμές να βγάζει σε κοινή θέα μιά τα μπουτάκια της, μιά τα βυζάκια της.
Κι όταν έβαζε δυνατά την μουσική, καθόταν με νάζι εκεί σκαρφαλωμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού, να λικνίζεται λιγωμένη στον ρυθμό.
Αυτός έκανε πως δεν έβλεπε. Το είπε στον Μπάμπη. ''Μέσα ρε''.. τον προέτρεψε ο φίλος του. ''Δεν είμαι εγώ γιά τέτοια'' έλεγε. ''Με γνωστή δε ξέρεις που θα σου βγει. Γειτόνισα σημαίνει δέσμευση''.
Όταν έγινε προιστάμενος στην αποθήκη του σούπερ μάρκετ, οι μπαρότσαρκες τα βράδια αυξήθηκαν σε συχνότητα. Με τον Μπάμπη, έβγαζαν όλο τους το άχτι. Απωθημένο γιά απωθημένο δεν άφησαν. Θηλυκό γιά θηλυκό. Ότι πετούσε, ότι τρωγόταν. Πάντα βιαστικά, πάντα φευγαλέα!
Στην δουλειά πήγαινε καλά. Τώρα ήταν προιστάμενος ολόκληρου του δεύτερου καταστήματος του ίδιου σούπερ μάρκετ., στα ανατολικά της πόλης, σε πιό ανεβασμένη οικονομικά γειτονιά. Τα χρόνια ήταν άσχημα γιά το μικροεμπόριο μα τα σούπερ μάρκετ επεκτείνονταν σε μεγάλες αλυσίδες. Γύρω στα τριάντα άτομα υπό την επίβλεψή του.
Οι μήνες γίνονταν χρόνια και τα χρόνια δυό ολόκληρες δεκαετίες.
Άλλαξε σπίτι, πήρε αυτοκίνητο.
Τώρα πιά τα πρωινά ξυπνούσε πάντα σχεδόν με μία γυναίκα δίπλα του, συνήθως άγνωστη. Ντυνόταν κι έφευγε μαζί της νωρίς, γιά να επιστρέψει μόνος αργά το απόγευμα. Γιά σχέση ούτε λόγος. Δεν άφηνε περιθώρια ούτε γιά δεύτερη συνάντηση. Ένα βράδυ, κάποια, με βία θα θυμόταν το όνομα της, είδε αφημένα τα τετράδια του, επάνω στο γραφείο. ''Τι γράφεις εδώ;'' τον ρώτησε.
Δεν της απάντησε, τα πήρε και τα κλείδωσε στο συρτάρι δίχως περιθώρια γιά άλλη κουβέντα.
Ο φίλος του ο Μπάμπης, ήταν καιρός που είχε αλλάξει δουλειά, ήταν πιά πωλητής σε μιά μεγάλη εταιρεία. Από ότι φαινόταν είχε ψιλοτσιμπηθεί με μιά, είχαν καιρό να βρεθούν, όλο δικαιολογίες, είχαν βγει και όλοι μαζί για ρετσίνα, μα γιά δεύτερη το απέφυγε. Αυτός λειτουργούσε πάντα μόνος. Τι δουλειά είχε με τους ζευγαρωμένους;
Με το διαδίκτυο ασχολήθηκε όταν τυχαία έμαθε πως θα μπορούσε να φτιάξει μιά δική του σελίδα.
Οργανώθηκε στο myspace. Έκανε ώρες να εξοικειωθεί , μα η μοναχικότητα του βοήθησε σ αυτό.
Τα σαραπέντε του, τα γιόρτασε με διαδικτυακές ευχές. Οι βραδινές του εξορμήσεις είχαν αρχίσει πλέον να γίνονται ανύπαρκτες.
Από την δουλειά κατάφερνε κι έριχνε μιά ματιά. Με το που επέστρεφε στο σπίτι, το πρώτο ήταν να ανοίξει τον υπολογιστή. Το δεύτερο να μπει στην σελίδα του. Το τρίτο στα mail.
Είχε βάλει φωτογραφίες. Στην αρχή παιδικές, εφηβικές. Αργότερα πήρε θάρρος. Ήταν ακόμη όμορφος. Έντονο βλέμμα. Λίγο περισσότερα γκρίζα μαλλιά μα πολύ γοητευτικός.
Έδειχνε μικρότερος. Γυμναζόταν και διατηρούσε τα κιλά του σε σωστό επίπεδο. Κάτι ελάχιστα παχάκια αριστερά και δεξιά που περνούσαν απαρατήρητα. Οι άντρες ωριμάζουν κι ομορφαίνουν με τον χρόνο. Τον έχουν σύμμαχο!
Ανήρτησε αποσπάσματα της δουλειάς του. Του είχαν γίνει ήδη κάποιες προτάσεις.
Ασχολιόταν όλο και πιό πολύ με το γράψιμο. Όσες ώρες δεν δούλευε έγραφε. Πολλές φορές ξενυχτούσε.
Έφτιαξε το προφίλ του, όσο καλύτερα μπορούσε, άλλωστε ήταν άνθρωπος κλειστός μεν, με ενδιαφέροντα δε. Αυτού του είδους τα βιβλία, εκείνου του τύπου η μουσική, κανένα δυό ταξίδια στο εξωτερικό, τι άλλο ήθελε;
Έκανε ''φίλους''.
Κοριτσάκια που έκοβαν φλέβες στο παρουσιαστικό του, και μάθαιναν απ έξω τους στίχους του.
Δεχόταν mail. Κολακευτικά και ναζιάρικα.
Η γοητευτική του ωριμότητα και το συναισθηματικό του γράψιμο ήταν αχτύπητος συνδυασμός. Κόλαση!
Συναντήθηκε με τις περισσότερες. Πάνω από 20-25 ετών καμμία.
Πάνω από μιά βραδιά ποτέ..
Ένα βράδυ που βρέθηκε με τον κολλητό του τον Μπάμπη, μετά από πολύυυ καιρό, ξεσκόνισαν τα παλιά κι έφεραν στην επιφάνεια τα καινούργια. Ανάμεσα σε ποτήρια γεμάτα κρασί και μεζεδάκια. ''Ρε συ φίλε σε ωφέλησε ο γάμος, πάχυνες'' τον πείραζε.
Είχε γίνει πατέρας. Έβγαλε από το πορτοφόλι ένα πάκο φωτογραφίες! '' Να το μωρό Νικόλα!'' ''Ο γυιός μου!'' ''Ρε συ δεν είναι φτυστός εγώ ο μάγκας;''
''Δεν ήρθες στον γάμο. '' Τον κοίταξε λυπημένος.
Ο Νικόλας δάκρυσε.
Άρχισε να σκαλίζει τις στάχτες. Λένε πως όταν μιλάς ξεδίνεις, μοιράζεσαι το πρόβλημα σου και μοιάζει ελαφρύτερο. Αυτός ήταν περιχαρακωμένος χρόνια τώρα. Τσιμουδιά. Κιχ!
Ήρθε η στιγμή να ξεσπάσει. Να σπάσει το σπυρί που μάζευε πύον σχεδόν μιά ζωή!
Του είπε γιά την γυναίκα του, πάνω από είκοσι χρόνια πριν. Άν όλα πήγαιναν καλά, αν κρατούσε το παιδί, τώρα θα ήταν ολόκληρο κορίτσι. Κανείς δεν ξέρει, αλλά στις σκέψεις του πάντα κορίτσι θα ήταν, ίδιο η μάνα της όταν την γνώρισε, σα παναγίτσα κρεμασμένη από ένα τόσο δα σατέν κορδελάκι.
Θυμήθηκε κι ο Μπάμπης γιά εκείνο τον παλιό του έρωτα, και πως είθισται, οι μεγαλύτεροι πόθοι και οι πιό δυνατές αγάπες να μπαίνουν στις βιτρίνες της καρδιάς σαν ακριβά κοσμήματα.
Του είπε και πως φοβόταν γιά την δουλειά, από παντού άκουγε γιά απολύσεις. Πολλοί υπάλληλοι θα έμεναν από στιγμή σε στιγμή στο δρόμο.
''Αλλά να ξέρεις Νικόλα, άλλο πράγμα να έχεις ένα δικό σου άνθρωπο δίπλα σου.''
Ο Νικόλας του χαμογέλασε, του μίλησε γιά το διαδίκτυο. Τα κοριτσάκια που τον περιτριγύριζαν, παρ όλη την ηλικία του.
Με την πρώτη, την λέγαν Εύα την μικρή, αυτό το θυμόταν, δε χρειάστηκε η παραμικρή προσπάθεια. Όσο αδιαφορούσε, τόσο κολλούσε. Σα μικρή πεινασμένη μέδουσα. Δίχως πόνο, μα ευχαρίστηση. Το πρώτο ραντεβού ήταν κατ ευθείαν στο σπίτι του. Μα κι αυτή.. επιμονή να δει την γωνιά όπου γράφει, όπου εμπνέεται. Δεύτερο δεν υπήρξε.
Έλιωσε τον πόθο του στο σώμα της. Βιαστικά και φευγαλέα! Κι αυτή την φορά λίγο πιό βίαια.
Ευτυχώς δεν κοιμήθηκε όλη την νύχτα μαζί του,
Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω της, έστειλε mail στην επόμενη.
''Πεομεζέδες Μπάμπη, τι νομίζεις είναι οι γυναίκες!!''
Και μετά, μετά παρήγγειλαν άλλο ένα μπουκάλι κρασί.
Τον Νικόλα τον έπιασε ένα ασυγκράτητο νευρικό γέλιο.
''Ρε συ φίλε μου κοίτα να δεις τι σκέφτηκα τώρα..''
''Σκέψου λέει να μη το είχε ρίξει τότε το παιδί, και να είχα τώρα μιά κόρη στα εικοσιένα;''
''Και να ήταν λέει καμμιά από αυτές που κουβαλάω στο σπίτι μου τις νύχτες;''
Γελούσε από το βάθος της καρδιάς και των ματιών του.
Με δάκρυα.
Η ώρα πέρασε, ο Μπάμπης έφυγε, κι αυτός ακόμη γελούσε..
''Πρόσεχε φίλε μου, πρόσεχε είπε φεύγοντας!''
''Μακάρι να μπορούσα, ρε Μπάμπη, μακάρι''...ψιθύρισε..
Είχε σωθεί το γέλιο πιά, μόνο έκλαιγε..
1 σχόλιο:
Τα ξυραφάκιαααααααααααααααα! γιατί μου το κάνεις αυτό το πσυχοπλάκωμα ρε θειο;εγώ σε αγαπάωωωωωωωωωωωωωω!
Δημοσίευση σχολίου