Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Ηµουν κι εγώ εκεί Δεκεµβριανά. Η εµφύλια παραζάλη

Στην Ελλάδα, επτά εβδοµάδες µετά το τέλος της Κατοχής και την Απελευθέρωση (Οκτ. 1944), οι διεργασίες για την οµαλή λειτουργία της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου φτάνουν σε αδιέξοδο. Η έµµεση διεκδίκηση της Αριστεράς για βελτίωση της θέσης της στο πολιτικό σκηνικό έρχεται σε σύγκρουση µε τον αστικό κόσµο, που έχει ήδη αναδιοργανωθεί µετά την Κατοχή. Με κύρια αιτία την άρνηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να διαλύσει τις µονάδες του τακτικού στρατού στις οποίες είχε τον έλεγχο, οι ΕΑΜικοί υπουργοί (Σβώλος, Πορφυρογένης, Τσιριµώκος) παραιτούνται. Την επόµενη ηµέρα πραγµατοποιείται στο Σύνταγµα το µεγαλύτερο ΕΑΜικό συλλαλητήριο παρά την ανάκληση της άδειάς του. Η Αστυνοµία ανοίγει πυρ προκαλώντας θύµατα µεταξύ των διαδηλωτών και στην κηδεία τους, που γίνεται δηµόσια, ο ΕΛΑΣ µετέχει πλέον ένοπλος.
Τότε ανοίγει η εµφύλια σύρραξη στην Αθήνα και ξεκινούν τα Δεκεµβριανά. Ο Δηµοσθένης Κούρτοβικ «παρακολουθεί» τα γεγονότα από µια απόκεντρη συνοικία που βρίσκεται στα χέρια του ΕΛΑΣ, αναδεικνύοντας το στοιχείο της σύγχυσης που κυριαρχούσε στον απλό λαό.

Το έζησα πριν ακόµη γεννηθώ.

Γεννήθηκα µε τη µνήµη του, µε τις εικόνες και τις µυρωδιές του. Οι δικοί µου, όπως και όλοι στη γειτονιά, µιλούσαν γι’ αυτό µε κοφτές φράσεις, γεµάτες λέξεις και αποσιωπητικά που το πλήρες νόηµά τους καταλάβαιναν µόνον εκείνοι. Κίνηµα το έλεγαν.

Οχι Δεκεµβριανά. Κίνηµα. Για την Κατοχή µιλούσαν σχεδόν ουδέτερα, σαν για κάτι που ήρθε και πέρασε οριστικά, µ’ ένα ύφος ήρεµης ανακούφισης που το τέλος της τους βρήκε ζωντανούς. Τη λέξη Κίνηµα όµως την πρόφεραν πάντα µε δέος, σαν ν’ αναφέρονταν σε µια ακαθόριστη, αλλά φοβερή εκκρεµότητα.

Αυτό το δέος το αισθανόµουν παντού. Η φτωχή συνοικία µας, τα Σεπόλια, δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου από τότε. Τα πολυβοληµένα σπίτια κουβαλούσαν τις τρύπες και τις ρωγµές στην πρόσοψή τους όπως οι παραµορφωµένοι άνθρωποι τις από παλιά µονιµοποιηµένες και αφοµοιωµένες κακώσεις τους: αδιάφορα και γι’ αυτό τροµακτικά. Στους ασβεστωµένους προπολεµικά µαντρότοιχους των περιβολιών, των µηχανουργείων, των εργοστασίων έβλεπα, µισοξησµένα ή ξεθωριασµένα, τεράστια σφυροδρέπανα και τις λέξεις ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, ζωγραφισµένες µε κόκκινη µπογιά και χοντρά γράµµατα. Οι γραµµές του τρένου έκοβαν στα δυο τη γειτονιά µας και ανάµεσα στις πικροδάφνες που τις περιστοίχιζαν ανακαλύπταµε, όταν παίζαµε, κάλυκες από σφαίρες, κουρέλια από στρατιωτικές στολές µισοθαµµένα στο χώµα και, σπανιότερα, σκουριασµένες χειροβοµβίδες, που είχαµε µάθει να µη τις αγγίζουµε. Στην άλλη άκρη της συνοικίας, τη δυτική, στον ανοιχτό υπόνοµο που διέσχιζε περιβόλια και χυνόταν στον Κηφισό, βρήκαµε κάποτε µια νεκροκεφαλή µε σµπαραλιασµένο το ένα βρεγµατικό. Ο κιτρινωπός καπνός που έβγαζε το εργοστάσιο Φελιζόλ, λίγο βορειότερα, είχε µια µυρωδιά ανάµεσα σε µπαγιάτικο καβουρδισµένο καφέ και ψοφιµίλα, που απλωνόταν µερικές φορές σ’ ολόκληρη τη συνοικία.

Υπήρχαν στην περιοχή πολλές µάντρες χωρίς χρήση, µισοξέφραγες, χορταριασµένες, γεµάτες παλιά σιδερικά και κιτρινισµένες, ξυλιασµένες µε τον καιρό εφηµερίδες από τα χρόνια του ’40.

Μύριζαν απόβροχο, σήψη, µυστήριο και τρόµο. Υπήρχαν επίσης κάτι λίγες διώροφες µονοκατοικίες, στοιχειωµένες, όπως µας φάνταζαν, µε κήπο και αναρριχητικά στην πρόσοψη, πάντα σκοτεινές και ακατοίκητες. Σε κάποια άλλα εγκαταλειµµένα σπίτια βλέπαµε χαραγµένο στον τοίχο µε µολύβι ένα µεγάλο Χ µέσα σε κύκλο. Οι µεγάλοι άλλοτε µας έλεγαν ότι εκεί έµεναν παλιογυναίκες και άλλοτε ότι αυτό ήταν το σήµα της ορ γάνωσης Χ. Δεν ξέραµε τι ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και τα δύο όµως µας φόβιζαν. Ο Θοδωράκης, ο γιος του επιπλοποιού της γειτονιάς, ήταν Χίτης. Καθώς µας µάθαινε αργότερα, σ’ εµένα και τον ξάδελφό µου, πώς να δένουµε την πρώτη µας γραβάτα κι εµείς βλέπαµε από κοντά τα πεταχτά δόντια του, το φευγαλέο πιγούνι του, τα εµπύρετα µάτια του στο χρώµα του σχιστόλιθου, µας εξηγούσε πώς πέρασε τις εξετάσεις για απολυτήριο γυµνασίου: έβγαλε το πιστόλι του, το άφησε πάνω στο θρανίο και είπε «Αυτό είναι το γραπτό µου, κύριε καθηγητά».

Τις µέρες του Κινήµατος οι Ελασίτες (από µικρός αισθάνοµαι πως όλες οι λέξεις σε -ίτης έχουν κάτι το δυσοίωνο) έρχονταν κάθε τόσο και χτυπούσαν το παράθυρο του σπιτιού µας. Οι δικοί µου έµεναν τότε σε τρία συνεχόµενα δωµάτια, που έπιαναν τη µία πλευρά µιας µικρής, µακρόστενης αυλής βυθισµένης κάτω από το επίπεδο του δρόµου. ΄Ετσι, το πρώτο δωµάτιο φαινόταν από τη µεριά του δρόµου σαν ηµιυπόγειο και το παράθυρό του ήταν ισόγειο. Χτυπούσαν, λοιπόν, οι Ελασίτες αυτό το παράθυρο και ρωτούσαν τη γιαγιά µου «Πού είναι οι γιοι σου;» Η γιαγιά µου απαντούσε πως δεν ήξερε. Ο ένας θείος µου είχε πάει στα Τρίκαλα να φέρει τρόφιµα, ο άλλος ήταν αποκλεισµένος στο κέντρο της Αθήνας µε τους ΄Αγγλους, διερµηνέας.

Η συνοικία ήταν στα χέρια του ΕΛΑΣ.

Τα βράδια ακούγαµε (άκουγαν οι δικοί µου) να βροντοκυλάνε στην οδό Δυρραχίου, λίγους δρόµους πιο πάνω, κάρα φορτωµένα µε πτώµατα Ελασιτών. Τα πήγαιναν οι συναγωνιστές τους να τα θάψουν σε µια κοντινή αλάνα, που αργότερα έγινε Παιδική Χαρά και πήγαινα συχνά εκεί για να παίξω, µέχρι που έµαθα σε τι χρησίµευε πριν.

Η απέναντι από τη δική µας πλευρά της αυλής ήταν ο πλαϊνός τοίχος ενός σπιτιού όπου έµενε µε την οικογένειά του κάποιος Μάντζαρης, που είχε διατελέσει πριν από τον πόλεµο κρατικός αξιωµατούχος κάπου στη Μακεδονία.

Αγιος άνθρωπος, έλεγαν οι δικοί µου, δεν έβλαπτε ούτε µυρµήγκι. Τον πήρανε οι Ελασίτες από το σπίτι του και τον εκτελέσανε στο Περιστέρι µαζί µε άλλους. Το πτώµα του βρέθηκε µε το δεξιό χέρι σηκωµένο και τα τρία πρώτα δάχτυλα ενωµένα στις άκρες: δεν είχε προλάβει ν’ αποσώσει το σταυροκόπηµά του, όταν τον τρύπησε η σφαίρα.

Η συνοικία µας ήταν ανταρτοκρατούµενη, όπως είπα, αλλά το µέτωπο δεν ήταν σταθερό. Αλλαζε από µέρα σε µέρα και τα σύνορα της κάθε επικράτειας ήταν πορώδη. Στην πραγµατικό τητα, δηλαδή, δεν υπήρχε µέτωπο. Οι πολίτες έπρεπε να περνούν καθηµερινά ανάµεσα από τις γραµµές των αντιµαχόµενων για τα ψώνια τους ή για να επισκεφθούν φοβισµένους συγγενείς, φοβισµένοι και οι ίδιοι και αβέβαιοι αν θα επέστρεφαν ζωντανοί. Κάτω από τις γραµµές του τρένου ήταν ο ΕΛΑΣ. Πάνω από τις γραµµές η περιοχή άλλαζε συνεχώς χέρια: τη µια ο ΕΛΑΣ, την άλλη η Εθνοφυλακή, άλλοτε πάλι συγχρόνως και οι δύο, ένα τετράγωνο ο ένας, ένα ο άλλος, στη µία πλευρά του δρόµου ο ένας, στην απέναντι ο άλλος. Σε σταµατούσαν για έλεγχο οι εθνοφύλακες και λίγο πιο κάτω οι Ελασίτες. Αν δεν είχες ιδέα από πολιτικά, όπως η µητέρα µου, δεν µπορούσες να καταλάβεις σε ποια παράταξη ανήκαν αυτοί που σου έκαναν έλεγχο. Πολλοί αντάρτες έµοιαζαν στο ντύσιµο µε τους εθνοφύλακες, πολλοί εθνοφύλακες µε τους αντάρτες. Υπήρχαν και ένοπλοι µε πολιτικά ρούχα, που δεν ήξερες µαζί µε ποιους πολεµούσαν.

Ακουγόταν ότι ήταν ποινικοί, που είχαν σκορπίσει δεξιά κι αριστερά µετά την παραβίαση των φυλακών Αβέρωφ σε µια φάση των µαχών.

Συχνά εισέδυαν στη συνοικία µας εθνοφύλακες και τσολιάδες, που ταµπουρώνονταν πίσω από γωνίες κι έριχναν από εκεί. ΄Ενας τσολιάς είχε ξεκάνει κάµποσους µε αυτό τον τρόπο. ΄Εβγαζε αστραπιαία το κεφάλι του και πυροβολούσε µ’ εντυπωσιακή ευστοχία, λες και τα µάτια του ήταν περισκόπιο που έστριβε γύρω από το γωνιακό σπίτι. Αµέσως έπειτα κρυβόταν πάλι πίσω από τη γωνία. Ο διοικητής του ΕΛΑΣ σ’ εκείνη την περιοχή ήταν ένας έξυπνος και πρακτικός άνθρωπος. Είχε κι ένα χρονόµετρο. Μέτρησε µε ακρίβεια το χρονικό διάστηµα ανάµεσα σε δύο βολές του εχθρού και είδε ότι ήταν σταθερό. Διέταξε τότε τον καλύτερο σκοπευτή ανάµεσα στους άνδρες του να ετοιµαστεί για βολή, αλλά να µη ρίξει πριν του πει ο ίδιος. Ενα κλάσµα του δευτερολέπτου πριν ο τσολιάς ξεµυτίσει πάλι από τη γωνία ο διοικητής, κοιτάζοντας το χρονόµετρο, έδωσε το σύνθηµα και το κεφάλι του τσολιά έγινε θρύψαλα.

Τα εγγλέζικα αεροπλάνα πετούσαν χαµηλά και πολυβολούσαν κάθε κτήριο που ήταν ύποπτο για φωλιά Ελασιτών. Μια µέρα η µητέρα µου πήγε να δει την παντρεµένη αδελφή της, που έµενε στον λόφο του Σκουζέ, µια συνοικία που συνορεύει µε τα Σεπόλια.

Ξαφνικά ακούστηκε ο στριγκός βόµβος και σαν από το πουθενά εµφανίστηκε απέναντί της ένα αεροπλάνο, σε µικρό ύψος. Στον λόφο υπήρχε µια µεγάλη αποθήκη της Εθνικής Τράπεζας, που οι αντάρτες είχαν µετατρέψει σε στρατηγείο τους. Η µητέρα µου ζάρωσε στον τοίχο ενός σπιτιού. Το αεροπλάνο χαµήλωνε ολοένα, ώσπου η µητέρα µου µπορούσε να δει τον πιλότο, κατάφατσα. Τα δύο βλέµµατα, το ερευνητικό του πιλότου και το αλαφιασµένο της µητέρας µου, έµειναν καρφωµένα το ένα στο άλλο για ένα-δυο αιώνια λεπτά. ΄Επειτα το αεροπλάνο ξαναπήρε ύψος και χάθηκε. Προφανώς ο πιλότος είχε κρίνει ότι το σχετικά καλοντυµένο κορίτσι µε το καθαρό πρόσωπο δεν ήταν σύνδεσµος των ανταρτών.

Την έναρξη του Κινήµατος την έζησε η µητέρα µου (την έζησα κι εγώ µαζί της) λίγο πιο κάτω από την Οµόνοια, στην αρχή της οδού Πειραιώς. Ξαφνικά ακούστηκε από τη µεριά της πλατείας το κροτάλισµα πολυβόλων και αυτόµατων, ένα πανδαιµόνιο από άτακτες ριπές. Ο κόσµος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Η µητέρα µου κατέφυγε µαζί µε πολλούς άλλους στο εκκλησάκι του Αγίου Γερασίµου, που βρίσκεται στο ισόγειο του κτηρίου της Πολυκλινικής. Το εκκλησάκι γέµισε ασφυκτικά. Ο παπάς, όρθιος µπροστά στην Ωραία Πύλη, κοίταζε το εκκλησίασµα της ανάγκης και του τρόµου αµίλητος, µε ύφος µελαγχολικό, απελπισµένο και κάπως σαν προφήτη που βλέπει να επαληθεύεται µια θλιβερή προφητεία του.

Η συνοικία µας ήταν λαϊκή, προλεταριακή. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν φτωχοί µεροκαµατιάρηδες, στην καλύτερη περίπτωση µικροϋπάλληλοι και µικροµαγαζάτορες (αρχαϊκά µπακάλικα, κουρεία, ψιλικατζίδικα, µαγειρεία, βρόµικα όλα, αλλά µε ευφραντικές, ξεχασµένες σήµερα µυρωδιές). Το ΚΚΕ είχε σηµαντική υποστήριξη εκεί. Τις µέρες του Κινήµατος έγιναν στη γειτονιά πολλά ξεκαθαρίσµατα λογαριασµών, για τα οποία δεν αντέχω να µιλήσω. Δεν ήταν όλα ταξικά, δεν ήταν πάντα οι φτωχοί που εκδικούνταν την «πλουτοκρατία». Ο σπιτονοικοκύρης µας, για παράδειγµα, που εισέπραττε νοίκια για αρκετά χαµόσπιτα σαν αυτό όπου µέναµε, ήταν µε την Αριστερά και οι δικοί µου, που είχαν προστριβές µαζί του, όχι όµως πολιτικές, έµαθαν αργότερα ότι αυτός είχε καρφώσει στους αντάρτες τους δυο γιους της γιαγιάς µου. Όταν, λίγο πριν από το τέλος, έφτασαν στα Σεπόλια τα πρώτα εγγλέζικα τανκς, ο κόσµος ξεχύθηκε στους δρόµους να τα υποδεχτεί. Ποιος κόσµος όµως; Εκείνοι που λούφαζαν τον ένα µήνα της ανταρτοκρατίας και που ήταν περισσότεροι απ’ όσο θα νόµιζε κανείς για µια τέτοια συνοικία; ΄Η µήπως και πολλοί από εκείνους που την ίδια περίοδο εκδηλώνονταν µε διάφορους τρόπους υπέρ της λαοκρατίας; Και πού κρύβονταν τώρα οι άλλοι; Πού να ξέρεις. Εµφύλιες καταστάσεις. Εµφύλια ανεµοζάλη.

Πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψα σ’ ένα παλιό σπίτι στο Παγκράτι, δίπλα στον Αγιο Σπυρίδωνα, µια τρύπα από σφαίρα στο σκονισµένο τζάµι ενός παράθυρου.Ηταν από το Κίνηµα. Σκέφτηκα ότι, αν κάτι τόσο λεπτό και εύθραυστο όσο ένα απλό τζάµι κουβαλάει εξήντα τόσα χρόνια τη µνήµη εκείνων των γεγονότων, ίσως το δέος που ένιωθαν τότε οι δικοί µου για µια φοβερή εκκρεµότητα δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητο.

£ Οι πολίτες έπρεπε να περνούν καθηµερινά ανάµεσα από τις γραµµές των αντιµαχόµενων για τα ψώνια τους ή για να επισκεφθούν φοβισµένους συγγενείς, φοβισµένοι και οι ίδιοι και αβέβαιοι αν θα επέστρεφαν ζωντανοί

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: