Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Με το βλέμμα στην Κύπρο


Πενήντα χρόνια από την ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, η βρετανή συγγραφέας Σέιντι Τζόουνς μιλάει για το μυθιστόρημά της, που διαδραματίζεται στη Λεμεσό του 1956, και για τις ομοιότητές του με όσα συμβαίνουν σήμερα στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Αν επισκεφτείτε το Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο στο Νότιο Λονδίνο, ένα μνημείο της δόξας και του αίματος, θα σας προκαλέσει μεγάλη εντύπωση ότι, ακόμη και σήμερα, οι Κύπριοι που πολέμησαν τους Βρετανούς κατά τη δεκαετία του 1950 αναφέρονται ως «τρομοκράτες». Στη «Σύγκρουση», το δεύτερο βιβλίο της, η βραβευμένη συγγραφέας Σέιντι Τζόουνς πλέκει έναν ιστό όπου ο κεντρικός ήρωας Χαλ, αξιωματικός του βρετανικού στρατού, αναζητά μια διέξοδο, καθώς γύρω του υψώνονται τα νοητά τείχη του τετράπτυχου «πατρίς - καθήκον - οικογένεια - προσωπική αξιοπρέπεια». Παρ’ ότι αναφέρεται στο παρελθόν, το ανάγνωσμα είναι δραματικά επίκαιρο, ειδικά όσον αφορά την Κύπρο. Και για να συλλάβουμε την πραγματικότητα στο σύνολό της, ίσως να μην αρκούν η καταγραφή και η ερμηνεία των γεγονότων, αλλά να χρειαζόμαστε και το λογοτεχνικό βλέμμα, που φτάνει βαθιά μέσα μας και εκφράζει τα ανείπωτα.

Τι σας τράβηξε στην Κύπρο και μάλιστα του 1956;
«Το πρώτο μου βιβλίο διαδραματίστηκε στην Αγγλία του ’50. Στο τέλος ο κεντρικός ήρωας αναχωρεί για να υπηρετήσει την πατρίδα του και αναρωτιόμουν πού θα πήγαινε. Ερεύνησα την περίπτωση της Μαλαισίας και εκείνη της Κύπρου (σ.σ.: και στις δύο περιοχές μαινόταν ανταρτοπόλεμος κατά των Βρετανών). Ταυτόχρονα με απασχολούσαν οι βρετανοί στρατιωτικοί και όσα περνούν στη σημερινή εποχή. Οταν εξέτασα την περίπτωση της Κύπρου, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι μάχες, την πολιτική διάσταση του τέλους της βρετανικής αυτοκρατορίας και το ηθικό πλαίσιο, μου φάνηκε ως ιδανικό σκηνικό να ξετυλιχτεί η ιστορία μου. Αν και δεν ήξερα ότι είχα αυτήν την ιστορία “μέσα μου”, μέχρι να ανακαλύψω την Κύπρο. Τότε όλα μπήκαν στη θέση τους. Είχα ακούσει πολλά για τη Μαλαισία και λιγότερα για την Κύπρο. Γνώριζα ότι κέρδισε την ανεξαρτησία της κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’60. Ηξερα ότι ήταν βρετανική. Ηξερα περισσότερα για την ελληνοτουρκική διένεξη, για όσα έγιναν το 1974. Αλλά δεν γνώριζα για τη δεκαετία του ’50… Μου προκάλεσε το ενδιαφέρον επειδή η κατάσταση μου φαινόταν γνώριμη».

Δεδομένων των λεπτομερειών που αποτυπώνετε πρέπει να μείνατε πολύ καιρό στην Κύπρο.
«Πήγα για τέσσερις ημέρες – πάντα αισθάνομαι ενοχές όταν αφήνω τα παιδιά μου. Πήγα τον Ιανουάριο του 2008, όταν ήμουν στη μέση της συγγραφής του βιβλίου. Είχα ήδη κάνει μεγάλη έρευνα. Επισκέφθηκα την Επισκοπή (σ.σ.: τη βρετανική βάση στην Κύπρο, δυτικά της Λεμεσού). Oλες οι στρατιωτικές κατοικίες στη βάση – για τους φαντάρους και για τους αξιωματικούς – βρίσκονται ακόμη εκεί, ακριβώς ίδιες. Eκανα βόλτες με το αυτοκίνητο στα γύρω βουνά και έμεινα και στη Λεμεσό. Hξερα ακριβώς τι χρειαζόταν να δω, τι είχα ανάγκη να δω».

Μα μόνο τέσσερις ημέρες μείνατε;
«Είχα ήδη κάνει όλη την έρευνα γύρω από τις πολιτικές και κοινωνικοπολιτικές πτυχές από πριν. Η Κύπρος είναι ένα πολύ διαφορετικό νησί σήμερα απ’ ό,τι ήταν τότε. Ηταν ουσιώδες να πάω, αλλά δεν ήταν ουσιώδες για να γράψω ένα βιβλίο. Αν ήταν ένα μη λογοτεχνικό κείμενο, θα είχα μεγαλύτερη ανάγκη να κάνω ρεπορτάζ, υποθέτω. Πάντως ένιωθα ότι η Κύπρος που είχα δημιουργήσει στο μυαλό μου ήταν πιο αυθεντική από την Κύπρο που συνάντησα όταν πήγα. Είχα δει τόσες φωτογραφίες, είχα μιλήσει με τόσο πολλούς ανθρώπους και είχα διαβάσει τόσο πολλές προσωπικές αφηγήσεις, που όταν πήγα εκεί… είχα μια εικόνα από άφθαρτα χωριουδάκια και τη Λεμεσό όπως ήταν κάποτε, από τις φωτογραφίες. Και, βέβαια, σήμερα είναι ένα πολύ μοντέρνο μέρος. Hταν σοκ για μένα και έπρεπε να σπάσω την επιφάνεια της τρέχουσας πραγματικότητας και να φτάσω στο τι βρίσκεται από κάτω, στην ιστορία του τόπου. Αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι έπρεπε να πάω: Μου προέκυψαν κάποιες εμβριθείς εμπειρίες. Ηταν μέρος του αινίγματος».

Οταν λέτε εμβριθείς εμπειρίες, τι εννοείτε;
«Είχε να κάνει με τον κεντρικό ήρωα, τον Χαλ, με το πώς θα ολοκληρωνόταν η ιστορία του. Εγώ δεν είμαι θρησκευόμενη, αλλά εκείνος είναι. Βρέθηκα σε ένα μέρος μεταξύ της Λεμεσού και της Επισκοπής αναζητώντας έναν μικρό δρόμο, επειδή τώρα υπάρχει ένας μεγάλος αυτοκινητόδρομος εκεί. Εψαχνα έναν παραλιακό δρόμο, από τον οποίο θα είχε περάσει με το αυτοκίνητο ο Χαλ. Ηταν μια πανέμορφη ημέρα και σταμάτησα για να αγοράσω μερικές φράουλες από έναν πάγκο στον δρόμο. Διέκρινα ένα μικροσκοπικό, μισοκρυμμένο παρεκκλήσι. Με βασάνιζε η τελευταία σκηνή του βιβλίου– γνώριζα το τέλος, αλλά δεν ήξερα πώς θα έφτανα εκεί. Ημουν δίπλα σε εκείνο το παρεκκλήσι, έχοντας στο μυαλό μου τον Χαλ και τις αντιλήψεις του γύρω από τον Θεό. Υπήρχε ένα μικρό δέντρο και όλα ήταν πολύ ήσυχα. Τα φύλλα του δέντρου άρχισαν να θροΐζουν και τότε μου ήρθε η ιδέα. Ετσι θα επικοινωνούσε ο Θεός με τον Χαλ. Μερικές σκηνές χτίζονται πολύ αργά και άλλες σου έρχονται πολύ γρήγορα. Ερχονται πλήρεις και προσγειώνονται πάνω σου. Εκείνη η σκηνή έφτασε σε εμένα πλήρης και ένιωσα ευγνωμοσύνη για αυτό».

Μεταξύ της Κύπρου του παρελθόντος, την οποία ανακαλύψατε μέσω των ερευνών σας, και της σημερινής Κύπρου ποιες είναι οι διαφορές που σας έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση;
«Είχα μια ξεκάθαρη εικόνα για τα μικρά χωριά: η πλατεία του χωριού με το καφενείο, την εκκλησία, εκείνες τις μεταλλικές καρέκλες. Πιστεύω ότι ίσως να πρόκειται για φανταστικές εικόνες που δημιούργησα στο μυαλό μου. Οταν έφτασα στην Κύπρο δεν μπορούσα να βρω άσπιλα χωριουδάκια. Επρεπε να φτάσω στα βάθη του όρους Τρόοδος. Ηξερα ότι τα περίχωρα της Λεμεσού ήταν πολύ τουριστικά, με έντονη δόμηση, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι θα υπάρχουν όλα αυτά τα νέα κτίσματα και οι βίλες. Σαν να είχαν κατεδαφιστεί όλα τα παλιά και είχαν αντικατασταθεί. Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, είναι υπέροχο, να μπορούμε να αντικαταστήσουμε τόσο εύκολα το παρελθόν. Αλλά παράλληλα μού φαινόταν και λυπηρό. Ηταν κρίμα».

Επισκεφτήκατε το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου;
«Οχι. Πήγα στη Λευκωσία και μέχρι τη συνοριακή γραμμή. Η ιστορία μου δεν με πήγαινε στο κατεχόμενο μέρος».

Στις πρώτες σελίδες της «Σύγκρουσης» υπάρχει μια αναφορά στην περίφημη έκφραση «HeartsandMinds» (η καρδιά και το μυαλό), φράση που έχει συνδεθεί με το πώς οι αμερικανοί και οι βρετανοί στρατιώτες πρέπει να προσεγγίσουν και να κερδίσουν την εύνοια των ντόπιων, άμαχων πληθυσμών στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Ηταν κάτι που προσθέσατε εσείς ή βρήκατε αυτούσια την έκφραση σε κάποιο επίσημο αρχείο για την Κύπρο;
«Υποθέτουμε ότι είναι μια μοντέρνα έκφραση. Οι περισσότεροι ανάμεσά μας πιστεύουν ότι έχει να κάνει με το Βιετνάμ. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν μια φράση που πρωτοακούστηκε στην εκστρατεία της Μαλαισίας, ακριβώς πριν από τη δική μου ιστορία. Ειπώθηκε από έναν βρετανό στρατηγό του οποίου το όνομα μου διαφεύγει. Δεν είδα τη φράση αυτούσια σε επίσημο έγγραφο σχετικό με την Κύπρο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα είχε χρησιμοποιηθεί».

Κάνατε ενσυνείδητα τη σύνδεση μεταξύ όσων διαδραματίστηκαν στην Κύπρο του 1956 και των σύγχρονων εξελίξεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν;
«Εντελώς. Δεν ήταν μια μεταφορά, με τη λογοτεχνική έννοια του όρου. Το μυθιστόρημα λέγεται “Μικροί πόλεμοι” (σ.σ.: “Smallwars”, ο τίτλος της αγγλικής έκδοσης) και όχι “Μικρός πόλεμος”, επειδή διαπίστωσα ότι όσα περιγράφω συμβαίνουν σε κάθε μικρό πόλεμο. Μίλησα με στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει στο Ιράκ και σε έναν που μόλις είχε επιστρέψει από το Αφγανιστάν και μου περιέγραψαν πώς είναι να διεξάγουν έρευνες πόρτα πόρτα, να εισβάλλουν στα σπίτια απλών ανθρώπων μέσα στην άγρια νύχτα και να σημαδεύουν με τα όπλα τους μικρά παιδιά. Και στο τοπίο υπάρχουν ομοιότητες, όπως και στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι επιχειρήσεις και στη στάση της κάθε πλευράς. Δεν χρειάστηκε να κάνω επίκαιρη την ιστορία. Ηταν επίκαιρη από μόνη της».

Και σίγουρα υπάρχουν αναλογίες με όσα συνέβησαν στη Βόρεια Ιρλανδία, που είναι πιο κοντά στις εμπειρίες του βρετανικού κοινού, έτσι δεν είναι; «Μου το έχουν αναφέρει. Ειδικά όσον αφορά τις συλλήψεις και τις ανακρίσεις νεαρών. Ηταν κάτι που το έζησαν και οι Ιρλανδοί. Πρόκειται για μια επώδυνη εμπειρία για οποιαδήποτε κοινωνία. Αυτή η δίνη όπου μπλέκονται άμαχοι πολίτες, στρατιωτικοί και παραστρατιωτικοί».

Σας έκανε εντύπωση ότι μία από τις μεγαλύτερες βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στον κόσμο παραμένει εκεί, στην Κύπρο;
«Ηξερα ότι θα ήταν έτσι. Υπάρχει μια ανήσυχη αίσθηση σε αυτές τις στρατιωτικές πόλεις, στις πόλεις του βρετανικού στρατού, σε χώρες που δεν είναι η δική μας. Σε κάνει να νιώθεις άβολα ως βρετανός πολίτης. Εχει τόσα βρετανικά στοιχεία η Κύπρος. Είναι το ίδιο με περιοχές που ήταν κάποτε μέρος της βρετανικής Καραϊβικής. Με λυπεί αυτό. Αλλά ορισμένες φορές είναι δύσκολο να διαφοροποιηθεί η εισβολή του τουρίστα από την εισβολή του στρατιώτη. Πιστεύω ότι η Κύπρος είναι ένας τέτοιος τόπος».

Το τι σημαίνει να είναι κανείς Βρετανός έχει έντονη παρουσία στα βιβλία σας. Για εσάς είναι κάτι περισσότερο από θέμα εθνικής ταυτότητας; «Απολύτως. Την ιστορία της “Σύγκρουσης” τη συνέλαβα εξαρχής ως ένα ερωτικό τρίγωνο μεταξύ ενός άνδρα, της πατρίδας και της συζύγου του. Οπότε η Βρετανία είναι τρόπον τινά η άλλη “γυναίκα”, που οδηγεί τον Χαλ σε συμπεριφορές για τις οποίες ντρέπεται. Το τι σημαίνει να είσαι Βρετανός με απασχολεί ως τα βάθη της ψυχής μου. Ο πατέρας μου είναι Τζαμαϊκανός. Οποιοσδήποτε έχει μεικτή καταγωγή ή προέρχεται από οικογένεια μεταναστών οποιουδήποτε είδους αναγκαστικά εξετάζει το τι σημαίνει να ανήκεις κάπου, τι είναι η πατρίδα και η προσωπική ταυτότητα. Υποθέτω ότι γι’ αυτό επιστρέφω κι εγώ συνέχεια σε αυτό το θέμα. Αλλά τόσο για τον Χαλ όσο και για εμένα την ίδια έχει να κάνει και με την αίσθηση ότι μας προδίδουν. Οι Βρετανοί, αυτήν τη στιγμή, αισθανόμαστε ότι μας έχει προδώσει η πατρίδα μας. Αισθανόμαστε ότι θα έπρεπε να είμαστε κοινωνοί μιας πραγματικότητας “fairplay”, ενώ δεν νομίζω να συμβαίνει κάτι τέτοιο».

Σε μια παλαιότερη συνέντευξη είχατε εξιστορήσει μια περιπέτεια του πατέρα σας, όπου φτάνει σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στις ΗΠΑ και αισθάνεται εντελώς αποπροσανατολισμένος όταν διαπιστώνει ότι υπάρχουν ξεχωριστά αποχωρητήρια για τους «έγχρωμους» και για τους λευκούς. Πώς εξηγεί κανείς σε έναν τρίτο αυτό το συναίσθημα;
«Προερχόμενος από μια χώρα με μαύρους κυρίως κατοίκους, όπου στο σχολείο τα υπόλοιπα παιδιά ήταν κάθε απόχρωσης, η απορία του πατέρα μου – που δεν είναι ιδιαίτερα μελαψός – είχε να κάνει με το γεγονός ότι δεν είχε καμία ιδέα πως σε ορισμένα μέρη η ζωή ήταν έτσι. Εμεινε έκπληκτος. Και κυριολεκτικά δεν ήξερε πού να κατατάξει τον εαυτό του. Ολοι οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς, ως έναν βαθμό, νιώθουν τον εαυτό τους “ξένο”. Είναι κλισέ, κοινότοπο. Τόσα βιβλία και ταινίες έχουν θέμα τους “εκτός κοινωνίας”. Αλλά, αντιθέτως, ο περισσότερος κόσμος δεν είναι “εκτός”. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ενταγμένοι στην κοινωνία τους. Ισως όμως όλοι να θεωρούμε τον εαυτό μας “ξένο”. Ισως έχει να κάνει με το πόσο μοναχικά όντα είμαστε, ίσως να είναι η ανθρώπινη φύση έτσι. Ενδεχομένως να έχει απλώς να κάνει με τους καλλιτέχνες που απελπισμένα προσπαθούν να κάνουν τους κανονικούς ανθρώπους να καταλάβουν πώς είναι να είσαι “απέξω”!».

Για πολύ καιρό αντισταθήκατε στην καλλιτεχνική σας κλίση να γίνετε συγγραφέας. Προσπαθήσατε κοπιωδώς να έχετε επιτυχία ως επαγγελματίας σεναριογράφος επί παραγγελία έργων. Δεν τα καταφέρατε. Η αποτυχία αυτή ήταν που σας έφερε σε επαφή με τον πραγματικό σας εαυτό;
«Ω, ναι. Στον κόσμο μας, προς το παρόν, δίνεται τόση έμφαση στην εμπορικότητα. Και στον χώρο του μυθιστορήματος. Ολα έχουν να κάνουν με την “αγορά”. Με το τι “πουλάει”. Ευτυχώς, δεν ήταν η θεώρηση που είχα όταν ξεκίνησα να γράφω βιβλία. Και πιστεύω ότι έχει να κάνει με την τύχη: Επειδή από κακή μου τύχη μεγάλωσα θεωρώντας εμπόρευμα τον εαυτό μου και το ταλέντο μου. Απελευθερώθηκα από όλο αυτό το πράγμα όταν σκέφτηκα το εξής: “Κανείς δεν βγάζει χρήματα από τα βιβλία, οπότε είσαι μια χαρά εκεί”. Ηταν πάρα πολύ απελευθερωτικό. Είμαι πολύ πιο ευτυχισμένη τώρα».

Είπατε ότι όταν επισκεφτήκατε την Κύπρο αισθανθήκατε ενοχές που αποχωριστήκατε τα παιδιά σας. Ενας συγγραφέας ή κάποιος που εργάζεται από το σπίτι δεν είναι καλύτερος γονέας;
«Η μητρότητα είναι μια κατάσταση ενοχής σε γενικές γραμμές. Υπάρχει ένα ρητό που λέει ότι “το καρότσι στο διπλανό δωμάτιο είναι ο εχθρός της δημιουργίας”. Το μισώ αυτό το ρητό! Στις γυναίκες λένε ότι, αν κάνουν παιδιά, δεν θα είναι τόσο δημιουργικές. Το να είσαι γονέας προσθέτει παραμέτρους, όρια και ωράρια. Αλλά οι συγγραφείς πολύ εύκολα μπορεί να ξεχαστούν και να μην καθήσουν να δουλέψουν. Οπότε πιστεύω το αντίθετο, ότι βοηθάει το να έχεις άλλες δεσμεύσεις επειδή μετά ο χρόνος σου γίνεται τόσο πολύτιμος. Είμαι πολύ πιο πειθαρχημένη επειδή αναγκάζομαι να μη δουλεύω κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων ή όταν πάω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο, κάθε απόγευμα στις 4.00. Οπότε, όταν μου μένει χρόνος να δουλέψω, δουλεύω πραγματικά».

Πώς ανταμείβετε τον εαυτό σας έπειτα από μια κοπιαστική ημέρα εργασίας;
«Η απόλαυση της γραφής είναι ανταμοιβή από μόνη της. Αν έχεις δουλέψει καλά, όλα είναι καλά στον κόσμο. Αν όχι, τότε δεν είναι».

Πείτε μας για το μέρος όπου γράφετε, το γραφείο σας, τη θέα από το παράθυρό σας.
«Τα τελευταία πέντε-δέκα χρόνια έγραφα σε έναν μικροσκοπικό χώρο. Και πάντα έκλεινα τα παντζούρια για να μη βλέπω έξω. Καμιά φορά εργάζομαι με τα μάτια κλειστά. Στο νέο μας σπίτι θα έχουμε μια όμορφη αίθουσα-σπουδαστήριο. Μάλλον δεν θα ξαναδουλέψω ποτέ. Αυτό ήταν!».

Το βιβλίο της Σέιντι Τζόουνς «Η σύγκρουση» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 511, σελ. 22-25, 01/08/2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια: