Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010
Το "θαύμα" του Δεκαπενταύγουστου
«Τι ζήτησα κι εγώ η ταλαίπωρη από το νησί, μονάχα ένα θαύμα!», μουρμούριζε καθώς έφτανε με το πλοίο της γραμμής κάθε Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, για να πάρει την ανηφόρα με τα γόνατα ως τον ναό της Παναγίας, και να ανάψει το κερί της. Θηριώδης γυναίκα, σωστό θωρηκτό.
Πεσμένη στα τέσσερα, έμοιαζε από πίσω με τέρας. Τα σχόλια γύρω της έδιναν κι έπαιρναν, μα το αυτί της δεν ίδρωνε. «Τα σκυλιά γαβγίζουν, το καραβάνι περνάει» απαντούσε στωικά. Πού καιρός για ίντριγκες. Από τη στιγμή που αντίκριζε το λιμάνι, ο νους της σκαλωμένος στον άντρα της. Γι' αυτόν ερχόταν. Δώδεκα χρόνια αγνοούμενος, στα στενά της Μάγχης. Σαν βούτυρο κόπηκε στη μέση η λαμαρίνα του γκαζάδικου και χάθηκαν όλοι. Μαζί τους κι ο άντρας της, ο Βασίλης, πρώτος μηχανικός. Ούτε το νυχάκι του δεν βρέθηκε. Νομικώς κηρύχθηκε «σε αφάνεια» και γρήγορα λησμονήθηκε. Μονάχα η γυναίκα του ακόμη τον περίμενε. Γι' αυτόν τα τάματα, οι λαμπάδες και οι δεήσεις. Για εμάς, τους ξέμπαρκους, που παρακολουθούσαμε τη μαρτυρική άνοδό της, τα μάτια μας στραμμένα στο ακριβές αντίγραφό της. Μοναχοκόρη, ίδια σχεδόν η μάνα στο πρόσωπο, στο σώμα όμως ευτυχώς μείον εκατό κιλά. Κυπαρισσάκι που λύγιζε με χάρη στο δυνατό μελτέμι. Ατίθασο καταβάθος. Όσο η μάνα ανέβαινε με τα γόνατα ως την Παναγία, αυτή βαστούσε την τσάντα της και την περιγελούσε ελαφρώς. Κάθε καλοκαίρι όλο και περισσότερο, ώσπου κάποια στιγμή την εγκατέλειψε. Άρχισε να αράζει μαζί μας στις καφετέριες του λιμανιού, περιμένοντας την εκπλήρωση του τάματος κι ύστερα με το ζόρι την έσερνε ως την παραλία.
Ήταν φανερό, η μια ντρεπόταν για την άλλη. Η κόρη για τη μαυροφορεμένη παχύσαρκη μητέρα και η μητέρα για την τσίτσιδη κόρη με τον αφαλό έξω και το ευδιάκριτο τατουάζ στην πλάτη. Έναν μεγάλο δίχρωμο αετό που «χτύπησε» σε έναν πλανόδιο καλλιτέχνη και τον επιδείκνυε το πρωί στο μπάνιο, κολυμπώντας γυμνόστηθη, και το βράδυ στην περατζάδα, φορώντας τα χαμηλά μπουστάκια της. Όλα κρυμμένα και τίποτα κρυφό. «Τουλάχιστον βάλε κάτι πάνω σου, μόνο που το βλέπω τούτο το αρπακτικό αγριεύομαι». Την έψελνε κάθε τέταρτο η μάνα της. Ο αετός, όμως, ήταν για εμάς και το ξέραμε. Τη βλέπαμε καθώς έπεφτε στη θάλασσα από τα βραχάκια και νομίζαμε πως ο αετός άνοιγε τα φτερά του και πετούσε. Πετούσε καταπάνω μας, έτοιμος λες να μπήξει το ράμφος του στα σωθικά μας και να φάει το συκώτι μας. Το μακροβούτι της ήταν το ερωτικό υπερθέαμα του καλοκαιριού, στην υποτονική Τήνο του '80. Λαμπάδα έπρεπε να ανάβαμε κι εμείς στη Μεγαλόχαρη, για να μας κοιτάξει δευτερόλεπτα έστω, όταν απογειωνόταν από την ακτή και χανόταν στ' ανοιχτά, κοντά στη γραμμή που περνάνε τα καράβια.
Η μητέρα-θωρηκτό καθόταν κάτω από την ομπρέλα και την καμάρωνε. Όσο και να της φώναζε, ήταν η σπάνια μοναχοκόρη. Μισή δελφίνι, μισή αετός. Το θαύμα του Δεκαπενταύγουστου.
Ύστερα, για κάποια χρόνια χάθηκαν και οι δυο. «Πού να πήγε η πεντάμορφη και το τέρας», αναρωτιόμαστε στην αντροπαρέα, ώσπου πέρσι, τέτοια εποχή, εμφανίστηκε αίφνης στο νησί μόνο η κόρη, μαυροφορεμένη, ταλαιπωρημένη κι αδικαιολόγητα ευτραφής. Πήρε θέση στον διάδρομο με τη μοκέτα που έστρωσαν για τους προσκυνητές και άρχισε να ανηφορίζει με τα γόνατα προς τον ναό. Αν την παρατηρούσες από πίσω, ήταν ίδια η συγχωρεμένη η μάνα της. Τα παραπανίσια κιλά την κρατούσαν σταθερά κάτω στη γη. Το σώμα της, δυσκίνητο, δεν γεννούσε καμιά ερωτική προσδοκία, κανένα πάθος. Κι ο ζωηρός αετός της, παγιδευμένος μες στις πλαδαρές σάρκες, μόνο στον ουρανό της μνήμης μας άνοιγε πια τα φτερά του...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Χαμένε παλιορατσιστή, πάς να με συγκινήσεις αλλά δεν θα τα καταφέρεις, θα σε καταραστώ να γίνεις χοντρός για να μάθεις να κοροιδεύεις τους χοντρούς και μου κάνεις και μακριούς σταυρούς από πάνωωω!
:-))
Χαμένε παλιορατσιστή, πάς να με συγκινήσεις αλλά δεν θα τα καταφέρεις, θα σε καταραστώ να γίνεις χοντρός για να μάθεις να κοροιδεύεις τους χοντρούς και μου κάνεις και μακριούς σταυρούς από πάνωωω!
:-))
Δημοσίευση σχολίου