Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Εδώ στην Υπεραναρχία, χλεύασα «Αρχές», κόμματα, αξιώματα.

Είναι νύχτα της κατά κόσμον πρωτοχρονιάς (γιατί εμείς, μέσα, είμαστε δεκατρείς νύχτες πριν). Στο κελλί μου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, διαβάζω το σκόλιο στο Άσμα Ασμάτων του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Σπαρταρώ από ανέκφοιτον ηδονήν και βρίσκω το σχόλιο του Γρηγορίου Νύσσης πολύ καλύτερο από το κυρίως Άσμα Ασμάτων. Άλλωστε υπερέχουν του Άσματος οι κρητικές μαντινάδες περί Ανεκπλήρωτου, ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης ή το «Ρήμα το Σκοτεινόν» του Οδυσσέα Ελύτη. Ο Γρηγόριος Νύσσης παράγει έλλαμψιν απ' όπου, σταγόνες θαμπωμένες εμείς, συναντούμε την φωτοφάνεια: τότε, η Κόρη... τότε καταλιπούσα παν το ευρισκόμενον, ούτως εγνώρισε το ζητούμενον... ου παν γνώρισμα καταληπτικόν εμπόδιον τοις αναζητούσι προς την εύρεσιν γίνεται... και πάσαν καταληπτικήν έφοδον καταλιπούσα, τη πίστει εύρε τον αγαπώμενον.



Όπως οι καλόγεροι που με ξεστράβωσαν: έτσι εγκατέλειψαν κι αυτοί παν το ευρισκόμενον μέσα από τις συσσωρεύσεις γνώσεων και προγραμματισμού και «κα­ριέρας». Έτσι, ή καταλιπούσα σωματοψυχή τους πάσαν καταληπτικήν έφοδον (με τα «εγώ καταλαβαίνω» και «εγώ με καταληπτικήν έφοδον», τάχα μου «κατα­λαβαίνοντας» και «κατανοώντας» θα φτάσω στην κατάληψη του «αγαπωμένου» προσώπου, χρήματος, αξιώματος), έτσι οι καλόγεροι πετώντας σήμερον κάθε συσσώρευση προσδοκίας του αύριον, προπονούνται. Για τον Αγαπώμενον. Χωρίς να περιμένουν τίποτε, χωρίς να αποταμιεύουν σιγουριές, συναλλαγματικές, αθροίσματα αξιωμάτων και πολλαπλασιασμούς ισχύος. Καλόγεροι ακτήμονες, ασκώντας πρωταθλητική ταπείνωση και μεγάλαθλη πτωχεία, κάνοντας υπακοή στον πρώτο τυχόντα της σήμερον, χωρίς να θέλουν να «διασφαλίσουν» το αύριόν τους. Τους ενδιαφέρει ο Αγών, το Άθλον. Όχι το έπαθλον...


Είναι νύχτα πρωτοχρονιάς σήμερα, εκεί έξω, στον κατά κόσμον κόσμον, κι εδώ, στο κελλί μου της Ιεράς Μονής Ιβήρων, ερημία Νηφάλιος προς έντευξιν χώρας του Αχώρητου. Σκέφτομαι, αναδιφώντας την κατ' εικόνα εκείνων προπόνηση μου, τι μου δίδαξαν -σαράντα τώρα χρόνια- οί δάσκαλοι μου οι καλόγεροι: Πρώτα -πρώτα κατάλαβα -καταλιπούσα παν το ευρισκόμενον ή σωματοψυχή μου- ότι οι καλόγεροι, όλοι τους, και οι λόγιοι και οι αγράμματοι, αυτοί υπήρξαν δάσκαλοι μου. Οι άλλοι έρχονται δεύτεροι, διότι το άληπτον δεν μπόρεσαν να μου το δείξουν όπως οι καλόγεροι. Ίσως διότι το άληπτον, ως ακατάληπτον υπάρχει για τους επιστήμονες ακατανόητο.



Κι όλα τ' άλλα τα ευαγή μου, αν και κατά κόσμον και για τον κόσμο «ελαττώματα» μου, στους καλόγερους τα χρωστώ: αν, σήμερον, μπορώ και χλευάζω όλο και πιο πολύ τα αξιώματα, αν φοβάμαι όλο και λιγώτερο τον φόβο, αν σαρκάζω γερά πια τον έπαινο του Δήμου, τον τύφο των Ισχυρών, τον αίνο των σταδίων και την «σταδιοδρομία» μου, αν τα φοβερά του κόσμου εμοί ευκαταφρόνητα και τα χρηστά καταγέλαστα, λοιπόν, ναι, εγώ ούτω τοίνυν τρέχω... ως ουκ αέρα δέρων, αλλά τρέχω και κοροϊδεύω.» τους καθωσπρεπιτζήδες των «δημοσίων σχέσεων», το Μέγαρο της μαϊμούς και τις «προοδευτικές δυνάμεις». Όλα αυτά τα πήρα αντίδωρο από την αγέρωχη ταπείνωση, που μου δίδαξαν οι καλόγεροι, εδώ, στο περιβόλι της Παναγίας, της Πορταΐτισσας, της Ελεούσας, της φοβέρας Προστασίας. Εδώ στην Υπεραναρχία, χλεύασα «Αρχές», κόμματα, αξιώματα.


Σήμερον, νύχτα πρωτοχρονιάς, τι θα έκανα, άραγε, εκεί στον κόσμο; Δεν θα αγρυπνούσα, βέβαια, μελετώντας Γρηγόριο Νύσσης, εκστασιασμένος... θα αγρυ­πνούσα με άλλα, εξίσου θεάρεστα: οικεία, τερπνά, φίλων φιλικά, ενήδονα ευωχίας βρώσιμα, πόσιμα, μεθεκτά. Θεάρεστα. Γεώδη όμως, όχι απογειωμένα.


Αφού όμως σήμερον, Πρωτοχρονιά κατά κόσμον, ασκώ αυτό το άγριο προνόμιο της μοναχικής αγρυπνίας στο κελλί μου της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, ας προσπαθήσω να μιμηθώ, κατά χάριν, αυτό που μου έδειξαν οι Μοναχοί Πατέρες μου: ατιθάσευτος υπάκουος όπως Εκείνοι, να μείνω μοναχός με εμμονή στην Μονή, γνωρίζοντας ότι εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν, εκάλεσα αυτόν και ουχ υπήκουσέ μου.


Μοναχός προνόμιο άγριο: Αντάρτης υπήκοος προς Ανυπάκουον.


Φιλοκαλούμεν μετ’Ανταρσίας Κώστας Ζουράρις σελ 167-173 εκδ Αρμός

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κοίτα:ή εμένα μου προχωράει το Αλτσχάιμερ ή του... Ζουρλιάρη...ένα απ'τα δύο συμβαίνει!