Ματέρα: μία πόλη της Νότιας Ιταλίας που κλείνει στους τοίχους και στις σπηλιές της ολόκληρη την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη. Τα παλαιότερα ευρήματα σ’ αυτήν τη μικρή πόλη χρονολογούνται σχεδόν 400.000 χρόνια, από την Παλαιολιθική Εποχή, αλλά ο μεγαλύτερος πλούτος ευρημάτων ανάγεται στη Νεολιθική και μεταγενέστερα.
Η πόλη είχε αισθητή και σημαίνουσα παρουσία ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., τμήμα της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οχυρώθηκε το κέντρο της, η Πολιτεία, στην κορυφή ενός υψώματος 400 μέτρων, και κάτω ακριβώς από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στον μαλακό, ασβεστώδη βράχο: το Sasso Caveoso (Σπηλαιώδης Βράχος) στα νότια και το Sasso Barisano (Βράχος του Μπάρι ή κατ’ άλλη εκδοχή των Βαρισίων, επιφανούς οικογένειας της Ρώμης) στα βορειοδυτικά της Πολιτείας. Λόγω της μαλακής σύστασης του βράχου οι τότε κάτοικοι είχαν δημιουργήσει ένα αξιοθαύμαστο και καλά μελετημένο δίκτυο δεξαμενών μέσα στην πέτρα με αρχικό σκοπό την περισυλλογή νερού, τόσο από τις ελάχιστες βροχές όσο και από τη φυσική υγρασία, για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας στην περιοχή. Παράλληλα χρησιμοποιούσαν τις ήδη υπάρχουσες σπηλιές, τις οποίες επεξέτειναν σκάβοντας τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη διάταξη, ως αποθηκευτικούς χώρους και στάβλους.
Με την κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον 5ο αιώνα μ.Χ., η περιοχή της Νότιας Ιταλίας υπέφερε από τις εισβολές των βόρειων βάρβαρων φυλών. Προς το τέλος του ίδιου αιώνα οι Βυζαντινοί, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και τη διαίρεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είχαν ανασυνταχθεί πολιτικά και στρατιωτικά και επέστρεψαν στην Ιταλία επιδιώκοντας να ανακτήσουν τα εδάφη που είχανε χάσει.
Στα μέσα του 6ου αιώνα, το 551μ.Χ, ο Ιουστινιανός ανέθεσε στο Ναρσή την αρχιστρατηγία για την εξόντωση των Γότθων, οι οποίοι λυμαίνονταν την Ιταλία. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες οι Γότθοι νικήθηκαν τον Οκτώβριο του 552 στην περιοχή της Πομπηίας, ενώ οι διάσπαρτες φρουρές τους παραδόθηκαν σταδιακά μέχρι και το 562 μ.Χ., οπότε και όλη η Ιταλία βρέθηκε υπό την εξουσία των Βυζαντινών. Με το θάνατο του Ιουστινιανού το 565 η Βυζαντινή αυτοκρατορία εκτεινόταν από τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ) μέχρι τις παρυφές του Καυκάσου.
Κατά την περίοδο του Λέοντος του Γ΄, το 726 π.Χ., είχε ξεκινήσει στο Βυζάντιο η περίοδος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.), η οποία προκάλεσε τη διαίρεση της βυζαντινής κοινωνίας και τις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ εικονομάχων (εικονοκλαστών) και εικονολατρών. Η διαμάχη, που έφτασε στα όρια εμφύλιου πολέμου, ανάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τους λεγόμενους Βασιλειανούς, να μεταναστεύσουν από την Συρία και την Καππαδοκία και να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, δίνοντας νέα ώθηση στην ελληνικότητα της περιοχής. Οι Βασιλειανοί μοναχοί αλλά και οι ιερείς με τις οικογένειες τους εγκαταστάθηκαν στη νότιο Ιταλία, συχνά σε υπόσκαφες πολιτείες, αντιγράφοντας τον τρόπο ζωής τους από την Καππαδοκία και τη Συρία, ενώ αναβίωσαν συγχρόνως την Ορθόδοξη εκκλησία και το λειτουργικό τυπικό της.
Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν εμφανίσθηκε η απειλή των Αράβων και Σαρακηνών, που τον 9ο αιώνα πέτυχαν να κατακτήσουν τη Σικελία και τη Νότιο Ιταλία στο ύψος των περιοχών Καμπανίας και Απουλίας, ενώ ταυτόχρονα διεκδικητές της περιοχής ήταν και οι Φράγκοι.
Από τον 10ο αιώνα η απειλή των Αράβων υποχρέωσε τους κατακτητές της Ιταλίας να δεχτούν την επικυριαρχία του Βυζαντίου, η οποία έμελλε εν τέλει να είναι βραχύβια. Σταδιακά μέχρι το 1071, όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Μπάρι (Bari), η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία καταλύθηκε οριστικά.
Από τη βυζαντινή περίοδο λίγα πολιτιστικά στοιχεία μπορεί να συναντήσει κανείς σήμερα, τα περισσότερα, όμως, από τα οποία είναι θρησκευτικά και πολύ σημαντικά, και διασώζονται σε μοναστήρια, εκκλησίες και υπόσκαφα ερημητήρια στις περιοχές της Μασάφρα (Massafra), της Μότολα (Mottola) και της ?ατέρα (Matera), που βρίσκονται βόρεια του Τάραντα.
Η χρυσή εποχή της Ματέρας ανέτειλε το 1663, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας της Μπαζιλικάτα και έδυσε το 1803, όταν το κέντρο της επαρχίας μεταφέρθηκε στην Ποτέντσα. Από τότε και έπειτα; μmiα παρατεταμένη περίοδος βαθιάς παρακμής οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης. Λόγω της στέρησης της διοικητικής της θέσης και των προνομίων που αυτή συνεπαγόταν, αλλά και εξαιτίας της κρίσης της αγροτικής οικονομίας με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, η φτώχεια έπληξε τη Ματέρα. Οι σπηλιές που άλλοτε χρησίμευαν μόνο ως αποθήκες, στάβλοι και δεξαμενές, σταδιακά άρχισαν να φιλοξενούν ολόκληρες οικογένειες μαζί με όλο τους το βιος και τα ζωντανά τους. Από τα περισσότερα από 3.000 σπίτια των τριών συνοικιών της πόλης πιο πολλά από τα μισά ήταν κυριολεκτικά σπηλιές στο βράχο, τα υπόλοιπα είχαν και ένα χτισμένο τμήμα στο εξωτερικό του και μόνο το 10% ήταν κανονικά οικοδομήματα. Eπίσης, περισσότερες από 100 εκκλησίες της πόλης ήταν κατά ένα τμήμα τους εντελώς μέσα στους βράχους.
Η ζωή μέσα στις σπηλαιώδεις αυτές κατοικίες φαντάζει απίστευτη. Σε μια κατοικία που έχει διατηρηθεί όπως ήταν πριν από την οριστική εκκένωση, άνθρωποι, ζώα, εργαλεία, φαγώσιμα και χρηστικά αντικείμενα βρίσκονταν στον ίδιο ενιαίο χώρο, με μια μικρή μόνο εσοχή για αγροτικά σύνεργα ή τη γούρνα του νερού. Τα παιδιά, συνήθως πάνω από 3, κοιμούνταν στο κρεβάτι με τους γονείς, σε άλλα έπιπλα που είχαν διπλή χρήση ή και στα συρτάρια(!) ενώ η υγρασία της πέτρας και η έντονη μυρωδιά διαπερνάει το σώμα ακόμη και κατά την ολιγόλεπτη επίσκεψη. Το σκηνικό της εγκατάλειψης συμπληρωνόταν και από την έλλειψη κρατικών παροχών, όπως ηλεκτρισμός και αποχετευτικό σύστημα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το τέλος της τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των Σάσι της Ματέρας ήρθε το 1952, όταν ο τότε ισχυρός πολιτικός άνδρας Aλντιντσε ντε Γκάσπαρι, εντυπωσιασμένος από τις περιγραφές του Κάρλο Λέβι στο βιβλίο «Ο Χριστός σταμάτησε στο Eμπολι» επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα μια σειρά από ειδικούς νόμους βάσει των οποίων 15.000 κάτοικοι των Σάσι μεταφέρθηκαν σε καινούργιες συνοικίες της Πολιτείας που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με ειδικό ρυθμιστικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για την ανακούφιση της περιοχής. Η εκκένωση των σπηλαίων διήρκεσε από το 1953 μέχρι το 1968, οπότε και η ιδιοκτησία των σπηλαιωδών κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο έκτοτε αδράνησε και πάλι ως προς την αξιοποίησή τους.
Σήμερα, η Ματέρα και ιδίως οι Σάσι δεν είναι απλώς ένα εντυπωσιακό τοπίο του ιταλικού Nότου. Η πόλη έχει αναγεννηθεί, αφού από το 1986 η κυβέρνηση άρχισε να παραχωρεί τη χρήση των σπηλαίων σε ιδιώτες για 99 χρόνια με τον όρο της -επιδοτούμενης σε ποσοστό από 40% μέχρι 60%- αναπαλαίωσής τους. Από το 1993 οι Βράχοι της Ματέρας συμπεριλαμβάνονται και στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξαιρετικό δείγμα τρωγλοδυτικής εγκατάστασης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, απόλυτα προσαρμοσμένης στο έδαφος και το οικοσύστημα, στην οποία ανακαλύφθηκαν ίχνη αντιπροσωπευτικά σημαντικών σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης. Κι έτσι το υποβλητικό σκηνικό απέκτησε ξανά ζωή, πολιτιστική αξία και περίπου 5.000 μόνιμους κατοίκους.
πηγή