Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Ο συνονό-ματος;


Ο κυρ-Γιάννης, ζητιάνος πολλά χρόνια τώρα, πλησίασε το τραπέζι που καθόμουν. Δεν έδωσα σημασία κι ούτε γύρισα προς το μέρος του. Είδα απλά μία φιγούρα να περνά από δίπλα μου. Περίμενα να ακούσω ικεσίες και παρακαλητά ελεημοσύνης, ως συνηθίζεται με τους εξ’ επαγγέλματος ικέτες στα ενοικιαστήρια τραπεζοκαρεκλών, εκείνα που αποκαλούμε καφετέριες. Αντ’ αυτού, εκείνος πέρασε δίπλα μου δίχως να βγάλει κουβέντα, έριξε μία γλυκιά διεισδυτική ματιά και συνέχισε το δρόμο του. Το βήμα του σταμάτησε 3 τραπέζια παραπέρα, σε μία παρέα.

«Κερνάς τσιγάρο και μπυρίτσα φίλε μου;», ρώτησε τον έναν από την παρέα.

«Εννοείται κυρ-Γιάννη», απάντησε ο νεαρός κι έκανε κίνηση να πιάσει την καρέκλα για να βοηθήσει.

Ο κυρ-Γιάννης χαμογέλασε και έκανε μία χαρακτηριστική κίνηση για να αποτρέψει την ευγενική κίνηση του νεαρού.



Αργότερα, θυμήθηκα ότι για τον κυρ-Γιάννη είχα συζητήσει με ένα φίλο μου την πρώτη φορά που τον είδα. Εκείνος είχε ακούσει την ιστορία του, διαδεδομένη ανάμεσα στους θαμώνες και τους γείτονες των καταστημάτων. Λαμπρός επιστήμων με σημαντική καριέρα, υψηλό εισόδημα, κοινωνικό στάτους. Εξαίρετος σαξοφωνίστας που συμμετείχε σε τζαζ μπάντες τις περασμένες δεκαετίες. Σπίτια, εξοχικά, παρέες, δουλειές με φούντες.



«Σίγουρα θα του τα φάγανε…, έτσι πάει το σύστημα!» είπα με την διαισθητική βεβαιότητα της Πυθίας στο φίλο μου.

«Εξαρτάται από το τι εννοείς ΑΥΤΟΙ και ΦΑΓΑΝΕ» μου απαντά αινιγματικά ο φίλος.

«Ξέρεις… τράπεζες, γυναίκες, τζόγος, μαφίες κλπ.» του αποκρίθηκα με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα.

«Μπα… Λοιπόν, άκου: ο κυρ –Γιάννης ήταν ένας τζέντλεμαν, ευγενέστατος κύριος με αριστοκρατική στόφα, από τη συμπεριφορά μέχρι την περιουσία. Φαίνεται πως η μουσική, έχει την ιδιότητα να δίνει στον άνθρωπο μία ‘έκτη αίσθηση’ των πραγμάτων. Μόλις την ερωτευτείς, αρχίζεις να βλέπεις τα πράγματα κάπως διαφορετικά. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τον τόνο της φωνής του άλλου, την ανάσα του, τις παραμικρές κινήσεις που φυσιολογικά θα διέφευγαν της οπτικής προσοχής σου. Ταυτόχρονα, έχω την εντύπωση ότι εκπαιδεύει και την αφή, μέσω των ακουστικών κυμάτων και τον συντονισμό σώματος-ήχου. Αλλά αυτά ακούγονται …μεταφυσικά. Ας πάμε στα δεδομένα…»

«Ο κυρ – Γιάννης το λοιπόν, θα έλεγε κανείς ότι ζούσε ζωή χαρισάμενη. Ποτέ μόνος, παρά μόνο με επιλογή. Στις δεξιώσεις και τις κοινωνικές μαζώξεις, πάνοτε είχε δίπλα του τη σύζυγο. Μία ‘κούκλα’ που είχε βάλει στο μάτι η μισή Θεσ/νίκη... Πολυώροφα σπίτια, εξοχικά και τρία διαφορετικά αυτοκίνητα για κάθε περίσταση. Όπου πήγαινε του έβγαζαν το καπέλο. Θυμήθηκα κι ένα παλιό ανέκδοτο και θα το συνδέσω με εκείνον. Αυτός κι ο κουρέας, το λοιπόν, ήταν οι μόνοι που έβλεπαν τις κορυφές των κεφαλιών κάθε γείτονα, καλοκαίρι - χειμώνα!»

«Ξαφνικά, ο κυρ – Γιάννης, άρχισε να βλέπει πως οι περισσότεροι φίλοι του τον πλησίαζαν με τη μύτη τους καρφωμένη στην οσμή του χρήματος, όπως εκείνη αναδύονταν από τα βάθη των καλοραμμένων τσεπών του. Όλοι συμφωνούσαν απροβλημάτιστα μαζί του, ακόμη κι όταν τους έλεγε επίτηδες τραβηγμένα ψέμματα: ‘πιστεύω ότι αν βάλω πράσινες ζάντες και πορτοκαλί καθρέφτες, το αυτοκίνητό μου θα ομορφύνει…’ , ‘ και βέβαια’ του απαντούσαν οι φίλοι. ‘ Ό,τι και να του κάνεις, Γιάννη, θα είναι όμορφο’. ‘ Πιστεύω ότι πρέπει να γράψω βιβλίο με δικές μου συνταγές μαγειρικής’. ‘Εννοείται’ του απαντούσαν εκείνοι. ‘ Κι αν δεν μπήκες ποτέ σε κουζίνα, τι σημασία έχει; Όλα είναι στο πώς θα το προωθήσεις, αν με πιάνεις…’.

"Ο κυρ-Γιάννης είχε τα πάντα στη ζωή του… μα και τίποτα. Είχε γνωστούς, μα δεν είχε φίλους. Είχε σύζυγο, μα δεν είχε σύντροφο. Είχε αυτοκίνητα, μα δεν είχε που να πάει. Κι είχε σπίτια όλων των ειδών, μα στην πραγματικότητα δεν είχε που να μείνει. Γιατί η καρδιά του ανθρώπου δεν καίγεται –κόντρα στους οφθαλμούς- για κρεβάτια και καρέκλες. Για άνθρωπο καίγεται.»

«Μία μέρα έγινε το κακό…. Η σύζυγος του ανακοίνωσε ότι αναχωρεί για άλλες πολιτείες, ερωτικές (που λέει και το άσμα)… Κι όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με την αλήθεια που σου δίδαξε η διαισθητική μουσική, ο κόσμος αρχίσει να αποκωδικοποιείται, να αποδομείται. Και ταυτόχρονα να αναδομείται στον Νέο Κώδικα. Τον υπέρφωτο που κρύβεται πίσω από τα τούβλα, τις πέτρες και τις σάρκες.»

«Ποιο θα ήταν άραγε το νόημα να ξαναρχίσει την ερωτική και κοινωνική του ζωή από το μηδέν, με δεδομένο ότι η πρώτη του επαφή με τους ανθρώπους θα περνούσε, ούτως ή άλλως, μέσα από τον κώδικα ‘χρήμα;’ ». ‘Μια από τα ίδια’ σκέφτηκε ο κυρ - Γιάννης».

«Η απόφαση ήταν σχεδόν στιγμιαία. Μοίρασε την περιουσία του σε ευαγή ιδρύματα, φόρεσε ένα τζιν κι ένα πουκάμισο και ξαμολύθηκε στις γειτονιές. Τώρα πλέον είναι ίσος, είναι άνθρωπος. Δεν είναι χρήμα. Δεν είναι σπίτια. Δεν αγχώνεται όταν τον πλησιάζει κάποιος και δεν αγωνιά για τις προθέσεις των ανθρώπων. Έσπασε το τείχος που χώριζε την καρδιά του από τον κόσμο. Παίρνει τη στράτα και γυρνά από ταβέρνα σε ταβέρνα κλωτσώντας περιπαικτικά , σχεδόν προκλητικά, τα τείχη που σωκλείουν τις καρδιές των ανθρώπων. ‘Κερνάς ένα τσιγάρο φίλε;’. Σαν βγαίνει η φωνή του από το λαρύγγι, χτυπά στον ουρανίσκο, σαν ‘πεχλιβάνης αέρας που θα’ρθει από μακριά’ ακούγεται η πνοή. Βαριά, ζεστή, που κρυφοσέρνεται στο χώμα λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα: «Ελευθερώσου».



«Αν τυχόν η φιλευσπλαχνία σου βάλει το χέρι στις τσέπες και βγάλει χρήματα να του δώσει, κοκκινίζουν τα μάτια του και βγαίνουν καπνοί απ’ τα ρουθούνια του. Και θα τρέξει η παρέα να του κεράσει το τσιγάρο και να τον τραβήξει μακριά από το δαίμονα που του παρουσιάστηκε. Εκείνο τον δαίμονα από τα παλιά, που διασκορπίζονταν αυτοστιγμεί σε σκούρα αιθάλη, περνούσε από τα μάτια στο μυαλό του ανθρώπου, κατέβαινε μέσα από το αίμα και μαστίγωνε την καρδιά, να παρατήσει την κοιλότητα του στήθους και συρθεί προς τη ζώνη του παντελονιού. Κι από κει προς τις τσέπες…».



Η παραπάνω ιστορία έχει πραγματική βάση και είναι διανθισμένη με πολλά λογοτεχνικά και μυθικά στοιχεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: