Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Ο άλλος ήλιος


Όταν ήμουν παιδί, δε μου μιλούσαν ποτέ για τον Θεό. Δε μου απαντούσαν, όταν ρωτούσα, όπως ρωτούν όλα τα παιδιά, γιατί ζούμε και γιατί πεθαίνουμε.
Μου έκοβαν την ερώτηση, έτσι, όπως κάνουν και σήμερα, προσπαθώντας να σταματήσουν απ’ την αρχή τη διατύπωσή της.
Ποτέ δε μιλούσαν γι’ Αυτόν. Και ποτέ δεν του μιλούσαν. Εξόν από μερικές γυναίκες -κι αυτό ίσως για μια μονάχα φορά- που είχαν έρθει απ’ την τραγική περιοχή των Σεβαίν, κουβαλώντας πάνω τους την επανάσταση, σα μια λάβα κρυωμένη αφύσικα και, που, μπροστά στον πρόωρο θάνατο κάποιου δικού τους, ξεσπούσαν σ’ ασταμάτητη βλαστήμια, με τρόπο, που να εξαρθρώνεται η ύπαρξη.
Δε μιλούσαν για τον Θεό, για τον ζωντανό Θεό. Όμως, o Θεός, η λέξη «Θεός» ήταν συχνά αυτό, που έχει πάψει νάναι σήμερα: ένα θέμα συνομιλίας. Γιατί σήμερα δεν έχουν πια ντροπή, όταν μιλούν για το σεξ, ωστόσο έχουν ντροπή, όταν μιλούν για τον Θεό. Την Κυριακή μαζευόταν η πατριά. Τουλάχιστο αυτά τα μέλη της, που ήταν καθηλωμένα στην πόλη. Κι αν δε γινόταν αυτό κάθε Κυριακή, πραγματοποιόταν οπωσδήποτε κάθε δεύτερη. Την επόμενη, η οικογένειά μου, με τη στενή έννοια, πήγαινε στο χωριό. Λοιπόν, κάθε δεκαπέντε, οι αδελφές της μάνας μου, που ήταν δασκάλες, έρχονταν να δειπνήσουν στο σπίτι (δείπνο εκεί κάτω είναι αυτό, που στο Παρίσι το λένε γεύμα). Ερχόταν κι o θείος μου o καμιονέρης, που είχε περάσει τη ζωή του περπατώντας με το ξύλινο πόδι του στους δρόμους του Λάνγκετοκ, γιατί τα καμιόνια του τα έσερναν άλογα κι ήταν υποχρεωμένος να τραβάει απ’ το χαλινάρι το ζώο, που πήγαινε μπροστά. Αυτός ήξερε από κουζίνα. Είχε μάθει στα πανδοχεία των καμιονέρηδων. Και συχνά, για να γίνει δεκτός, έφερνε ένα βουβό καναρίνι. Κείνα, που δε μιλούν, έλεγε, είναι καλύτερα. Ερχόταν, ακόμα κι o θείος μου, o υπάλληλος του σταθμού. Πολλοί χώνονταν στην «παρέα» εκείνων, που κατέβαιναν απ’ τις Σεβαίν. Η συζήτηση ήταν ζωντανή, ειλικρινής. Οι γυναίκες, διανοούμενες και χειραφετημένες, κυριαρχούσαν. Περίμενα με ευχαρίστηση το επιδόρπιο και τη συζήτηση πάνω στο πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού. Οι θείες μου ήταν υπέρμαχες του θεϊσμού, στη γραμμή της παράδοσης του Ιουλίου Φερρύ. Ενώ οι γονείς μου, διευθυντές σχολείου κι αυτοί, είχαν γίνει άθεοι με τη μορφή της στράτευσης. Κανένας δε θύμωνε. Κανένας δεν προσπαθούσε να πείσει. Η συζήτηση έμοιαζε περισσότερο με φιλική μουσική. Κι o Θεός παράμενε o πιο ξένος στο βάθος του διαλόγου. Η φωνή δε χαμήλωνε, δεν κυμάτιζε, παρά μονάχα για τα μυστήρια της αγάπης, της πολιτικής και της αρρώστιας. Προ πάντων όταν γινόταν λόγος για τη φυματίωση (δε θάπρεπε η «μικρή» να παντρευτεί έναν φυματικό) και για τη διανοητική καθυστέρηση… Το υπέρτατο «Ον», αρκετά άρρωστο, μια και φαινόταν ανίκανο να τα τακτοποιήσει όλα κι αρνιόταν να κάνει παντού θαύματα, όπως λένε πως έκανε και κάνει στη Λούρδη, το «Ον» φάντασμα, χάνεται ανάμεσα στο άρωμα του καφέ και στο κουδούνισμα των πιατικών. Αυτές οι συζητήσεις δε μου άφησαν τίποτα. Ήταν o θόρυβος μιας απουσίας. Πιο σημαντικές αποδεικνύονταν οι σιωπές. Το μητρικό σχολείο -που εκεί έμενε μια απ’ τις θειές μου- την Κυριακή το απόγευμα ή την Πέμπτη δεν ήταν παρά μια πελώρια σιωπή. Τα παιδιά, που φώναζαν και χειρονομούσαν, είχαν κατά κάποιο τρόπο λαξέψει τη σιωπή. Στο τέλος της άνοιξης, περίμενα την κραυγή του βραδινού. Χιλιάδες σπουργίτια χτυπιόνταν πάνω στα πλατάνια και στις ακακίες της αυλής. Όταν η νύχτα σταματούσε να σταλάζει μέσα στο χαλαρό σπερνό κι άναβε το πρώτο αστέρι, όλοι οι σπουργίτες άρχιζαν να τιτιβίζουν. Τα δέντρα πετούσαν σκιερές σπίθες και κραυγές. Στον πρώτο καιρό του Χριστιανισμού -τόμαθα αργότερα- σκέφτονταν, πως σ’ ορισμένες ώρες τα ζώα δίνονταν στην προσευχή. Τότε έπαιρνα τη μοτοσυκλέττα μου και πήγαινα προς τη θάλασσα.


Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο Ο άλλος ήλιος, του Olivier Clement με μετάφραση του Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: