Κάποτε, λέει ένας μύθος, ήταν ένας άγγελος, που θέλησε να γνωρίσει τις χαρές και τις ηδονές, που ξελογιάζουν τους ανθρώπους.
Ήταν παράξενος να μάθει γι’ όλα αυτά, που οι ανθρωποι θυσιάζουν ακόμη και τη ψυχή τους.Παρουσιάσθηκε λοιπόν μπροστά στο θρόνο του ∆εσπότη Χριστού και ζήτησε να κατέβει στη Γη και να ζήσει κι αυτός όπως οι άνθρωποι.
Ο Πανάγαθος Θεός θέλησε να τον αποτρέψει.
Όμως αυτός τον πίεζε με παρακάλια να τον αφήσει.
Τελικά τον άφησε, λέγοντάς του με πόνο:- «Άγγελέ μου πρόσεξε, μη χάσεις τα φτερά σου»!
Κατέβηκε λοιπόν στη γη ο άγγελος με την φωτεινή του τη μορφή και τα ολόλευκα φτερά του κι άρχισε να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους, που γλεντούσαν, όπως έλεγαν, τη ζωή τους.
Στην αρχή η καθάριά του μορφή και η καλοσύνη ελέγχανε τους σκοτι σμένους απ’ τα πάθη τους ανθρώπους και τον κοιτούσαν όλοι τους εκστατικοί, με δέος.
Όμως, σαν μάθανε γιατί και πώς βρέθηκε εκεί, άρχισαν από κακία κι από ζήλια να προσπαθούν στης αμαρτίας τις πλάνες τέχνες να τον μυήσουν, για να τον κάνουν όμοιο μ’ αυτούς και η συνείδηση – όση τους είχε απομείνει – να πάψει πια να τους ελέγχει.
Κι έτσι πες-πες, σιγά-σιγά, με την μαλαγανιά και τη ψευτιά και την ψευδαίσθηση της ηδονής τον έκαναν τελείως να ξεχάσει ποιος ήταν και από πού κατέβηκε.
Διαβάστε τη συνέχεια του διηγήματος του Ιωάννη Γ. Θαλασσινού εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου