Την αταξία αυτή του αγ. Γρηγορίου μας τη διηγείται ο ίδιος. Και τη διηγείται σε ομιλία του με αφορμή τη μνήμη των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, όχι μόνο επειδή η παιδική του αταξία συνδέεται με την επέτειο αυτή, αλλά και με τον σκοπό να τιμήσει τους Μάρτυρες και να οικοδομήσει το πολυάριθμο ακροατήριό του.
Η αταξία του συνδέεται άμεσα με τη μητέρα του Εμμελία. Το μικρό ιστορικό έχει ως εξής: η μητέρα του Γρηγορίου προερχόταν από οικογένεια που συνδύαζε την ευσέβεια, την κοινωνική προβολή και τη μεγάλη κτηματική περιουσία, ένα μέρας της οποίας βρισκόταν στην Αρμενία. Η ζωή της ήταν αφιερωμένη στην επιτέλεση αγαθοεργών σκοπών, τους οποίους πολλαπλασίασε μετά τον θάνατο του συζύγου της.
Ένας από τους αγαθοεργούς σκοπούς της ήταν και η φροντίδα της για την τιμή της μνήμης των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που Θανατώθηκαν το 320 στη Σεβάστεια της Αρμενίας. Συγκεκριμένα η Εμμελία φρόντισε να συγκεντρώσει τα οστά των μαρτύρων σε ειδική θήκη (λάρνακα), να την τοποθετήσει σε έναν ναΐσκο (σηκό), και να εγκαινιάσει «την επί τοις λειψάνοις πανήγυριν την πρώτην».
Ο χρόνος που έγινε το πανηγύρι πρέπει, σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου, να τοποθετηθεί λίγα έτη μετά το 345, δηλαδή 25-30 περίπου χρόνια μετά την εκδημία των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από δυο ενδεχομένης άξιας στοιχεία. Το πρώτο συνδέεται με το γεγονός ότι δεν αναφέρεται σύμπραξη του συζύγου της Εμμελίας στο ιερό αυτό έργο. Θυμίζουμε ότι ο σύζυγος πρέπει να πέθανε λίγο μετά το 345. Το δεύτερο στοιχείο στηρίζεται στην ομολογία του ιδίου του αγ. Γρηγορίου ότι, τότε που συνέβη η πρώτη «πανήγυρης», όπου και διέπραξε τη σχετική αταξία, ήταν «έτι νέος». Επειδή στον θάνατο του πατέρα του ό αγ. Γρηγόριος ήταν λίγο μεγαλύτερος από 10 ετών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ηλικία του Γρηγορίου στα εγκαίνια της τιμής των λειψάνων των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων θα ήταν γύρω στα 15 χρόνια.
Καιρός να δούμε τώρα το σχετικό περιστατικό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγ. Γρηγορίου. Από τα λεγόμενα του συνάγεται ότι η μητέρα του είχε την ευθύνη για τη διοργάνωση της γιορτής. Με την ευκαιρία αυτή συνέστησε στον νεαρό Γρηγόριο να έρθει μαζί της, για να παρακολουθήσει όσα θα διαδραματιστούν. Φαίνεται ότι ο Γρηγόριος στεκόταν κάπως μακρυά από τέτοιες εκδηλώσεις, ακόμη κι αν επρόκειτο να μετάσχει ανεπίσημα, μαζί με τον κοινό λαό. Άπειρος από τέτοια πράγματα, του κακοφάνηκε η πρόταση της μητέρας του, πολύ δε περισσότερο επειδή έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα. Γκρίνιαξε μάλιστα στη μητέρα του, που όχι μόνο δεν ανέβαλε το πανηγύρι γι’ αργότερα αλλά, παρά τις τόσες φροντίδες για την οργάνωση, το μετέφερε πιό νωρίς.
Τελικά όμως, και παρά τη γκρίνια του, πήρε τον δρόμο για τον τόπο που θα γινόταν η τελετή. Όταν έφτασε στον προορισμό του, είχε ήδη αρχίσει η ολονυκτία, που γινόταν στον κήπο, δηλαδή εκεί που βρίσκονταν τα λείψανα των μαρτύρων. Ο νεαρός Γρηγόριος, αντί να παρακολουθήσει την ιερή ακολουθία, μπήκε στο παρακείμενο σπίτι, διάλεξε ένα δωμάτιο και έπεσε να κοιμηθεί. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Τότε είδε το έξης όνειρο: Ήθελε δήθεν να μπει στον κήπο, όπου τελείτο η ολονυκτία. Προχώρησε προς την είσοδο του κήπου, αλλά η είσοδος είχε καταλειφθεί από ένα πλήθος στρατιωτών. Στην προσπάθεια του να περάσει μέσα οι στρατιώτες σηκώθηκαν, πρόβαλαν απειλητικά τα ραβδιά τους και του εμπόδισαν την είσοδο. Κινδύνεψε μάλιστα να χτυπηθεί, αν δεν μεσολαβούσε κάποιος από τους στρατιώτες, που φαινόταν πιό φιλάνθρωπος.
Τη στιγμή εκείνη ξύπνησε. Ξαφνιασμένος από το όνειρο αναλογίστηκε αυθόρμητα τη συμπεριφορά που έδειξε στη μητέρα του. Ταυτόχρονα πήρε το μήνυμα που του έδωσαν οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν ήσαν άλλοι παρά οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, και φοβήθηκε. Τότε ξέσπασε σε λυγμούς για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως κατέβηκε κάτω στον κήπο και έχυσε πικρά δάκρυα πάνω στη θήκη των λειψάνων, ενώ συγχρόνως παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρήσει και ζητούσε από τους άγιους στρατιώτες να του δώσουν «αμνηστία».
( Ηλία Βουλγαράκη, Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων, Εκδ. Αρμός, σ. 70).
Η αταξία του συνδέεται άμεσα με τη μητέρα του Εμμελία. Το μικρό ιστορικό έχει ως εξής: η μητέρα του Γρηγορίου προερχόταν από οικογένεια που συνδύαζε την ευσέβεια, την κοινωνική προβολή και τη μεγάλη κτηματική περιουσία, ένα μέρας της οποίας βρισκόταν στην Αρμενία. Η ζωή της ήταν αφιερωμένη στην επιτέλεση αγαθοεργών σκοπών, τους οποίους πολλαπλασίασε μετά τον θάνατο του συζύγου της.
Ένας από τους αγαθοεργούς σκοπούς της ήταν και η φροντίδα της για την τιμή της μνήμης των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που Θανατώθηκαν το 320 στη Σεβάστεια της Αρμενίας. Συγκεκριμένα η Εμμελία φρόντισε να συγκεντρώσει τα οστά των μαρτύρων σε ειδική θήκη (λάρνακα), να την τοποθετήσει σε έναν ναΐσκο (σηκό), και να εγκαινιάσει «την επί τοις λειψάνοις πανήγυριν την πρώτην».
Ο χρόνος που έγινε το πανηγύρι πρέπει, σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου, να τοποθετηθεί λίγα έτη μετά το 345, δηλαδή 25-30 περίπου χρόνια μετά την εκδημία των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από δυο ενδεχομένης άξιας στοιχεία. Το πρώτο συνδέεται με το γεγονός ότι δεν αναφέρεται σύμπραξη του συζύγου της Εμμελίας στο ιερό αυτό έργο. Θυμίζουμε ότι ο σύζυγος πρέπει να πέθανε λίγο μετά το 345. Το δεύτερο στοιχείο στηρίζεται στην ομολογία του ιδίου του αγ. Γρηγορίου ότι, τότε που συνέβη η πρώτη «πανήγυρης», όπου και διέπραξε τη σχετική αταξία, ήταν «έτι νέος». Επειδή στον θάνατο του πατέρα του ό αγ. Γρηγόριος ήταν λίγο μεγαλύτερος από 10 ετών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ηλικία του Γρηγορίου στα εγκαίνια της τιμής των λειψάνων των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων θα ήταν γύρω στα 15 χρόνια.
Καιρός να δούμε τώρα το σχετικό περιστατικό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγ. Γρηγορίου. Από τα λεγόμενα του συνάγεται ότι η μητέρα του είχε την ευθύνη για τη διοργάνωση της γιορτής. Με την ευκαιρία αυτή συνέστησε στον νεαρό Γρηγόριο να έρθει μαζί της, για να παρακολουθήσει όσα θα διαδραματιστούν. Φαίνεται ότι ο Γρηγόριος στεκόταν κάπως μακρυά από τέτοιες εκδηλώσεις, ακόμη κι αν επρόκειτο να μετάσχει ανεπίσημα, μαζί με τον κοινό λαό. Άπειρος από τέτοια πράγματα, του κακοφάνηκε η πρόταση της μητέρας του, πολύ δε περισσότερο επειδή έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα. Γκρίνιαξε μάλιστα στη μητέρα του, που όχι μόνο δεν ανέβαλε το πανηγύρι γι’ αργότερα αλλά, παρά τις τόσες φροντίδες για την οργάνωση, το μετέφερε πιό νωρίς.
Τελικά όμως, και παρά τη γκρίνια του, πήρε τον δρόμο για τον τόπο που θα γινόταν η τελετή. Όταν έφτασε στον προορισμό του, είχε ήδη αρχίσει η ολονυκτία, που γινόταν στον κήπο, δηλαδή εκεί που βρίσκονταν τα λείψανα των μαρτύρων. Ο νεαρός Γρηγόριος, αντί να παρακολουθήσει την ιερή ακολουθία, μπήκε στο παρακείμενο σπίτι, διάλεξε ένα δωμάτιο και έπεσε να κοιμηθεί. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Τότε είδε το έξης όνειρο: Ήθελε δήθεν να μπει στον κήπο, όπου τελείτο η ολονυκτία. Προχώρησε προς την είσοδο του κήπου, αλλά η είσοδος είχε καταλειφθεί από ένα πλήθος στρατιωτών. Στην προσπάθεια του να περάσει μέσα οι στρατιώτες σηκώθηκαν, πρόβαλαν απειλητικά τα ραβδιά τους και του εμπόδισαν την είσοδο. Κινδύνεψε μάλιστα να χτυπηθεί, αν δεν μεσολαβούσε κάποιος από τους στρατιώτες, που φαινόταν πιό φιλάνθρωπος.
Τη στιγμή εκείνη ξύπνησε. Ξαφνιασμένος από το όνειρο αναλογίστηκε αυθόρμητα τη συμπεριφορά που έδειξε στη μητέρα του. Ταυτόχρονα πήρε το μήνυμα που του έδωσαν οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν ήσαν άλλοι παρά οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, και φοβήθηκε. Τότε ξέσπασε σε λυγμούς για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως κατέβηκε κάτω στον κήπο και έχυσε πικρά δάκρυα πάνω στη θήκη των λειψάνων, ενώ συγχρόνως παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρήσει και ζητούσε από τους άγιους στρατιώτες να του δώσουν «αμνηστία».
( Ηλία Βουλγαράκη, Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων, Εκδ. Αρμός, σ. 70).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου