με μόνην επί δώματος εφέστια παρεούλα τη Μαρία
να σού κάνει σκανταλιές σβήνει κι ανάβει τα κεριά
τρώει τα λουκούμια σού μουτζουρώνει τα χαρτιά
μπερδεύει στίχους και μολύβια μα τρέχει κι αποκρύβεται
στην κόγχη του Πρωτάτου κάθε που ακούει περίφοβη αποβραδίς
Βαγγελισμού χαλαλοή στα κεραμίδια τον Άγγελο του Πάθους να ολολύζει.
Να προσεύχεσαι για μάς, μού λένε θα προσεύχομαι, τούς λέω.
Κι όταν προσεύχομαι δεν κλαίω γι’ αυτούς που δεν προσεύχονται γι’ αυτούς που δεν ξέρουν γι’ αυτούς που δεν θέλουν γι’ αυτούς που κάποτε κάτι είπαν που δεν ξέρουν να επιμένουν που βιάζονται πολύ και φωνάζουνε σα να μη κανείς τούς ακούει…
Ξέρω πως όλοι αναμένουν την ώρα μιας καλής προσευχής και δεν ξέρουν ακόμη πως η κατάκτηση είναι η ήττα η γνώση της πενίας η προσευχή της σιωπής η αγρυπνία του δέους ενός θεού που κατέρχεται να σ’ αγκαλιάσει πεσμένο σκώληκα, κοπρία, στάκτη άνοιξη, ανάσταση, άνθος νύκτα, Άθως, πάθος, λάθος, βάθος…
Μωυσέως Αγιορείτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου