Η Παναγία για τον Παλαμά είναι στήριγμα, καταφυγή και παρηγοριά. Η γλυκειά και ταπεινή μορφή της είναι γι' αυτόν λιμάνι εξαγνισμού, πρόσωπο ιερό, που εμπνέει ελπίδα και ανακούφιση στον μικρό και τον αδύνατο. Συνεχίζει στην «Μυστική Προσευχή» του:
«....Α! δείξου στο μικρό και στον ανήμπορο
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς
και φτάσε καθώς φτάνεις στους αμαρτωλούς
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους σκλάβους
η Αγία Ελεούσα......»
Πόσο εξομολογητικός και πόσο δραματικά ενδοσκοπούμενος δείχνεται και στη θερμή ικεσία του στην Παναγία στο ποίημά του «Ήθελα», που περιλαμβάνεται στη μεταθανάτια συλλογή του, που την εξέδωσε ο γιος του Λέανδρος με τίτλο: «Βραδινή φωτιά»:
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς
και φτάσε καθώς φτάνεις στους αμαρτωλούς
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους σκλάβους
η Αγία Ελεούσα......»
Πόσο εξομολογητικός και πόσο δραματικά ενδοσκοπούμενος δείχνεται και στη θερμή ικεσία του στην Παναγία στο ποίημά του «Ήθελα», που περιλαμβάνεται στη μεταθανάτια συλλογή του, που την εξέδωσε ο γιος του Λέανδρος με τίτλο: «Βραδινή φωτιά»:
«...Και τα γόνατά της ν' αγκαλιάσω
και τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ
και να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω
ο,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό
ο,τι ντρέπομαι να πω κι ο,τι φοβάμαι,
κάποιες άκαρπες, άθλιες αμαρτίες,
ο,τι σκληρό με τυραννά κι ο,τι θέλω να' μαι
τις άγριες κυνηγήτρες μου Ερινύες...»
και τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ
και να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω
ο,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό
ο,τι ντρέπομαι να πω κι ο,τι φοβάμαι,
κάποιες άκαρπες, άθλιες αμαρτίες,
ο,τι σκληρό με τυραννά κι ο,τι θέλω να' μαι
τις άγριες κυνηγήτρες μου Ερινύες...»
Κατανυκτικός ύμνος στην Παναγία είναι και οι παρακάτω στίχοι του όπου εξυμνεί τη στοργική και ελπιδοφόρα ματιά της. Κοιτάζει από την εικόνα της η Μεγαλόχαρη την παρέλαση του ανθρώπινου πόνου και η ματιά της μεταδίδει καρτερία και ελπίδα:
«Η σκέπη και του ανθρώπου εσύ, τ' αγγέλου εσύ και η δόξα,
με τη χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη η κτίση!
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,
κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το στόμα
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ' τόνομά σου
κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ'ανάβλεμμά σου,
μ' ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα
δυό απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!...»
Αλλά και στη «Φλογέρα του Βασιλιά» ζωγραφίζει ζωντανά την πιο αγνή και αυθεντική μορφή της και την επίδρασή της στους προσκυνητές:
με τη χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη η κτίση!
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,
κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το στόμα
τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ' τόνομά σου
κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ'ανάβλεμμά σου,
μ' ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα
δυό απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!...»
Αλλά και στη «Φλογέρα του Βασιλιά» ζωγραφίζει ζωντανά την πιο αγνή και αυθεντική μορφή της και την επίδρασή της στους προσκυνητές:
«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ' ένα φακιόλι κόκκινο, σ' ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ' ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ' τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν...»
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ' ένα φακιόλι κόκκινο, σ' ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ' ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ' τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν...»
Εύγλωττα εξομολογητικοί είναι και οι στίχοι του σε μια μύχια προσευχή του προς την Παναγία στο ποίημά του «Μυστική παράκληση», που είναι μια δραματική, καθαρά θρησκευτική έκφραση της ψυχής του.
«Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει
............................
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
κι ως τώρα μέσ' στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ' αφήσεις.....
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάσει
............................
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
κι ως τώρα μέσ' στα αιματοστάλαχτα
μιας οργισμένης δύσης
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ' αφήσεις.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου