Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

"Ξαναγύρισα στο νησί νιώθοντας μιαν απόλυτη πληρότητα"


Η αρχή της πομπής με τον Επιτάφιο ήταν ήδη μακριά από μας κι άρχιζε ν' ανεβαίνει τα σκαλιά του Άγιου Γιωργιού, έτσι που ακούγαμε πια αμυδρά τις ψαλμωδίες. Πού και πού έβλεπα στο βάθος, ανάμεσα απ' τα σπίτια, την πομπή με χιλιάδες αναμμένα κεριά να φωτίζουν τριγύρω τις σκοτεινές σιλουέτες των πιστών, που βάδιζαν σιωπηλοί και ντυμένοι στα σκούρα τους ρούχα.
Η πομπή του Ευαγγελισμού ενώθηκε τελικά με την πομπή του Άγιου Γιωργιού, η οποία είχε ήδη ενωθεί με την πομπή του Άγιου Κωνσταντίνου. Οι τρεις ομάδες ενωμένες βάδιζαν αργά γύρω απ' την πόλη και κατέβηκαν και στην παραλία, βιώνοντας έτσι την πιο σκοτεινή φάση του κύκλου της ανθρώπινης ζωής με αργό βηματισμό και με τ' αναμμένα τους κεριά.Βάδιζα ακριβώς πίσω απ' την γιαγιά Σοφούλα και κάθε τόσο, καθώς έριχνα μια ματιά στους κυρτούς ώμους της και στο γερμένο της κεφάλι μέσ' απ' το μαύρο μαντήλι της, ένιωθα μια τρυφερότητα να αναβλύζει από μέσα μου γι' αυτήν.
Σε μέρη που τα σκαλιά ήταν απότομα για τα γέρικα πόδια της, αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος, θα τον έπιανα απ' το μπράτσο και θα τον βοηθούσα' μα ήξερα πως απ' την περηφάνια της και τη θέληση της γι' ανεξαρτησία θα μου τράβαγε μακριά το χέρι. Τα πόδια της, που ανύψωναν και πάταγαν κάτω τα βαριά χωριάτικα μαύρα παπούτσια της, τα φύλαγε απ' τις κακοτοπιές με ιδιαίτερη προσοχή και τυφλή σιγουριά, έτσι που μου θύμιζε το γέρικο γάιδαρο της, τον Πολύξενο, τον οποίο πολλές φορές είχα περάσει απ' τα ίδια κακοτράχηλα σκαλιά.
Όποτε ξανάριχνα τη ματιά μου στους κυρτούς της ώμους και μ' έπνιγε η τρυφερότητα γι' αυτήν, στοχαζόμουνα τη θέληση και το ρεαλισμό με τον οποίο είχε επανειλημμένα ξεπεράσει το θάνατο, την πείνα, τις γέννες, τη θλίψη, την έκσταση, τους έρωτες της, τις αρρώστιες, τη σκληρή δουλειά, τις θύελλες της ζωής, τον πόλεμο και τις ριζικές κοινωνικές αλλαγές που 'χαν γίνει στις μέρες της, πιο πολλές ίσως κι απ' όσες γνώρισα εγώ, τα 'χε ξεπεράσει όλα τούτα χάρη στη λησμονιά για το θάνατο, σαν το σπόρο που βγαίνει απ' τον καρπό και πέφτει στη γη. Και κάθε φορά που συμβιβαζόταν με το θάνατο της, τον υποδεχόταν στ' αλήθεια μ' όλη της την κατανόηση για την ατέλειωτη αβεβαιότητα και για τ' ασταμάτητα και αλλοπρόσαλλα γυρίσματα που 'χει η ζωή. Κι όμως ποτέ δεν είχε ψάξει πώς θα γλυτώσει είτε απ' τον πόνο του Θανάτου, είτε απ' το θρίαμβο της Ανάστασης. Ήξερε πάντα να ζει το σήμερα και τις αλλαγές της ζωής όσο πιο ζωντανά μπορούσε, σαν τη σταλιά της θάλασσας που φωσφορίζει στο σκοτάδι, κι ανακατώνεται και χάνεται μέσα στ' απόνερα του βαποριού που τρέχει.
Peter Gray (1895-1952)

Δεν υπάρχουν σχόλια: