
Όταν πήγε ο αγιασμένος στα ανάκτορα για υποθέσεις της Εκκλησίας,αντί να επωφεληθεί του περιβάλλοντος και της στιγμής,όπως πολλοί άλλοι,στάθηκε σε μια γωνιά την ορισμενη ώρα και έκανε την ακολουθία των Ωρών.Και όταν ο υποτακτικός του απόρησε, εκείνος απάντησε ότι όπου κι αν βρεθούν δεν παύουν να είναι μοναχοί και να ποιούν τα των μοναχών.
Ο αυτοκράτορας ζήτησε από τους Πατέρες να του ζητήσουν χαρίσματα και δώρα της αρεσκείας τους. Άλλοι ζήτησαν οικονομική ενίσχυση για τα μοναστήρια και τις Εκκλησίες τους, άλλοι προέβαλλαν αιτήματα για τα συμφέροντα τους. Ο ηγιασμένος ζήτησε από τον αυτοκράτορα , ο οποιος είχε παρασυρθεί από τους μονοφυσίτες, να ανακαλέσει τους ορθόδοξους από την εξορία και να φέρει την ειρήνη στην Εκκλησία.
Λίγο πριν την κοίμηση του έκανε τους ουρανούς να ανοίξουν με την προσευχή του και λύτρωσε την έρημο από την ξηρασία. Στο ερώτημα κάποιων αββάδων γιατί ο Θεός δεν ευεργέτησε και τους δικούς τους τόπους με βροχή, απάντησε ότι όπου υπήρχε επάρκεια νερού δεν υπήρχε και ανάγκη να στείλει βροχή ο Θεός Πατέρας, ο οποίος οικονομεί τα πάντα για όλους κατά τις ανάγκες και το συμφέρον τους.
