Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός_Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως γεννήθηκε ἡ Μητέρα καὶ Παρθένος ἀπὸ γυναίκα στείρα;
Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, αὐτὸ ποὺ εἶναι «τὸ μοναδικὰ καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο», ἡ βάση καὶ τ᾿ ἀποκορύφωμα τῶν θαυμάτων, ν᾿ ἀνοίξει τὸ δρόμο του μὲ θαύματα καὶ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὰ πιὸ ταπεινὰ νάρθουν τὰ πιὸ μεγάλα( δηλ. πρώτα γέννηση από στείρα, επειτα γέννηση από Παρθένο).
Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος λόγος πιὸ ὑψηλὸς καὶ πιὸ θεϊκός. Ἡ φύση, νικημένη ἀπὸ τὴ χάρη, στεκόταν φοβισμένη· δὲν εἶχε τὸ θάρρος καὶ τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει αὐτὴ πρώτη. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ ἡ Θεοτόκος – Παρθένος ἀπὸ τὴν Ἄννα(= χάρις), δὲν τολμοῦσε ἡ φύση νὰ καρποφορήσει πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη, ἀλλὰ ἔμενε ἄκαρπη, μέχρις ὅτου βλαστήσει ἡ χάρη τὸν καρπό. Ἔτσι ἔπρεπε, νὰ γεννηθεῖ πρωτότοκη ἐκείνη, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν «πρωτότοκο ὅλης της δημιουργίας», ποὺ «ὅλα σ᾿ αὐτὸν χρωστοῦν τὴν ὕπαρξή τους».

Άγιος Ανδρέας Κρήτης
Ἀλλὰ ποιὰ ἦταν καὶ ἀπὸ ποιοὺς γονεῖς γεννήθηκε, θὰ τὸ ποῦμε ταχέως, τρέχοντας γρήγορα ἐντὸς τῆς Ἱστορίας. Αὐτὴ λοιπὸν, τὸ ἐξαίρετο καύχημα ὅλων τῶν καυχημάτων, ὑπῆρξε μὲν θυγατέρα τοῦ Δαβίδ, σπέρμα δὲ τοῦ Ἰωακεὶμ, ἀπόγονος μὲν τῆς Εὔας, γέννημα δὲ τῆς Ἄννας. Διότι ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν ἄνδρας πρᾶος, ἐπιεικής, ἀναθρεμμένος μὲ τοὺς θείους νόμους, ζώντας μὲν σωφρόνως, προσκαρτερώντας δὲ τὸν Θεό. Ἔτσι λοιπὸν ἐγερνοῦσε ζώντας ἄτεκνος, καὶ ἐνῶ προχωροῦσε στὴν ἡλικία, δὲν ἀπέκτησε τὸ ἀντίδωρο τοῦ γένους. Ἡ Ἄννα, ἦταν κι αὐτὴ φιλόθεος, σώφρων μὲν, ἀλλὰ στεῖρα, φίλανδρος, ἀλλὰ ἄτεκνη, καὶ τίποτα δὲν εἶχε, εἰ μὴ μόνον ἔχοντας μελέτημα τὸν νόμο τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ λοιπὸν περιστρεφομένη ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς στειρώσεως καθημερινῶς, καὶ πάσχοντας εὔλογα ὅπως πάσχουν οἱ ἄτεκνοι, ἐδυσφοροῦσε, αἰσθανόταν ἀνία, πενθοῦσε, μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξει τὴν ἀπαιδία. Ἐνῶ δὲ κατέχονταν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀπὸ τέτοια λύπη, διότι δὲν ὑπῆρχε τέκνο κληρονόμος τοῦ γένους τους, μέχρι τοῦδε μὲν δὲν σβήστηκε τελείως τὸ φυτίλι τῆς ἐλπίδας τους, προσευχὴ δὲ καὶ τῶν δύο ἦταν νὰ τοὺς δοθεῖ ἕνα παιδὶ γιὰ νὰ ἀναστήσουν σπέρμα. Καὶ μερικοὶ ποὺ ἀγαποῦσαν τὴν ξακουστὴ Ἄννα, τὴν ὁδηγοῦσαν στὸ ναὸ καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ μὲ ἱκεσίες νὰ δώσει λύση στὴν ἀτεκνία, καὶ καρπὸ στὴν στειρότητα. Αὐτοὶ λοιπὸν πρὶν ἐπιτύχουν τὸ ποθούμενο, δὲν εἶχαν φτάσει στὴν ἀπόκτηση, ἐνῶ τώρα τὸ ἐπέτυχαν. Διότι δὲν παρέβλεψε τὸ δῶρο τῆς ἐλπίδας ὁ δοτήρας τοῦ λόγου. Ἐνῶ λοιπὸν θρηνοῦσαν καὶ ἐκλιπαροῦσαν τὸ θεῖον, τοὺς ἐπεσκίασε γρήγορα ἡ δύναμη ποὺ δὲν βραδύνει καθόλου, καὶ τὸν μὲν ἐνεύρωσε πρὸς καρπογονία, τὴν δὲ πρὸς παιδοποιΐα. Καὶ ποτίζοντας μὲ δύναμη σπερμογονίας τοὺς μέχρι τοῦδε ξηραμένους πόρους τῶν γεννητικῶν ὀργάνων, τοὺς κατέστησε ἀπὸ ἄγονους γόνιμους. Καὶ ἔτσι πλέον ἀναβλάστησε ἡ πανάμωμος Παρθένος αὐτῆς πρὸς ἐμᾶς ὡς ἔνδοξος καρπὸς ἀπὸ ἄκαρπο καὶ ξηρὸ δένδρο σὰν νὰ ἦταν ἔνυδρο. Καὶ ἐλύθηκαν τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεως, καὶ ἀναδείχθηκε γόνιμη ἡ προσευχὴ ἀνελπίστως, καὶ ἡ ἄγονη τεκνοποιός, καὶ ἡ ἄτεκνη καλλίπαις. Ἐφ᾿ ὅσον δὲ προῆλθε ἀπὸ ἄγονη μήτρα ἐκείνη ποὺ γέννησε ἐκ μήτρας τὸν στάχυ τῆς ἀφθαρσίας, οἱ γεννήτορές της ὁδηγώντας την, τὴν ἀνέθεσαν στὸν ναό, ἐνῶ ἐκείνη ζοῦσε ἀκόμα τὸ πρῶτο ἄνθος τῆς ἡλικίας της. Καὶ ὁ τότε ἐφημέριος Ἱερεὺς τῆς ἱερατείας, βλέποντας τὶς παρθενικὲς χορεῖες νὰ προπορεύονται καὶ νὰ ἀκολουθοῦν, εὐχαριστήθηκε καὶ ἐχάρηκε, βλέποντας πλέον ὁλοκάθαρα τὶς θεῖες ἐκβάσεις, καὶ σὰν κάποια σεπτὴ προσφορά, ἀφιέρωσε τὸ θεῖο δῶρο στὸν Θεό, τοποθετώντας τοῦτο τὸ μέγα θησαύρισμα τῆς σωτηρίας στὰ ἄδυτα τῶν Ἁγίων. Ἐκεῖ πλέον τρεφόταν ἡ κόρη μὲ λόγο Θεοῦ, σὰν νὰ περπατοῦσε σὲ νυφικοὺς θαλάμους, ἕως ὅτου ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς μνηστείας, ὁ ὁποῖος πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καθορίστηκε γι᾿ αὐτὴν ἐκ μέρους τοῦ τέκνου της, ἐξαιτίας τῆς ἄρρητης θείας εὐσπλαχνίας, καὶ ἐκ μέρους Αὐτοῦ ποὺ τὸν ἐγέννησε θεϊκῶς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, πρὸ πάσης κτίσεως καὶ διαστήματος, καὶ ἐκ μέρους τοῦ συμφυοῦς καὶ συνθρόνου καὶ προσκυνητοῦ αὐτοῦ Πνεύματος.
