Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

~ ❝γέρος — γέρων — γερουσία❞

 

🟩 Η διτυπία «γέρων» – «γέρος»
ΣΤΗ σύγχρονη Ελληνική έχουν διατηρηθεί τόσο η αρχ. λ. “γέρων” όσο και ο μεταπλασμένος στα μεσν. χρόνια τύπος “γέρος”.
Η διτυπία αυτή υπηρετεί μια σημασιολογική διαφοροποίηση:
Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο που λέει "ΑΠΟΤΗΖΩΗΤΩΝΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ γέρων γέροντας γερουσία" 
 
➨ η λ. ‘γέρος’ κράτησε μόνο αυτή την αρχική σημ. «ηλικιωμένος», ➨ η λ. ‘γέρων’ (και στον τύπο “γέροντας”) περιορίστηκε στον θρησκευτικό–εκκλησιαστικό χώρο ως προσφώνηση ασκητή μοναχού, π.χ. ‘ο γέρων Πορφύριος’, ή σεβάσμιου κληρικού (ωστόσο, ο τύπος ‘γέροντας’ χρησιμοποιείται και με τις δύο σημ.).
(Ειδικότερα, στον μοναστικό βίο, η λ. ‘γέροντας’ δηλώνει τον πνευματικό κάποιου).
📘 Το «Γεροντικόν»
Από τη σημ. αυτή, που η λ. απέκτησε ήδη στην πρωτοχριστιανική περίοδο, προέρχεται το “Γεροντικόν”, δηλ. το βιβλίο με διδακτικά αποφθέγματα και περιστατικά της ασκητικής ζωής των πρώτων αναχωρητών γερόντων (ή αββάδων) της αιγυπτιακής ερήμου (4ος–5ος αι.).
📜Η χρήση στη βυζαντινή περίοδο
Στη βυζαντινή περίοδο, η λ. γέρων χρησιμοποιήθηκε και ως προσφώνηση του προεξάρχοντος της Εκκλησίας τής Αφρικής, ενώ χρησιμοποιήθηκε και για τον ίδιο τον Θεό, π.χ.:
📜 «μόνον ἔχων αὑτοῦ πρεσβύτερον τὸν θεόν·
ἐπεὶ κἀκεῖνος ἀίδιος γέρων ὁ τῶν ὄντων πρεσβύτερος·
παλαιὸν ἡμερῶν κέκληκεν αὐτὸν ἡ προφητεία»
(Κλήμης Αλεξανδρεύς).
🏛 Τουρκοκρατία – οι προεστοί
Η λ. ‘γέροντας’ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δήλωσε τον ‘προεστό’, εξ ου και το “δημογέροντας” (< ‘δήμος’ + ‘γέροντας’).
Οι χρήσεις αυτές ανάγονται στα αρχ. χρόνια, όταν λειτουργούσαν συμβούλια γερόντων στις αρχ. πόλεις, αφού ο ‘γέρων’, λόγω ηλικίας και πείρας, είχε καταλήξει συνώνυμο της σοφίας και της εμπειρίας.
Επίσης, η λ. “γέρος” χρησιμοποιήθηκε για σεβάσμιες μορφές της ελληνικής ιστορίας:
~ ‘ο Γέρος του Μοριά’ (ο Κολοκοτρώνης),
~ ‘ο Γέρος της Δημοκρατίας’ (ο Γεώργιος Παπανδρέου).
🏛 «Γερουσία» και παράγωγα
Ο όρος “γερουσία” παράγεται από το αρχ. επίθ. “γερούσιος” (< *γερόντ-ιος < ‘γέρων’) και σήμαινε «συμβούλιο γερόντων», που διοικούσε αρχ. πόλεις, κυρ. δωρικές, π.χ. ‘η σπαρτιατική γερουσία’. Η λ. “γερουσιαστής” είναι ήδη ελληνιστική.
Αντί του τύπου ‘γερουσία’ παραδίδεται και ο λακωνικός τύπος “γεροντία”, π.χ.:
📜 «ἐπὶ γὰρ τῷ τέρματι τοῦ βίου τὴν κρίσιν
τῆς γεροντίας προσθεὶς ἐποίησε μηδὲ ἐν τῷ γήρᾳ
ἀμελεῖσθαι τὴν καλοκἀγαθίαν» (Ξενοφών).
Ο τύπος αυτός επιβίωσε στον χρόνο, δηλώνοντας:
• μοναστικό όργανο (ηγούμενος + έγκριτοι μοναχοί),
• το όργανο της οθωμανικής περιόδου “δημογεροντία”.
Η ‘γερουσία’ κατά τη χριστιανική περίοδο δήλωσε επίσης τη σύνοδο ιερέων, πβ.:
📜 «Τοῦτον τοίνυν, ὄντα μὲν τότε τῆς γερουσίας τῶν ἱερέων […]».
🌍 Λατινική συγγένεια & μεταγενέστερες χρήσεις
Η αντίστοιχη λατ. λ. “senatus” (< “senex” «γέρος, ηλικιωμένος») έδωσε αργότερα σε διάφορες γλώσσες τις ονομασίες των πολιτειακών οργάνων (αγγλ. “senate”, γαλλ. “sénat”).
Η λ. ‘γερουσία’ χρησιμοποιήθηκε στα ελληνιστικά, μεσν. και νεότερα χρόνια με ανάλογη σημ., π.χ.:
• το σώμα γερόντων του Ιουδαϊκού Συνεδρίου (‘κριταί της γερουσίας’),
• το σώμα σεβαστών προσώπων που περιέβαλλε τον Δόγη της Βενετίας (‘την εκλαμπροτάτην … γερουσίαν’),
• η πρώτη πολιτική Αρχή των επαναστατημένων Ελλήνων το 1821 (η Μεσσηνιακή Γερουσία).
____________

Δεν υπάρχουν σχόλια: