ΣΤΗ σύγχρονη Ελληνική έχουν διατηρηθεί τόσο η αρχ. λ. “γέρων” όσο και ο μεταπλασμένος στα μεσν. χρόνια τύπος “γέρος”.
Η διτυπία αυτή υπηρετεί μια σημασιολογική διαφοροποίηση:
➨ η λ. ‘γέρος’ κράτησε μόνο αυτή την αρχική σημ. «ηλικιωμένος», ➨ η λ. ‘γέρων’ (και στον τύπο “γέροντας”) περιορίστηκε στον θρησκευτικό–εκκλησιαστικό χώρο ως προσφώνηση ασκητή μοναχού, π.χ. ‘ο γέρων Πορφύριος’, ή σεβάσμιου κληρικού (ωστόσο, ο τύπος ‘γέροντας’ χρησιμοποιείται και με τις δύο σημ.).
(Ειδικότερα, στον μοναστικό βίο, η λ. ‘γέροντας’ δηλώνει τον πνευματικό κάποιου).
Από τη σημ. αυτή, που η λ. απέκτησε ήδη στην πρωτοχριστιανική περίοδο, προέρχεται το “Γεροντικόν”, δηλ. το βιβλίο με διδακτικά αποφθέγματα και περιστατικά της ασκητικής ζωής των πρώτων αναχωρητών γερόντων (ή αββάδων) της αιγυπτιακής ερήμου (4ος–5ος αι.).
Στη βυζαντινή περίοδο, η λ. γέρων χρησιμοποιήθηκε και ως προσφώνηση του προεξάρχοντος της Εκκλησίας τής Αφρικής, ενώ χρησιμοποιήθηκε και για τον ίδιο τον Θεό, π.χ.:
ἐπεὶ κἀκεῖνος ἀίδιος γέρων ὁ τῶν ὄντων πρεσβύτερος·
παλαιὸν ἡμερῶν κέκληκεν αὐτὸν ἡ προφητεία»
(Κλήμης Αλεξανδρεύς).
Η λ. ‘γέροντας’ στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δήλωσε τον ‘προεστό’, εξ ου και το “δημογέροντας” (< ‘δήμος’ + ‘γέροντας’).
Οι χρήσεις αυτές ανάγονται στα αρχ. χρόνια, όταν λειτουργούσαν συμβούλια γερόντων στις αρχ. πόλεις, αφού ο ‘γέρων’, λόγω ηλικίας και πείρας, είχε καταλήξει συνώνυμο της σοφίας και της εμπειρίας.
Επίσης, η λ. “γέρος” χρησιμοποιήθηκε για σεβάσμιες μορφές της ελληνικής ιστορίας:
~ ‘ο Γέρος του Μοριά’ (ο Κολοκοτρώνης),
~ ‘ο Γέρος της Δημοκρατίας’ (ο Γεώργιος Παπανδρέου).
Ο όρος “γερουσία” παράγεται από το αρχ. επίθ. “γερούσιος” (< *γερόντ-ιος < ‘γέρων’) και σήμαινε «συμβούλιο γερόντων», που διοικούσε αρχ. πόλεις, κυρ. δωρικές, π.χ. ‘η σπαρτιατική γερουσία’. Η λ. “γερουσιαστής” είναι ήδη ελληνιστική.
Αντί του τύπου ‘γερουσία’ παραδίδεται και ο λακωνικός τύπος “γεροντία”, π.χ.:
τῆς γεροντίας προσθεὶς ἐποίησε μηδὲ ἐν τῷ γήρᾳ
ἀμελεῖσθαι τὴν καλοκἀγαθίαν» (Ξενοφών).
Ο τύπος αυτός επιβίωσε στον χρόνο, δηλώνοντας:
• μοναστικό όργανο (ηγούμενος + έγκριτοι μοναχοί),
• το όργανο της οθωμανικής περιόδου “δημογεροντία”.
Η ‘γερουσία’ κατά τη χριστιανική περίοδο δήλωσε επίσης τη σύνοδο ιερέων, πβ.:
Η αντίστοιχη λατ. λ. “senatus” (< “senex” «γέρος, ηλικιωμένος») έδωσε αργότερα σε διάφορες γλώσσες τις ονομασίες των πολιτειακών οργάνων (αγγλ. “senate”, γαλλ. “sénat”).
Η λ. ‘γερουσία’ χρησιμοποιήθηκε στα ελληνιστικά, μεσν. και νεότερα χρόνια με ανάλογη σημ., π.χ.:
• το σώμα γερόντων του Ιουδαϊκού Συνεδρίου (‘κριταί της γερουσίας’),
• το σώμα σεβαστών προσώπων που περιέβαλλε τον Δόγη της Βενετίας (‘την εκλαμπροτάτην … γερουσίαν’),
• η πρώτη πολιτική Αρχή των επαναστατημένων Ελλήνων το 1821 (η Μεσσηνιακή Γερουσία).
____________

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου