Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Η  παραβολή του Μεγάλου Δείπνου ανήκει στα ευαγγελικά εκείνα κείμενα που δεν προσφέρονται για ομοφωνία, διότι διαλύουν την ψευδαίσθηση της ασφαλούς ένταξης.
Δεν πρόκειται για αφήγηση φιλοξενίας, αλλά για εσχατολογικό σκάνδαλο: ο Θεός καλεί, όλα είναι έτοιμα, και όμως η Βασιλεία Του προσκρούει όχι στην εχθρότητα, αλλά στην κανονικότητα.
Οι πρώτοι κεκλημένοι δεν αντιλέγουν, δεν υβρίζουν, δεν επαναστατούν… απλώς έχουν «δουλειές». Εδώ ακριβώς εγγράφεται η πιο επικίνδυνη μορφή αθεΐας: όχι η ρητή άρνηση του Θεού, αλλά η αναβολή Του στο όνομα του αυτονόητου.
Ο Θεός δεν απορρίπτεται. Όμως υποβαθμίζεται.
Και αυτή η υποβάθμιση συνιστά θεολογικό γεγονός πρώτης τάξεως, διότι αποκαλύπτει έναν άνθρωπο που έχει μάθει να ζει χωρίς εσχατολογική ένταση.
Η παραβολή απογυμνώνει την ανθρωπολογία της αυτάρκειας που οργανώνει τον σύγχρονο κόσμο. Χωράφι, ζεύγη βοών, οικογενειακή αποκατάσταση δεν είναι τυχαίες δικαιολογίες, αφού συγκροτούν το τρίπτυχο της ιδιοκτησίας, της παραγωγής και της ιδιωτικής ολοκλήρωσης.
Πρόκειται για έναν κόσμο όπου το νόημα εξαντλείται στη διαχείριση και η σωτηρία ταυτίζεται με τη σταθερότητα.
Η Βασιλεία του Θεού, ως καθαρή δωρεά και ρήξη, καθίσταται ενοχλητική, διότι δεν προσφέρει απόδοση. Η παραβολή, επομένως, λειτουργεί ως ριζική κριτική κάθε κοινωνικού συστήματος που μετατρέπει την πληρότητα σε αυτοσκοπό και την έλλειψη σε αποτυχία. Εκεί όπου όλα πρέπει να «δουλεύουν», η Χάρις είναι άχρηστη.
Αυτή η πολιτική διάσταση επιστρέφει αμείλικτα ως εκκλησιολογικό ερώτημα. Η Εκκλησία, όταν εναρμονίζεται με τη λογική της αυτάρκειας, παύει να είναι τόπος πρόσκλησης και μετατρέπεται σε χώρο κανονικότητας.
Η Θεία Λειτουργία, το κατεξοχήν Μεγάλο Δείπνο, κινδυνεύει να γίνει τελετουργική επιβεβαίωση αντί για εσχατολογικό ρήγμα.
Δεν αμφισβητείται η συμμετοχή, αλλά το νόημά της: ποιοι προσέρχονται και με ποια προσδοκία;
Η παραβολή δεν ελέγχει την απουσία, αλλά τη συμμετοχή χωρίς κίνδυνο. Εκεί όπου η Εκκλησία γίνεται ασφαλής, χάνει το δικαίωμα να μιλά για Βασιλεία.
Η στροφή της πρόσκλησης προς τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους αποκλεισμένους δεν αποτελεί ηθικό αντιστάθμισμα, αλλά θεολογική αναγκαιότητα. Αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να εισέλθουν, όχι επειδή είναι καλύτεροι, αλλά επειδή δεν έχουν τίποτα να διαφυλάξουν.
Η Βασιλεία δεν είναι χώρος ανταμοιβής, αλλά τόπος κένωσης.
Γι’ αυτό και κάθε εκκλησιαστική αυτοεικόνα που βασίζεται στη δύναμη, στην επιρροή ή στην πολιτισμική υπεροχή αντιστρατεύεται το ευαγγελικό γεγονός.
Η Εκκλησία δεν καλείται να εκπροσωπεί την κοινωνία των «ικανών», αλλά να διατηρεί ανοιχτό τον χώρο για όσους δεν χωρούν πουθενά αλλού.
Το «ανάγκασον εἰσελθείν» συνιστά το πιο σκληρό σημείο της παραβολής, διότι αποκαλύπτει τη θεία απελπισία μπροστά στην ανθρώπινη αδιαφορία.
Δεν πρόκειται για βία εξουσίας, αλλά για τη βία της αγάπης που δεν αντέχει το άδειο τραπέζι.
Σε μια εποχή όπου η Εκκλησία συχνά αυτοπεριορίζεται, φοβούμενη τη ρήξη, η παραβολή λειτουργεί ως κατηγορητήριο. Η αποστολή δεν είναι διαχείριση εικόνας, αλλά επιμονή στην πρόσκληση, ακόμη κι όταν αυτή απορρίπτεται. Ο Θεός δεν συμβιβάζεται με την ερημία, γιατί επιμένει μέχρι τέλους.
Η φράση «πολλοί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» δεν μιλά για θεϊκό αυταρχισμό, αλλά για ανθρώπινη αδυναμία να αντέξει την εγγύτητα του Θεού.
Η εκλογή δεν είναι προνόμιο, αλλά ρίσκο και σίγουρα δεν είναι ασφάλεια, αλλά έκθεση.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, κουρασμένος από την υπερπληρότητα, φοβάται την κλήση που απαιτεί μεταστροφή. Και συχνά η Εκκλησία συμμερίζεται αυτόν τον φόβο, προτιμώντας την επιβίωση από την εσχατολογία, τη διατήρηση από τη μαρτυρία.
Και εδώ βρίσκεται το τελικό, αμείλικτο ερώτημα της παραβολής, που δεν απευθύνεται στον κόσμο αλλά στην Εκκλησία: θέλουμε πράγματι να γεμίσει ο οίκος ή μας αρκεί να τον διαχειριζόμαστε;
Αν η Βασιλεία είναι ήδη έτοιμη, τότε κάθε αναβολή είναι άρνηση και κάθε κανονικότητα προδοσία του Ευαγγελίου.
Το Μεγάλο Δείπνο δεν ζητά καλούς τρόπους, αλλά εγκατάλειψη. Και αν σήμερα ο οίκος μοιάζει άδειος, ίσως δεν φταίνε οι «άλλοι», αλλά το γεγονός ότι εμείς οι πρώτοι μάθαμε να ζούμε σαν να μην είναι ποτέ η ώρα του δείπνου.
Μάνος Λαμπράκης