Ἡ "ὑπόθεση Τυχικοῦ" καταδεικνύει ὅτι τὸ ἔκκλητο αὐτοακυρώνεται ὅταν ἐργαλειοποιεῖται ἀντὶ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη.

Γρλαφει ο π.Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Τὸ «ἔκκλητον» ἢ ἔκκλητος προσφυγὴ εἶναι τὸ δικαίωμα προσφυγῆς (ἐφέσεως) σὲ ἀνώτερο ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο (βλ. Ν. 590/1977 ἄρθρ. 160). Ἔχει ὅμως ἐπικρατήσει ὡς «ἔκκλητο» νὰ ὀνομάζεται τὸ κανονικὸ δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νὰ ἐκδικάζει ὑποθέσεις κληρικῶν ποὺ ὑπάγονται στὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν ἀδικηθεῖ ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων.Προσεγγίζοντας ἱστορικὰ τὸ θεσμὸ τοῦ ἐκκλήτου τὸν πρωτοσυναντοῦμε στὸν 3ο καὶ 5ο Κανόνα τῆς ἐν Σαρδικῇ (Σόφια, 343) Συνόδου, ὅπου ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ προστατεύσει τὸν Μ. Ἀθανάσιο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν καθαιρεθεῖ ἀπὸ πολλὲς Συνόδους (ναί! πολυμελεῖς σύνοδοι ἐπισκόπων ἔχουν καθαιρέσει ἀκόμα καὶ Μεγάλους Ἁγίους!) παρέπεμψε τὴν ὑπόθεσή του πρὸς κρίση στὸν πάπα τῆς Ῥώμης Ἰούλιο (ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν Ὀρθόδοξος). Ἡ Σύνοδος ἐπέτρεψε στὸν πάπα νὰ συγκροτεῖ αὐτὸς τὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο (ἐπέλεγε τὰ μέλη) ποὺ θὰ ἐκδίκαζε τὴν ὑπόθεση. Οὐσιαστικὰ μὲ τὸν Κανόνα αὐτὸ ὁ πάπας ἀπέκτησε ἀπλὸ δικονομικὸ δικαίωμα καὶ ὄχι τὸ δικαίωμα νὰ δικάζει αὐτὸς ὁ ἲδιος τὶς ἐκκλήτους προσφυγές.
Ὅμως ἡ διάταξη αὐτὴ εἶχε περιορισμένη χρονικὰ ἰσχύ, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνηση ἐφαρμογῆς της στὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία τῆς Β. Ἀφρικῆς, ἡ ὁποία σὲ ἐπανειλημμένες Συνόδους στὴν Καρθαγένη (419) ἀρνήθηκε στὸν πάπα τὸ δικαίωμα κρίσεως τῶν ἀποφάσεών της καὶ ἀπαγόρευσε στους κληρικοὺς της νὰ προσφεύγουν «ἐν τοῖς περατικοῖς μέρεσι»¹ (στὴ Ῥώμη).
Ἀργότερα ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τοὺς 9ο καὶ 17ο Κανόνες ἔδωσε τὸ δικαίωμα κρίσεως τοῦ ἐκκλήτου στὸν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ ἐρμηνευταὶ διαφωνοῦν ὡς πρὸς τὴν ἔκταση ἐφαρμογῆς τῶν ἀνωτέρω ἱερῶν Κανόνων: ἐφαρμόζονται σὲ ὅλους τοὺς κληρικοὺς τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνολικὰ ἢ μόνο στοὺς κληρικοὺς ποὺ ὑπάγονται στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως;
Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τῆς παρούσης αὐτὸς ὁ προβληματισμός. Προσωπικὰ υἱοθετοῦμε τὴν ἄποψη τοῦ μεγάλου κανονολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος συγκεφαλαιώνοντας τὴν πατερικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση τῶν πρὸ αὐτοῦ Πατέρων καὶ κανονολόγων μὲ ἀκαταμάχητη ἐπιχειρηματολογία συγκλίνει πρὸς τὴν δεύτερη ἄποψη ὅτι «ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τὰς Διοικήσεις καὶ ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτὸν ἐδόθη ἀπὸ τὸν κανόνα τοῦτον [Δ-9] ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ» (Πηδάλιον, ἐκδ. Παπαδημητρίου 1976, σ. 192 ὑποσ. 1, βλ. καὶ σ. 120).
Ὅμως πέραν τῶν ἱερῶν Κανόνων, σὲ Καταστατικοὺς Χάρτας ὁρισμένων Ἐκκλησιῶν προβλέπεται ἡ ἔκκλητος προσφυγὴ στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο καί ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν —ποὺ δὲν ὑπάγονται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ παρέχουν στούς ἀρχιερεῖς τους αὐτὸ τὸ δικαίωμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (Καταστατικὸς Χάρτης, Ν. 590/1977 ἄρθρ. 44 παρ. 2) καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου (Καταστατικὸς Χάρτης, ἄρθρον 81). Ἡ δυνατότητα αὐτὴ ποὺ παρέχεται ἀπὸ τοὺς Καταστατικοὺς Χάρτας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι ἀντίθετη πρὸς τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Συνεπῶς οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος καὶ Κύπρου ἔχουν τὴ δυνατότητα ἐκκλήτου προσφυγῆς στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο ὄχι βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων (Δ-9 και Δ-17), ἀλλά βάσει τῶν ἄρθρων 44 παρ. 2 καὶ 81 τῶν ἀντιστοίχων Καταστατικῶν τους Χαρτῶν.
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ δικαίωμα ποὺ τοῦ παρέχει ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου (ἄρθρον 81 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη) ἂσκησε καὶ ὁ Μητροπολίτης Πάφου Τυχικὸς προσφεύγοντας στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν ἔκκλητο ἀναφορὰ τῆς 5ης Ἰουλίου 2025 προσβάλλοντας τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κύπρου τῆς 22.5.25 μὲ τὴν ὁποία ἐκθρονίσθηκε.
Ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος μὲ τὴν ἀπόφασή της στὶς 17-10-25 ἔκανε δεκτὴ ἐν μέρει τὴν ἔκκλητο προσφυγή, διαπίστωσε πράγματι κακοδικία ἢ ὅπως κομψὰ τὸ γράφει «κατὰ τὴν ἐξέτασιν τοῦ φακέλλου τοῦ θέματος, διεπιστώθησαν παραλείψεις κατὰ τὴν ἐν τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου ἐκδίκασιν τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μητροπολίτου Τυχικοῦ ὡς πρὸς τὰς προβλέψεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου αὐτῆς». Ὅμως, συμφώνως μὲ τὸ ἀνακοινωθέν, ἅπαντα τὰ μέλη τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου «ἐπεκύρωσαν ὁμοφώνως τὴν συνοδικὴν ἀπόφασιν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Κύπρου», ἀπόφαση ἡ ὁποία -ὅπως διεπίστωσαν- εἶναι προϊόν κακοδικίας!
Ἔτσι ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος ἀναγνωρίζει ἀπεριφράστως τὴν παρανομία καί τήν ἀδικία ἀλλὰ ταυτοχρόνως δικαιώνει αὐτὸν ποὺ τὴν διαπράττει καὶ ὄχι τὸν ἀδικούμενον!
Ἀξίζει, στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἀπόφαση 1983/1979 τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει τὰ Κυριακὰ λόγια ὅτι «οἱ υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμώτεροι ὑπέρ τούς υἱούς τοῦ φωτός εἰς τὴν γενεάν τὴν ἑαυτῶν εἰσι» (Λουκ. 16,8): τό ΣτΕ ἐξετάζοντας αἴτηση ἀκυρώσεως κατὰ πράξεως τῆς Ἱ. Συνόδου μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ ἐκκλήτου προσφυγῆς, ἔκρινε ὅτι «τὸ ἁρμόδιο Ἐκκλησιαστικὸ Δικαστήριο δεσμίως ἐξετάζει ἐκ νέου τὴν ὑπόθεση… ἐφ’ ὅσον κατὰ τὸν ἔλεγχο τῆς νομιμότητας τῆς προσβαλλομένης μὲ τὸ ἔκκλητο ἀποφάσεως, διαπιστωθεῖ οἱασδήποτε μορφῆς πλημμέλεια, ἡ ὑπόθεση ἀναπέμπεται πρὸς θεραπεία τῆς πλημμέλειας αὐτῆς. Συμπερασματικά, πράξη μὲ τὴν ὁποία ἐπιβλήθηκε ποινὴ καθαιρέσεως ἢ ἐκπτώσεως ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Θρόνο ἀκυρώνεται ἐφ’ ὅσον διαπιστωθεῖ κατὰ τὴν ἐξέταση τοῦ ἐκκλήτου οἱασδήποτε μορφῆς (τυπικὴ ἢ οὐσιαστική) παρανομία. Μετὰ τὴν ἀκύρωσή της, ἡ ὑπόθεση ἀναπέμπεται ὑποχρεωτικῶς στὸ ἁρμόδιο ὄργανο, πρὸς νέα, ἀλλὰ καὶ σύμφωνη μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κρίση», σύμφωνα μὲ τὸν Καθηγητὴ Παν. Λαζαράτο².
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔκβαση τοῦ ἐκκλήτου τοῦ Μητροπολίτου Πάφου Τυχικοῦ ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε κάποιες Πατριαρχικὲς ἀποφάσεις σὲ ἐκκλήτους προσφυγὲς ποὺ ἔχουν σοβαρὸ ἀντίκτυπο στὴν ἀξιοπιστία τοῦ θεσμοῦ.
Α. Ὑπόθεση τέως Μητροπολίτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ κατεδικάσθηκε γιὰ κακούργημα καὶ καθαιρέθηκε³.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου