Γράφει ο π. Αυγουστίνος Βλάχος
Στην Εκκλησία δεν καταλαβαίνουμε πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα από τους στολισμούς, τα λαμπάκια και τα μελομακάρονα, που κι αυτά έχουν τη χάρη τους και τα χαιρόμαστε βεβαίως και τα απολαμβάνουμε κι εμείς. Καταλαβαίνουμε πως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα από την πρώτη φορά που θα ψαλλούν οι καταβασίες της εορτής.
Αύριο λοιπόν, στον Όρθρο, θα ψάλλουμε πρώτη φορά για φέτος:
«Χριστός γεννάται δοξάσατε! Χριστός εξ ουρανών απαντησατε! Χριστός επί γης υψώθητε! Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται!».
Ο υμνογράφος ξεκινά από τότε που οι Ισραηλίτες πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα και είδαν ότι ο Θεός τους έσωσε. Τότε είπαν αυτό το «δεδόξασται». Η Εκκλησία το τοποθετεί στην αρχή των Χριστουγέννων για να μας δείξει ότι η Γέννηση είναι έργο της σωτηρίας μας. Ο Θεός μπαίνει στην ιστορία με τρόπο ανατρεπτικό και η δημιουργία καλείται ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή τη φανέρωση Του. Η φράση δεν περιγράφει απλώς τη χαρά της εορτής, είναι αναγγελία σωτηρίας. Ο υμνογράφος δεν λέει «ήρθε η γιορτή» αλλά «δεδοξάσθη ο Θεός γιατί επενέβη». Η Γέννηση είναι θεϊκή ενέργεια ανάλογη με την έξοδο από την Αίγυπτο, είναι νέο Πάσχα, νέα διάβαση, αυτή τη φορά όχι από τη θάλασσα αλλά από τη φθορά στη ζωή.
«Τω προ των αιώνων, εκ Πατρός γεννηθέντι αρρεύστως Υιώ, και επ' εσχάτων εκ Παρθένου, σαρκωθέντι ασπόρως, Χριστώ Τω Θεώ βοήσωμεν, ο ανυψώσας το κέρας ημών, Άγιος ει Κύριε».
Εδώ εκφράζεται η καρδιά της Χριστολογίας. Ο Χριστός είναι πριν από κάθε χρόνο, γεννημένος από τον Πατέρα χωρίς αρχή και στα έσχατα λαμβάνει σάρκα από την Παρθένο, χωρίς ανθρώπινη συμβολή. Η Εκκλησία δεν επιχειρεί να εξηγήσει το πώς. Διατυπώνει το γεγονός όπως ακριβώς το παρέλαβε. Ο Υιός γίνεται άνθρωπος και η ανθρώπινη φύση ανακτά την αξιοπρέπειά της. Το «ανύψωσας το κέρας ημών» δηλώνει αυτήν ακριβώς την αποκατάσταση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είδαν εδώ όχι έναν γενικό «εξευγενισμό» του ανθρώπου αλλά την πραγματική αναστήλωση της φύσεώς μας, που είχε ταπεινωθεί από την αμαρτία. Είναι ο Χριστός που σηκώνει το βάρος του ανθρωπίνου προσώπου και το επαναφέρει στο ύψος για το οποίο είχε προοριστεί: Στην κοινωνία με Τον Θεό!
«Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας, εξ όρους ο αινετός, κατασκίου δασέως, ήλθες σαρκωθείς εξ απειράνδρου, ο άϋλος και Θεός, δόξα τη δυνάμει Σου Κύριε».
Ο υμνογράφος εδώ στηρίζεται άμεσα στην προφητεία του Ησαΐα για τη ρίζα του Ιεσσαί, δείχνοντας ότι ο Χριστός έρχεται από τη γενεαλογία του Δαβίδ αλλά γεννιέται με τρόπο που υπερβαίνει τη φυσική σειρά της καταγωγής. Το «εκ της Παρθένου ανεβλάστησας» δηλώνει ότι η Γέννηση δεν προέρχεται από ανθρώπινη σπορά αλλά από τη θεία ενέργεια που δρα μέσα στη μήτρα της Παρθένου. Η φράση «εξ όρους κατασκίου δασέως» δεν είναι ποιητική υπερβολή αλλά βιβλική εικόνα της θείας σκιάς που καλύπτει τον τόπο της φανέρωσης Του Θεού. Το «όρος» είναι η Θεοτόκος που γίνεται χώρος της επισκίασης, όπως προαναγγέλλεται στον Ευαγγελισμό. Το «σαρκωθείς εξ απειράνδρου» επιβεβαιώνει την αειπαρθενία της Παναγίας και δηλώνει ότι ο άϋλος Λόγος προσλαμβάνει πλήρη ανθρώπινη φύση χωρίς ν' αλλοιώνει τη θεότητά Του, φανερώνοντας ότι η Γέννηση είναι πράξη σωτηρίας και όχι αποτέλεσμα φυσικών όρων. Οι Πατέρες που εντρυφούν στη Γέννηση, τονίζουν ότι το μυστήριο της, δεν είναι απλώς θαυμαστό, είναι σωτηριώδες, γιατί εδώ συναντιούνται άφθαρτη θεότητα και φθαρτή ανθρωπότητα, χωρίς σύγχυση και χωρίς διάλυση και μέσω αυτής της ένωσης, θεραπεύεται η ρίζα της ανθρώπινης τραγωδίας.
«Θεός ων ειρήνης, Πατήρ οικτιρμών, της μεγάλης Βουλής Σου τον Άγγελον, ειρήνην παρεχόμενον απέστειλας ημίν, όθεν θεογνωσίας, προς φως οδηγηθέντες, εκ νυκτός ορθρίζοντες, δοξολογούμεν Σε Φιλάνθρωπε».
Ο Χριστός ονομάζεται Άγγελος της Μεγάλης Βουλής και πάλι από τον προφήτη Ησαΐα. Άγγελος σημαίνει Εκείνος που φανερώνει. Η βουλή είναι το θέλημα Του Θεού για τον άνθρωπο, το σχέδιο της σωτηρίας. Ο Χριστός έρχεται ως ειρήνη που δίνει στον άνθρωπο καθαρή και σωτήρια κατεύθυνση. Η θεογνωσία παρουσιάζεται ως φως που ανοίγει το νου. Η μετάβαση από τη «νύχτα» στην «ορθρία», το πρωί δηλαδή, δεν είναι ποιητική εικόνα αλλά πατερικός τρόπος να δηλωθεί η κάθαρση του νου από τη σκοτεινιά της πλάνης. Ο άνθρωπος, μέσα στην παρουσία Του Χριστού, παύει να ζει διστακτικά και τυφλά κι αρχίζει να βαδίζει με επίγνωση προς Τον Θεό.
«Σπλάγχνων Ιωνά, έμβρυον απήμεσεν, ενάλιος θηρ, οίον εδέξατο, τη Παρθένω δε, ενοικήσας ο Λόγος και σάρκα λαβών, διελήλυθε φυλάξας αδιάφθορον, ης γαρ, ουχ υπέστη ρεύσεως, την τέκουσαν κατέσχεν απήμαντον».
Όπως ο Προφήτης Ιωνάς βγήκε από την κοιλία του κήτους χωρίς φθορά, έτσι και ο Χριστός περνά από τη μήτρα της Παρθένου, χωρίς να θίξει την ακεραιότητά της. Αυτό και πάλι δεν είναι σχήμα αλλά διατύπωση του μυστηρίου της αειπαρθενίας. Ο Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση με τρόπο που τη διατηρεί ακέραιη. Οι Πατέρες βλέπουν εδώ τον τύπο της αδιάφθορης εισόδου και εξόδου της θεότητας μέσα στην ανθρώπινη φύση, με τρόπο που δεν τραυματίζει αλλά θεραπεύει. Η Παρθένος μένει αδιάφθορη όχι μόνο σωματικά αλλά και ως εικόνα της Εκκλησίας που δέχεται μέσα της Τον Χριστό και παραμένει καθαρή, όταν ζει με καθαρότητα.
«Οι Παίδες ευσεβεία συντραφέντες, δυσσεβούς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρός απειλήν ουκ επτοήθησαν, αλλ’ εν μέσω της φλογός, εστώτες έψαλλον, ο των Πατέρων Θεός ευλογητός ει».
Οι Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα, δείχνουν ότι η παρουσία Του Θεού προστατεύει τη φύση ακόμη και μέσα στη φλόγα. Η φωτιά δεν τους άγγιξε γιατί ήταν εκεί ο Θεός. Μ’ αυτή την εικόνα η Εκκλησία εξηγεί ότι και στη Γέννηση, η θεότητα δεν καταστρέφει την ανθρώπινη φύση. Τη δροσίζει, την αποκαθιστά, τη διατηρεί και τη στηρίζει.
Κι αυτό βρίσκει συνέχεια παρακάτω:
«Θαύματος υπερφυούς η δροσοβόλος, εξεικόνισε κάμινος τύπον, ου γαρ ους εδέξατο φλέγει νέους, ως ουδέ πυρ της Θεότητος, Παρθένου ην υπεδύ νηδύν, διό ανυμνούντες αναμέλψωμεν, ευλογείτω η κτίσις πάσα Τον Κύριον και υπερυψούτω εις πάντας τους αιώνας».
Η δροσοβόλος κάμινος εδώ, γίνεται η Παναγία. Όπως η φωτιά δεν έκαψε τους Τρείς Παίδες, έτσι και η θεότητα δεν έθιξε τη Θεοτόκο. Η χάρη Του Θεού ενεργεί με τρόπο που προστατεύει την ανθρώπινη φύση. Η Εκκλησία καλεί όλη την κτίση να ευλογήσει Τον Θεό γιατί μέσα στη Γέννηση ενώνονται ο ουρανός και η γη. Εδώ το «δροσοβόλος», δηλώνει ότι η παρουσία Του Θεού γίνεται παρηγορητική και ζωοποιός, όχι καταστρεπτική για τον άνθρωπο. Το μυστήριο της Γέννησης είναι η πρώτη μεγάλη αποκάλυψη της νέας, αποκατεστημένης σχέσης Θεού και ανθρώπου, όπου η θεία φωτιά δεν κατακαίει αλλά δροσίζει, δεν αφανίζει αλλά ζωοποιεί.
Και τέλος:
«Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον, ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Εδω ο υμνογράφος δεν προσπαθεί να εξηγήσει κάτι που δεν εξηγείται. Απλώς το μαρτυρεί: Ένα ταπεινό σπήλαιο γίνεται ουρανός, γιατί εκεί μέσα έρχεται να κατοικήσει ο Θεός. Η Παρθένος γίνεται θρόνος Του Χριστού, όχι σαν αντικείμενο αλλά ως πρόσωπο που προσφέρει την καρδιά της σ' Εκείνον. Και η φάτνη, ένα παχνί για ζώα, γίνεται ο τόπος όπου ξαπλώνει Εκείνος που δεν χωρά σε κανέναν τόπο. Όταν η ωδή λέει «ο Αχώρητος», θέλει να μας θυμίσει ότι ο Θεός δεν περιορίζεται πουθενά κι όμως δέχεται να περιοριστεί από αγάπη. Κι έτσι το σπήλαιο, που ήταν σκοτεινό και φτωχό, γίνεται εικόνα της δικής μας ζωής. Γιατί μέσα στο δικό μας σκοτεινό μέρος, εκεί που δεν περιμένουμε τίποτα καλό, μπορεί πάλι να έρθει ο Χριστός. Πως; Αν Του αφήσουμε λίγο χώρο. Αυτό είναι το παράδοξο που βλέπει ο υμνογράφος. Όχι μια εντυπωσιακή σκηνή αλλά Τον Θεό που καταδέχεται να μπει στην πιο ταπεινή πραγματικότητα για να την φωτίσει από μέσα. Και το μόνο που μένει σ' εμάς να κάνουμε, είναι αυτό που λέει στο τέλος: Να Τον μεγαλύνουμε, όχι γιατί καταλάβαμε το μυστήριο που προαναφέραμε αλλά γιατί το είδαμε να γίνεται για χάρη μας.
Βλέπουμε λοιπόν πως οι καταβασίες των Χριστουγέννων, δεν μας εισάγουν απλώς στην όμορφη αυτή περίοδο των Χριστουγέννων. Μας διδάσκουν το πραγματικό της νόημα. Ότι ο Θεός δεν κατεβαίνει για ν' αλλάξει εξωτερικά όσα βλέπουμε αλλά για ν' αλλάξει βαθιά όσα είμαστε. Γι' αυτό κάθε φορά που ακούγεται αυτό το «Χριστός γεννάται δοξάσατε», νιώθω ότι η Εκκλησία μας υπενθυμίζει πως η σωτηρία δεν είναι κάτι που περιμένουμε παθητικά αλλά κάτι που αρχίζει μέσα μας, όταν στρέφουμε το νου μας εκεί όπου φανερώνεται ο Θεός.
Και ίσως το μεγαλύτερο όφελος τους να είναι, ότι πριν φτάσουμε στη σπηλιά της Βηθλεέμ, μας περνούν απ' όλη την ιστορία της σωτηρίας! Μας θυμίζουν την Ερυθρά Θάλασσα, τον Ησαΐα, τον Ιωνά, τους Τρεις Παίδες, τη σκιά Του Θεού, τη φωνή των προφητών, την υπόσχεση που κρύφτηκε μέσα στους αιώνες. Μας διδάσκουν ότι η Γέννηση δεν έγινε ξαφνικά αλλά ήταν το τέλος μιας μακράς πορείας κατά τη διάρκεια της οποίας ο Θεός ετοίμαζε τον κόσμο Του και έκτοτε συνεχίζει να ετοιμάζει την καρδιά του καθενός μας.
Κι έτσι, μέσα στο ναό, πριν καν δούμε στολισμένο δέντρο, πριν καν δούμε φάτνη, πριν ακούσουμε κάλαντα, πριν γευτούμε μελομακάρονα, πριν μιλήσουμε για άστρο, ποιμένες και μάγους, η Εκκλησία βάζει μπροστά μας το πιο ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα: Ότι ο Θεός έρχεται! Ότι η ανθρώπινη φύση έχει μέλλον! Ότι η ζωή μας δεν τελειώνει στην αδυναμία! Ότι ο κόσμος, όσο κι αν σκοτεινιάζει, έχει ήδη δεχθεί φως που δεν σβήνει!
Και σκέφτομαι πως αν οι άνθρωποι άκουγαν με προσοχή και καταλάβαιναν τι λένε πραγματικά αυτές οι καταβασίες, θ’ αντιλαμβάνονταν ότι τα Χριστούγεννα, δεν στεκόμαστε μπροστά σε μια τρυφερή αφήγηση, σε μια όμορφη ιστορία αλλά σε μια αποκάλυψη: Ότι δεν έχουμε έναν Θεό μακρινό, έχουμε έναν Θεό που μπαίνει στη φτώχεια μας, που δεν ντρέπεται το σκοτάδι μας, που δεν αποφεύγει τις ρωγμές μας αλλά τις αγγίζει για να τις μεταμορφώσει. Κι όπως η θεότητα δεν έκαψε τη φάτνη, έτσι δεν καίει ούτε τη δική μας ζωή. Τη φωτίζει! Τη δροσίζει! Την κάνει χώρο όπου μπορεί ν' αναπαυθεί. Κι έτσι καταλαβαίνει κανείς πως ο Αχώρητος Θεός, χωρά τελικά μόνο εκεί που Τον αφήνουν με απλότητα και ταπείνωση να ξαπλώσει. Και τότε η Γέννηση γίνεται ένα προσωπικό γεγονός, που μπορεί να συμβεί μέσα μας κάθε φορά που κάνουμε την καρδιά μας ένα μικρό σπήλαιο, για να 'ρθει Εκείνος και να γίνει φως στο πιο κρυφό και πηχτό μας σκοτάδι.
Αύριο, όταν ακουστεί το πρώτο «Χριστός γεννάται δοξάσατε», θα είναι σαν ν' ανοίγει πάλι ο ουρανός. Και τότε καταλαβαίνει κανείς, ότι τα Χριστούγεννα δεν τα φέρνουν τα πολύχρωμα λαμπάκια. Τα φέρνει ο Λόγος που γίνεται άνθρωπος! Αυτός που μας σηκώνει όταν δεν έχουμε τη δύναμη να Τον σηκώσουμε εμείς..
Αυτός που γεννιέται για ν' αναστηθεί μέσα μας..!
