Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

ΑΒΒΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΒΟΣ ( κοντός στο ανάστημα) + 9 Νοεμβρίου

 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο

Είπε ο Αββάς Ιωάννης, ότι κάποιος από τους γέροντες βρέθηκε σε έκσταση και είδε. Και ιδού, τρεις μοναχοί στέκονταν πέρα από τη θάλασσα. Και άκουσαν φωνή από το άλλο μέρος, οπού τους έλεγε: «Πάρετε φτερά πύρινα και ελάτε προς εμένα». Και οι μεν δυο πήραν και πέταξαν αντίπερα. Ο δε άλλος έμεινε. Και έκλαιγε πολύ και φώναζε. Ύστερα δε, δόθηκαν και σ’ αυτόν φτερά, όχι όμως πύρινα, αλλά ασθενικά και αδύναμα. Και με πολύ κόπο, άλλοτε βουλιάζοντας και άλλοτε βγαίνοντας επάνω, μόλις και κατάφερε να φθάση αντίπερα. Έτσι και η γενεά αυτή, αν και της δίνονται φτερά, όμως δεν είναι πύρινα. Μόλις ασθενικά και αδύναμα παίρνει.
Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Μοιάζω με άνθρωπο οπού κάθεται κάτω από μεγάλο δένδρο και βλέπει να έρχωνται προς το μέρος του πολλά θηρία και φίδια. Και όταν δεν μπορή να τα αντιμετωπίση, σκαρφαλώνει γρήγορα στο δένδρο και γλιτώνει. Έτσι και εγώ. Κάθομαι στο κελλί μου και βλέπω τους αμαρτωλούς λογισμούς να μου επιτίθενται. Και όταν δεν μπορώ να τα βάλω μαζί τους, καταφεύγω στον Θεό με την προσευχή και γλιτώνω από τον εχθρό»•
Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Αν θελήση ένας βασιλεύς να κυριεύση μια εχθρική πόλη, πρώτα της κρατά το νερό και τα τρόφιμα. Και έτσι οι εχθροί, κινδυνεύοντας να χαθούν από την πείνα, του υποτάσσονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη της σαρκός. Αν ζή τινάς με νηστεία και πείνα, οι εχθροί χάνουν τη δύναμή τους στην ψυχή του».
Είπε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό ότι παρακάλεσε τον Θεό και σηκώθηκαν τα πάθη απ’ αυτόν και έγινε αμέριμνος. Και πήγε σ’ ένα γέροντα και του είπε: «Βλέπω τον εαυτό μου να αναπαύεται και να μη έχη κανένα πόλεμο». Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, παρακάλεσε τον Θεό, να σου ξαναφέρη τον πόλεμο, καθώς και τη συντριβή και την ταπείνωση οπού είχες πρώτα. Γιατί μες από τους πολέμους προοδεύει η ψυχή». Παρακάλεσε λοιπόν. Και σαν ήλθε ο πόλεμος, ποτέ δεν ξαναζήτησε πλέον να απαλλαγή απ’ αυτόν. Αλλά έλεγε: «Δός μου, Κύριε, υπομονή στους πειρασμούς».
Ενώ κάποτε ανέβαινε ο Αββάς Ιωάννης από μια Σκήτη με άλλους αδελφούς, έχασε τον δρόμο ο οδηγός τους. Γιατί ήταν νύχτα. Και λέγουν οι αδελφοί στον Αββά Ιωάννη: «Τί να κάμουμε, Αββά, οπού έχασε τον δρόμο ο αδελφός και κινδυνεύουμε να πεθάνουμε πηγαίνοντας εδώ και εκεί;». Τους λέγει ο γέρων: «Αν του το πούμε, θα λυπηθή και θα ντροπιασθή. Λοιπόν, εγώ θα κάμω ότι αρρώστησα και θα πω ότι δεν μπορώ να προχωρήσω, αλλά θα μείνω εδώ έως το πρωί». Και έκαμε έτσι. Οι δε υπόλοιποι είπαν: «Ούτε εμείς θα προχωρήσουμε, αλλά θα καθίσουμε μαζί σου». Και κάθισαν έως το πρωί και δεν σκανδάλισαν τον αδελφό.
Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Ιωάννη, λέγοντας: «Τί να κάμω; Γιατί συχνά έρχεται κάποιος αδελφός να με πάρη σε εργασία και εγώ βασανισμένος είμαι και αδύναμος και κουράζομαι μ’ αυτό. Τί λοιπόν πρέπει να κάμω για την εντολή;». Και του αποκρίνεται ο γέρων και του λέγει: «Ο Χάλεβ είπε στον Ιησού του Ναυή: Σαράντα χρόνων ήμουν, όταν μας έστειλε από την έρημο ο Μωϋσής, ο δούλος του Κυρίου, εμένα και σένα σ’ αυτή τη χώρα. Και τώρα είμαι ογδόντα πέντε χρόνων. Όπως ήμουν τότε, έτσι και τώρα μπορώ να εισέλθω και να εξέλθω σε πόλεμο. Έτσι λοιπόν και συ, αν μπορής, όπως εξέρχεσαι, έτσι και να εισέρχεσαι, πήγαινε. Αν όμως δεν μπορής έτσι να κάνης, μένε στο κελλί σου, κλαίοντας τις αμαρτίες σου. Και αν σε βρούν να πενθής, δεν θα σε αναγκάζουν να εξέλθης».
Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Αφήσαμε το ελαφρό φορτίο, ήγουν το να κατηγορούμε τον εαυτό μας και βάλαμε στους ώμους μας το βαρύ, ήγουν το να δικαιώνουμε τον εαυτό μας».
Ήλθαν κάποτε μερικοί αδελφοί για να τον πειράξουν. Γιατί δεν άφηνε τον λογισμό του να περιπλανάται εδώ και εκεί ούτε μιλούσε για θέματα της παρούσης ζωής. Και του λέγουν: «Ευχαριστούμε τον Θεό, οπού έβρεξε εφέτος πολύ και ήπιαν οι φοινικιές και βγάζουν βλαστούς και βρίσκουν οι αδελφοί υλικό για το εργόχειρό τους». Τους λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Έτσι συμβαίνει με το Πνεύμα το Άγιο. Όταν κατεβή στις καρδιές των ανθρώπων, ανανεώνονται και ξαναβλασταίνουν μέσα στον φόβο του Θεού».
Ο ίδιος είπε: «Η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού είναι πάνω από όλες τις αρετές».
Είπε πάλι: «Ανέβαινα κάποτε τον δρόμο της Σκήτης με την πλεξούδα και ο καμηλιέρης μιλούσε προκαλώντας μου οργή. Άφησα, λοιπόν, όλα τα πράγματά μου και έφυγα».
Άλλοτε πάλι, κατά τον θερισμό, άκουσε έναν αδελφό να μιλά με οργή και να αποπαίρνει τον διπλανό του. Και αφήνοντας τον θερισμό, έφυγε.
Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι, καθώς ερχόταν από τον θερισμό ή επισκεπτόταν γέροντες, με την προσευχή και τη μελέτη και την ψαλμωδία περνούσε την ώρα του, ωσότου αποκαταστάθηκε ο λογισμός του στην τάξη την αρχαία.
Ο ίδιος βρισκόταν κάποτε στην εκκλησία και στέναξε, αγνοώντας ότι κάποιος άλλος ήταν πίσω του. Όταν το κατάλαβε λοιπόν, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά, δεν κατηχήθηκα ακόμη».
Ήλθε κάποτε ένας αδελφός στο κελλί του Αββά Ιωάννη κατά το βράδι, με την πρόθεση να μείνη για λίγο και ύστερα να φύγη. Και ενώ μιλούσαν για αρετές, έγινε πρωί και δεν το κατάλαβαν. Βγήκε υστέρα να τον ξεπροβοδίση. Και έμειναν μιλώντας έως τις έξη. Τον εισήγαγε πάλι στο κελλί και αφού έφαγε, έτσι ανεχώρησε.
Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ότι «φυλακή» σημαίνει το να μείνη τινάς στο κελλί και να μνημονεύη τον Θεό αδιάκοπα. Και ότι αυτό είναι το νόημα του «εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με».
***
Ήλθε ένας αδελφός να πάρη ζεμπίλια από τον Αββά Ιωάννη. Και βγαίνοντας, του λέγει ο γέρων: «Τί θέλεις, αδελφέ;». Και εκείνος είπε: «Ζεμπίλια, Αββά». Εισήλθε για να τα βγάλη, αλλά απολησμονήθηκε και κάθισε πλέκοντας. Πάλι ο άλλος έκρουσε. Και σαν βγήκε, του λέγει: «Φέρε το ζεμπίλι, Αββά». Εισήλθε, άλλα και πάλι κάθισε να πλέξη. Και πάλι ο άλλος έκρουσε. Και βγαίνει και τον ξαναρωτά: «Τί θέλεις, αδελφέ;». Και εκείνος: «Το ζεμπίλι, Αββά». Τον έπιασε τότε από το χέρι, τον πήγε μέσα και του είπε: «Αν ζεμπίλια θέλης, πάρε και πήγαινε. Γιατί εγώ δεν ευκαιρώ».
Ήλθε κάποτε ένας καμηλιέρης για να πάρη τα εργόχειρά του και να πάη σε άλλο τόπο. Και εκείνος, μπαίνοντας για να του φέρη την πλεξούδα, απολησμονήθηκε, έχοντας υψωμένο τον νου στον Θεό. Πάλι λοιπόν τον ενώχλησε ο καμηλιέρης, κρούοντας τη θύρα. Και πάλι ο Αββάς Ιωάννης, μπαίνοντας, απολησμονήθηκε. Και την τρίτη φορά, αφού έκρουσε ο καμηλιέρης, μπαίνοντας έλεγε: «Πλεξούδα – καμήλα, πλεξούδα – καμήλα». Και αυτό το έλεγε για να μη ξεχάση.
Ο ίδιος βρισκόταν σε ζέση πνευματική. Και κάποιος οπού τον επισκέφθηκε, επήνεσε το έργο του. Εκείνη την ώρα, ο γέρων έφτιαχνε πλεξούδα. Και σιώπησε. Πάλι ο άλλος του έκανε λόγο. Και πάλι αυτός σιωπούσε. Τη δε τρίτη φορά, λέγει στον επισκέπτη του: «Από τη στιγμή οπού εισήλθες εδώ, διώχνεις τον Θεό από μένα».
Ήλθε κάποιος γέρων στο κελλί του Αββά Ιωάννη και τον βρήκε να κοιμάται και Άγγελο στο πλάι του με ριπίδι να του κάνη αέρα. Και σαν το είδε αυτό, έφυγε. Μόλις δε σηκώθηκε, λέγει στον μαθητή του: «Ήλθε κάνεις εδώ, ενώ κοιμόμουν;». Του απαντά: «Ναι. Ο δείνα γέρων». Και κατάλαβε ο Αββάς Ιωάννης ότι των δικών του μέτρων ήταν εκείνος ο γέρων και είδε τον Άγγελο.
Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι ένας πνευματικός γέρων έγινε έγκλειστος και έβγαλε μεγάλο όνομα στην πόλη και είχε δόξα πολλή. Και τον ειδοποίησαν: «Κάποιος από τους αγίους βρίσκεται στα στερνά του. Πήγαινε να τον ασπαστής, πριν κοιμηθή». Και συλλογίστηκε μέσα του: «Αν βγω τη μέρα, θα τρέξουν γύρω μου οι άνθρωποι και θα μου κάμουν πολλή δόξα και θα χάσω την ειρήνη μου. Θα ξεκινήσω λοιπόν το βράδι, με το σκοτάδι ξεφεύγοντάς τους όλους». Βγήκε λοιπόν, σαν έπεσε το βράδι, από το κελλί του, επειδή ήθελε να μη τον πάρη είδηση κανείς. Αλλά να, από τον Θεό στέλνονται κάτω δυο Άγγελοι με φανούς, κάνοντας του φως. Έτσι όλη η πόλη πρόστρεξε, βλέποντας τη δόξα του. Και όσο νόμιζε ότι απέφευγε τη δόξα, τόσο πιο πολύ δοξάσθηκε. Σ’ αυτό το γεγονός εκπληρώθηκε το γραμμένο: «Πάς ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».