Ό πατέρας τής ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, αφιέρωσε τή ζωή του στή διάσωση τών παραδόσεων καί τών παραμυθιών τού λαού μας.

Γράφει ο Γρηγόρης Κεντητός
Τήν ώρα πού άλλοι έψαχναν τήν Ελλάδα στά ερείπια τής αρχαιότητας, ένας άνθρωπος τήν έψαχνε στή γιαγιά πού ευλογούσε τά παιδιά της, στό ξόρκι γιά τό μάτι, στό παραμύθι πουυ ψιθύριζε ή γριά δίπλα στή φωτιά.
Τό όνομά του ήταν Νικόλαος Πολίτης καί πίστευε κάτι ριζικά ανατρεπτικό:
ότι ή ελληνική ψυχή δέν είχε πεθάνει.
Απλώς είχε αλλάξει ρούχα.
Γεννήθηκε τό 1852 σέ ένα χωριό τής Μεσσηνίας. Από παιδί, δυεν έγραφε μόνο εκθέσεις. Έγραφε εφημερίδες. Έστηνε θεατρικές παραστάσεις στό σχολείο γιά νά βοηθήσει τούς Κρητικούς πρόσφυγες.
Στά δεκατέσσερά του πήγε νά πολεμήσει στήν Κρητική Επανάσταση.
Δέν τόν άφησαν.
Αλλά εκείνος ήξερε ήδη:
θά πολεμούσε αλλιώς.
Σπούδασε φιλολογία καί νομική στήν Αθήνα, καί μετά μέ υποτροφία στή Γερμανία.
Όμως γύρισε πίσω όχι γιά νά βρει τήν Ελλάδα τού Περικλή, αλλά γιά νά ακούσει τή φωνή τής γιαγιάς πού έλεγε:
«Όποιος καεί στό χυλό, φυσάει καί τό γιαούρτι».
Εκείνος ήξερε πώς δέν ήταν απλή φράση. Ήταν πολιτισμικό ίχνος, αρχαίο ένστικτο, κομμάτι από τήν αλυσίδα πού μάς συνέδεε μέ τούς προγόνους.
Ίδρυσε τή λέξη «λαογραφία».
Δέν υπήρχε.
Τή βάπτισε, γιά νά δώσει υπόσταση σέ αυτό πού οί άλλοι θεωρούσαν περιθώριο. Περπατούσε σέ χωριά, μιλούσε μέ γριές καί γέρους, κατέγραφε θρύλους, τραγούδια, παραδόσεις, παροιμίες.
Καί όλα τά έβλεπε όχι σάν γραφικότητες, αλλά σάν αποδείξεις. Ότι ό λαός θυμάται. Ακόμα κι όταν δέν τό ξέρει.
Τό 1882 έγινε καθηγητής μυθολογίας στου Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όχι γιά νά αναλύσει τόν Όμηρο. Αλλά γιά ναυ διδάξει πώς ή λαϊκή αφήγηση κρατάει ζωντανή τήν αρχαία σκέψη. Γιατί γιά τόν Πολίτη, ή γιαγιά πού μιλάει γιά τήν πεντάμορφη καί τόν δράκο, λέει στήν πραγματικότητα έναν μύθο τού Ησίοδου, άθελά της. Γιατί ή παράδοση δέν ξεχνά. Κρύβει.
Πίστευε ότι οί σύγχρονοι Έλληνες δέν ήταν μόνο απόγονοι τών αρχαίων στό αίμα – ήταν στόν λόγο, στήν πράξη, στό τραγούδι.
Ή αποστολή του δέν ήταν νά φτιάξει θεωρίες. Ήταν νά σώσει φωνές.
Νά περισώσει τή μνήμη πού έπαιρνε ό άνεμος. Ίδρυσε τό περιοδικό Λαογραφία, τό Λαογραφικό Αρχείο, καί συνέλεξε χιλιάδες κείμενα, παραδόσεις καί τραγούδια από κάθε άκρη τής Ελλάδας.
Κι όμως, δέν είχε τήν έπαρση τού πρωτοπόρου. Υπέγραφε άρθρα μέ αστεράκια, μει ψευδώνυμα, γιατί ένιωθε ότι τά λόγια του λαού ήταν πιό μεγάλα από τό δικό του όνομα. Όπως έλεγε:
«Δέν γράφω εγώ. Ακούω τόν λαό νά μιλά».
Ήξερε ότι ή αλήθεια δευν βρίσκεται μόνο στά μάρμαρα. Βρίσκεται καί στό πώς πλέκεις ένα καλάθι, στό πώς μαγειρεύεις τά Χριστούγεννα, στό πώς θρηνείς έναν νεκρό. Βρίσκεται στό σώμα, στή φωνή, στόν ρυθμό τής κοινότητας.
Δέν είναι θεωρία. Είναι πράξη.
Ό Νικόλαος Πολίτης έδωσε υπόσταση σέ έναν πολιτισμό πού όλοι αγνοούσαν.
Ήξερε ότι άν δέν καταγραφεί, θά χαθεί.
Καί άν χαθεί, θα είμαστε ένα έθνος χωρίς μνήμη.
Ένα σώμα χωρίς ψυχή.
Πέθανε τό 1921 από υπερκόπωση.
Δούλευε μέχρι τήν τελευταία του μέρα.
Όχι γιά φήμη.
Αλλά γιατί ήξερε πώς κάθε μέρα πού περνάει, πεθαίνει καί ένα τραγούδι πού δέν καταγράφηκε.
Κάθε γιαγιά πού φεύγει, παίρνει μαζί της έναν κόσμο.
Καί αυτός ό κόσμος έπρεπε νά σωθεί.
Δέν έγινε ήρωας τού έθνους. Δέν έχει αγάλματα.
Αλλά χάρη σέ αυτόν, γνωρίζουμε τί τραγουδούσε τό χωριό, τί ευχόταν ή μάνα στό παιδί της, πώς έδιωχναν τό κακό μάτι, πώς αγαπούσαν καί πώς πονούσαν. Χάρη σέ αυτόν, θυμόμαστε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου