«Χριστέ μου σε αγαπώ, Χριστέ μου σε αγαπώ». Αυτό ψέλλιζε ως προσευχή, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα της επιγείου ζωής του ο κ. Κωνσταντής μόλις λίγο πριν κοινωνήσει των θείων Μυστηρίων, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Με αυτό ζούσε και αυτό ανέπνεε, την θύμηση του ονόματος του Θεού. Σ’ αυτόν έβρισκε την εφαρμογή του το ψαλμικό «Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω» δηλαδή, η σκέψη μου γλυκαίνεται και όλος εγώ ευφραίνομαι όταν είμαι μαζί με τον Κύριο και Θεό μου. Ένας άνθρωπος όλος προσευχή, όλος ελεημοσύνη και φιλανθρωπία, όλος πνευματικότητα. Έκδηλος στην χαρά της συνάντησης, ακέραιος στο ήθος του, αυστηρός στην κριτική του, βαθύς στους στοχασμούς του, ταπεινός στο φρόνημά του, ένας καλός οικογενειάρχης, ένας αφοσιωμένος σύζυγος. Ρωμαλέος ψυχή τε και σώματι, περήφανος για τη ρωμηοσύνη του, νοσταλγός του μεγαλείου και της δόξας της. Κάθε κουβέντα μαζί του και ένα μάθημα ιστορίας, θεολογίας, υμνολογίας, λαϊκής σοφίας και χριστιανικής ηθικής.
Ο κ. Κωνσταντής ή ο παππούς, όπως συνηθίζαμε να τον αποκαλούμε, ήταν ψάλτης της Εκκλησίας του Χριστού. Ψάλτης και υμνητής του Χριστού, εθελοντής και ανάργυρος, ποτέ αμειβόμενος. Έψαλλε στον Θεό μετάρσιος και εκστασιασμένος. Πιστός και συνεπής στις ακολουθίες, παρών σε κάθε κάλεσμα, μετέχων σε κάθε νόημα, σε κάθε λόγο και μέλος. Βροντώδης και αρχοντική η φωνή του όσο και η ψυχή του. Πρώτιστο μέλημα πέρα από την ακρίβεια στη μελωδία, ήταν και υπερίσχυε ακόμα η ακρίβεια στο νόημα και στην έκφραση. Από τα ψαλλόμενα δεν παρέλειπε τίποτα. Μάλλον πρόσθετε για να ικανοποιήσει έστω και τον τελευταίο Άγιο της ημέρας, έστω και το τελευταίο τροπάριο στον Θεό του.
Άνθρωπος μεγάλης υπομονής και άσκησης, τήρησε στο έπακρο όσο κανένας άλλος το γνωστό ψαλμικό, «Ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω». Έψαλλε ακατάπαυστα, αδιάλειπτα, ακούραστα, με πάθος και με ζήλο μέχρι τελευταίας του πνοής. Δεν ήταν ο ψάλτης της καριέρας ή της πρωτοκαθεδρίας. Για χρόνια, δεκαετίες, ως δευτερεύων ψάλτης ποτέ δεν διεκδίκησε τροπάριο ή στίχο. Ίσως και να περνούσε αρκετός καιρός να του δοθεί έστω κάτι να πει. Κι όμως, χωρίς ίχνος ενόχλησης, όπως το παράδειγμα ασκητικών μορφών της Εκκλησίας, παρέμενε εκεί άφωνος και ατάραχος, για να μην σκανδαλίσει τους πιστούς, να μην φανεί ότι υπερίσχυσε ο εγωισμός της προσευχής του.
Μέχρι που όταν έμπιστα και ευλαβικά ακολούθησε τον πνευματικό, τον γέροντά του όπως τον αποκαλούσε π. Ευέλθοντα στον νεόδμητο Ναό του Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου και έλαβε το δικό του πλέον αναλόγιο ως Πρωτοψάλτης. Τότε μπόρεσε να εκτονώσει και να εκφράσει στο έπακρο όλο τον ψαλμικό πόθο και τον πλούτο της ψυχής και της γνώσης του. Κι όμως, ακόμα και τότε, ως ελεήμων διένειμε απλόχερα έως και προκλητικά σε όποιον τύγχανε δίπλα του αναγνώσματα και ψαλτικά μέλη, όχι ως άρχων αλλά ως απλός διακονητής και διαχειριστής του αναλογίου. Τόσο, που κάποιες φορές η άκρατος ψαλτική του φιλοξενία, δημιουργούσε και μικρές ασυνεννοησίες. Το θαυμαστότερο δε πάντων, ήταν όταν προέκυψε η παρουσία νέου ψάλτη ικανού στο ναό, και του παραχώρησε σκανδαλωδώς, χωρίς δεύτερη κουβέντα, με επιβολή και αμετάκλητη πεισμονή όλο το δεξιό αναλόγιο και πέρασε στην απέναντι θέση ως και πάλι δευτερεύων ψάλτης, χωρίς να διεκδικεί, χωρίς να αδημονεί, χωρίς να ταράζεται και να λυπεί. Ο υποφαινόμενος δηλώνω αιωνίως ευγνώμων προς αυτόν και ανάξιος της τόσης εμπιστοσύνης και αγάπης του.
Και όταν μετά από χρόνια κλήθηκε να υπηρετήσει και να στηρίξει νέες εκκλησιαστικές προσπάθειες και κινήσεις, όπως στο εξωκλήσι της Παναγιώτισσας, και πάλι ολοπρόθυμος, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, χωρίς να φείδεται χρόνου και κόπου στάθηκε δίπλα από νέους ιερείς και πρόσφερε μέχρι και την τελευταία ατμίδα της αναπνοής του. Έψαλλε ώρες ατελείωτες σε μακροσκελείς ακολουθίες, ασκητικές αγρυπνίες, καθημερινές και σχόλες, όρθιος, αγέρωχος, αλύγιστος, πάντα ενθουσιώδης και ζωντανός, ποτέ ασθμαίνοντας, ποτέ γογγύζοντας, ποτέ διαμαρτυρόμενος, πάντα πρόθυμος, πάντα διαθέσιμος, πάντοτε χαιρόμενος, αδιαλείπτως προσευχόμενος. Ασκούμενος στη υπακοή και διακονία των πατέρων και της Εκκλησίας. Ενσυνείδητα και πιστά.
Και όταν πλέον το γήρας τον καθήλωσε στο καροτσάκι, και οδήγησε τα βήματά του στο Φιλανθρωπικό Ίδρυμα ΚΕΠΑ, στον χώρο που αγάπησε από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, δηλώνοντας παρών σε κάθε κάλεσμα βοήθειας και προσφοράς είτε στα διάφορα προγράμματα είτε στην Ιεραποστολή, και εκεί πάλι μετά χαράς μεγάλης και ευχαριστίας συνέχισε να διακονεί ψαλτικά στο εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου και του Αγίου Χριστοφόρου. Καθήμενος στο αναπηρικό του καροτσάκι, με την φωνή του, την αναπνοή και το φως αργά να τον εγκαταλείπουν, έψαλλε με όλη τη δύναμη της μνήμης και της ύπαρξής του. Έψαλλε, έψαλλε, έψαλλε. Και ήταν τότε, πριν μερικούς μήνες, που για μόνη και μοναδική φορά, νίκησε ο πόθος την ταπείνωση, και ζήτησε σε κάποια από τις Λειτουργίες του Σαββάτου να ψάλλει το «Άξιον εστίν», μια συγκεκριμένη σύνθεση που πολύ αγαπούσε και που λίγοι από μας συνήθως ψέλνουν. Διότι, υπήρχαν κάποιοι ύμνοι ξεχωριστοί γι’ αυτόν και τον καταλάβαιναν όσοι τον παρακολουθούσαν προσεκτικά και τον παρατηρούσαν. Το καταλάβαινες από το ύφος του, από τη στάση του σώματός του, από τον τόνο της φωνής του, μα κυρίως από την κατάνυξη και την αλλαγή της θωριάς του κατά το τελείωμα του ύμνου. Μια διακριτική υπόκλιση και ένα σιγανό ψιθύρισμα στα χείλη για συγχώρεση και ευχαριστία προς τον Θεό, την Παναγία, τον Άγιο της ημέρας και του Ναού.
Ο κ. Κωνσταντής υπήρξε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένας σύγχρονος κοσμοκαλόγερος. Εξάλλου, αυτό υπέβαλλε κι ο ίδιος, επιλέγοντας να φέρει πάντα το καλογερικό το σκουφί ως ίδιον της ταυτότητάς του. Το καθημερινό του δρομολόγιο, από την εκκλησία στο σπίτι και από το σπίτι στην εκκλησία. Κι αν στο σπίτι τον έψαχνες θα τον έβρισκες είτε αφοσιωμένο στα διακονήματά του είτε βυθισμένο στη μελέτη πνευματικών και ψαλτικών βιβλίων. Μια αυθεντική καλογερική ζωή στον κόσμο. Μια μορφή χαρακτηριστική και χαραγμένη στις ψυχές όσων τον γνώρισαν και τον έζησαν. Μορφές που σήμερα όλο και σπανίζουν και εκλείπουν. Ο κ. Κωνσταντής ανήκει στην πάστα εκείνη των λιγοστών ανθρώπων του Χριστού και της εκκλησιαστικής παράδοσης, οι οποίοι αφανώς διαβιούν, αλλά αφήνουν πίσω τους ένα δυνατό αποτύπωμα και μια τεράστια πνευματική παρακαταθήκη.
Τολμώ δε να ομολογήσω, ως ταπεινό μέλος του ψαλτικού κόσμου, ότι αποτελεί όχι μόνο υπόδειγμα σώφρονα και ακέραιου ιεροψάλτη, αλλά και ένα αυστηρότατο κριτή. Ειδικά τώρα, κατά την αναχώρησή του για την ουράνιο πολιτεία, την οποία τόσο ποθούσε, η σφραγίδα της διακονίας και παρουσίας του στην Εκκλησία θα ελέγχει τις συνειδήσεις μας και τη στάση μας όχι μόνο απέναντι στη ψαλτική μας διακονία αλλά και στη ζωή μας ολόκληρη. Εξάλλου, ανέκαθεν, κάθε αναφορά στο όνομά του, στον παππού τον Κωνσταντή, έφερνε αμέσως στο μυαλό μας την εικόνα του και τον ήχο της φωνής του, το χαμόγελο, τη χαρά, τη λεβεντιά και την πνευματική αρχοντιά του. Ήταν, είναι και θα είναι μια σύγχρονη μορφή αυθεντικού ρωμιού της Κύπρου, κατ’ όνομα και κατ’ ουσίαν, μια μοναδική προσωπικότητα στους κόλπους της τοπικής Εκκλησίας.
Ο ψαλτικός κόσμος αγαπητέ κ. Κωνσταντή σε ευχαριστεί για το ήθος σου, το παράδειγμά σου και για την ευλογία της παρουσίας σου στη ζωή πολλών από μας. Δεν χρειαζόταν να πεις πολλά. Όπως γράφτηκε και κάποτε στο βιβλίο του γεροντικού, για μας αρκούσε μόνο το οράν σε, αρκούσε μόνο να σε βλέπει κανείς και να σε παρατηρεί, για να καταλάβει και να νιώσει ότι και εν ζωή ήδη είχες κινήσει για αλλού, ήδη ετοιμαζόσουν για το ταξίδι της αιώνιας ζωής, για τη συνάντηση με πολλούς αγαπημένους σου, συγγενείς, φίλους γνωστούς. Ομολογούσες ότι πεθυμούσες και νοσταλγούσες τον πνευματικό και γέροντά σου π. Ευέλθοντα και την αγαπητή σου Πρεσβυτέρα Ανδρούλα, αλλά παρά τη λύπη, παραδεχόσουν ότι κατά βάθος τους ζήλευες που έφυγαν και ευφραίνονταν πριν από σένα την συνάντησή τους με τον Χριστό.
Γι’ αυτό, επιτρέψετέ μου πέρα από όλη την παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του, όπως την αρετή της μεγάλης του φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, την αφιλοκερδή, εθελοντική και την άοκνη προσφορά του στην Εκκλησία, από τον κ. Κωνσταντή να κρατήσω πάνω απ’ όλα την ομολογία της πίστης και αγάπης του για τον Χριστό. Το «Χριστέ μου σε αγαπώ» θα αντηχεί για πάντα μέσα μου συγκλονιστικά και ελεγκτικά, όπως κάθε φορά που τον άκουγα να το λέει και να το εκφράζει με το βλέμμα του.
Κι αν ο κ. Κωνσταντής αύξησε, πολλαπλασίασε και διέδωσε το τάλαντο που του χάρισε ο Θεός, αυτό δεν έγινε από φόβο, ούτε για να κερδίσει και να απαιτήσει από τον δωρεοδότη Χριστό την ανταπόδοση και την ανταμοιβή. Το έπραξε, όπως οι πατέρες ερμηνεύουν τέτοια παραδείγματα, ως γνήσιο τέκνο Του Θεού, ως Υιός του πραγματικός, ως αγαπών Αυτόν και μόνον. Το κίνητρό του ήταν η μεγάλη του αγάπη για τον Χριστό, την Εκκλησία και τους συνανθρώπους του, το οποίο κατά τον ίδιο το Χριστό είναι το μείζον και μένον.
Ευχόμαστε και προσευχόμαστε, λοιπόν, ο Θεός των ζωντανών και όχι των νεκρών, ο εσταυρωμένος και αναστημένος Χριστός να υποδεχτεί την ψυχή του ταπεινού του δούλου Κωνσταντίνου και να τον ευφραίνει με την αγάπη Του και να τον επισκιάζει με το φως του προσώπου Του στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου