Νά ’μουνα πικρονερατζιά, πικρή νερατζοπούλα, να πήγαινα να φύτρωνα στη μέση του πελάγου, ν’ αγνάτευα τα κάτεργα που πάν’ και δε γυρίζουν. Ο κυρ-Βοριάς παρήγγειλε ούλω των καραβιώνα: – Καράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που γυρνάτε, γυρνάτε στα λιμάνια σας, για θέλω να φυσήξω. Μα ένα καράβι μπρούτζινο δε θέλει να μαϊνάρει. – Δε σε φοβούμαι, κυρ-Βοριά, φυσήξεις, δε φυσήξεις. Έχω αντένες μπρούτζινες, κατάρτια σιδερένια, έχω και δυο ναυτόπουλα που τους καιρούς γνωρίζουν. Τό ’να γνωρίζει αποβραδίς, τ’ άλλο το μεσονύχτι.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου