Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Από την χούντα των Συνταγματαρχών στην «χούντα των Μητσοτακικών»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης



Καθώς η υβριδική, αυταρχική δικτατορία του Κυρ. Μητσοτάκη οδεύει προς την συμπλήρωση επταετίας, συναγωνιζόμενη την επταετία της στρατιωτικής δικτατορίας που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα την 21η Απριλίου 1967, αξίζει να μελετηθεί το πόνημα του Χαρίτωνος Κοριζή με τίτλο «Το αυταρχικό καθεστώς 1967-1974, Δομή – λειτουργία – διδάγματα», το οποίο εξεδόθη έναν χρόνο μετά την πτώση της χούντας των Συνταγματαρχών.



Χαρίτων Κοριζής

Ο συγγραφέας (1927-1987), ο οποίος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (δίδαξε Πολιτική Ιστορία και στο Πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης)¹, στα προλεγόμενα του σπάνιου βιβλίου του γράφει προφητικά ότι:

«Ο ελληνικός λαός, λένε, ξεχνάει γρήγορα. […] Η ελευθερία και η δημοκρατία ήταν το όνειρο των Ελλήνων στην επτάχρονη αυταρχία. Από τον ελληνικό λαό σαν σύνολο και από τον κάθε Έλληνα σαν άτομο εξαρτάται αν στη χώρα που γεννήθηκε η δημοκρατία θα ξαναδύσει ο ήλιος της ελευθερίας».

Δυστυχώς, ο ελληνικός λαός δεν φρόντισε να διδαχθεί από το αυταρχικό παρελθόν της χούντας των Συνταγματαρχών του 1967, ώστε να αποκτήσει τα απαραίτητα αντισώματα ενάντια στην «χούντα των Μητσοτακικών» της περιόδου 2019-2025.

Έτσι, επί κορωνοϊού επιτρέψαμε να ποδοπατήσει η Νέα Δικτατορία το πρόσωπό μας, να συνθλίψει την αξιοπρέπειά μας και να εξολοθρεύσει ένα τμήμα του ελληνικού λαού, στέλνοντάς το παραπλανητικά ή εκβιαστικά στην ηλεκτρική καρέκλα των πειραματικών εμβολιαστικών κέντρων, δηλ. των σύγχρονων υγειονομικών στρατοπέδων συγκέντρωσης μελλοθανάτων².

Κι αφού έληξε (προσωρινά;) η υγειονομική δικτατορία, την σκυτάλη πήρε η ηλεκτρονική δικτατορία, η οποία, αν δεν αναχαιτισθεί, θα οδηγήσει τον «ήλιο της ελευθερίας» στην αμετάκλητη «δύση» του.

Η «δύση» της ελευθερίας μας δεν θα οφείλεται μόνο στις Ηλεκτρονικές Ταυτότητες και τον Προσωπικό Δαιμοναριθμό, αλλά γενικότερα στον μηχανισμό οπτικοακουστικής παρακολούθησης κάθε πολίτη μέσω καμερών και λογισμικών Τεχνητής Νοημοσύνης, που στρώνουν το χαλί για να παγιωθεί το χάλι της καθολικής και διαρκούς επιτήρησης του πληθυσμού.



Oι ολοκαίνουργιες, τεχνολογικά εξοπλισμένες, οργουελικές κάμερες που στήθηκαν προσφάτως σε κεντρικό σημείο του Πειραιά

Όπως προαναγγέλλει ο Κοριζής στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του:

«θεωρήθηκε σκόπιμο να διατυπωθούν συγκεκριμένα διδάγματα από την επτάχρονη περιπέτεια. Στόχος είναι η ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών, η άμυνα κατά αυταρχικών επιβουλών, η προώθηση της συναισθήσεως ευθύνης και υποχρεώσεως συμμετοχής του απλού ανθρώπου, όλων των πολιτών στην πολιτική διαδικασία και στην υπεράσπιση της δημοκρατίας».

Ανάμεσα στις ωφέλιμες επισημάνσεις του συγγραφέως συγκαταλέγονται οι ακόλουθες:

«Τα γεγονότα της 21ης Απριλίου καλύπτουν απόλυτα τον ορισμό του πραξικοπήματος», διότι «τμήμα φορέα δυνάμεως κατέλαβε βίαια την εξουσία και άσκησε αυτή χωρίς ριζικές αλλαγές, χωρίς διαρθρωτικές μεταβολές».

«Κατά τα χρόνια 1946-1949, η ένοπλη σύγκρουση με ξενική υποστήριξη αποτέλεσε νέα τροχοπέδη, μεγάλωσε τις αποστάσεις, ενίσχυσε τις ψυχώσεις και τους φανατισμούς, βοήθησε στην πολιτική καπηλεία και διαστροφή. […] Ανάμεσα στις μυλόπετρες του κομμουνισμού και του αντικομμουνισμού συνθλίφτηκαν αγαθές προθέσεις συντηρητικής ή προοδευτικής ανανεώσεως της ζωής της χώρας».

«Η προσήλωση σε ξένες δυνάμεις ομάδων Ελλήνων βοήθησε αφ’ ενός στην ενίσχυση της νοθεύσεως της πολιτικής ζωής, αφ’ ετέρου στην ανάμιξη –έμμεσα ή άμεσα– ξένων υπηρεσιών στην ελληνική πολιτική. [...] Η εμπειρία των ξενικών κομμάτων (1825-1855) –για να αναφερθούμε στις πρώτες δεκαετίες της νέας ελληνικής ιστορίας– δεν δίδαξε τους Έλληνες».

«Παράλληλα, οι πολιτικές δομές δεν ανανεώθηκαν, δεν εκσυγχρονίστηκαν. Τα πολιτικά κόμματα συνέχισαν να είναι δέσμια προσωποποιήσεως της πολιτικής ζωής και του κλίματος των σχέσεων πελατείας μεταξύ βουλευτού και ψηφοφόρων».

Στο σημείο αυτό, ο Κοριζής επικαλείται την τοποθέτηση του πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη στο βιβλίο του «Η αλήθεια για τους Έλληνες πολιτικούς» (1971, σελ. 80) που έγραψε μεσούσης της δικτατορίας:



«Ένας αριθμός ψηφοφόρων συνήθιζε να καταφεύγη στον βουλευτή ή τον πολιτευτή της περιοχής ζητώντας προσωπικές εξυπηρετήσεις. Και ήταν τις περισσότερες φορές το αίτημα η ανάγκη να εισαχθή ο ίδιος ή συγγενής του στο νοσοκομείο ή ο διορισμός του σε κάποια θέση... κατέφευγαν στον βουλευτή, που με τις ενέργειές του έπρεπε να αναπληρώση την έλλειψη κοινωνικής πολιτικής».

O Κοριζής συνεχίζει:

«Από τα μέσα του 1965 έχουμε τις βασιλικές κυβερνήσεις που στηρίζονταν στη διάσπαση των πολιτικών παρατάξεων. Βαθιά πολιτική κρίση κυριαρχούσε εκείνα τα χρόνια. Συνειδήσεις είχαν διαφθαρή, φανατισμοί είχαν διογκωθή, διαδηλώσεις απέβλεπαν σε επιβολή πολιτικών αποφάσεων, σύγχυση και ρευστότητα επικρατούσαν. Δεν ήσαν μόνο οι πολιτικές και κοινωνικές δομές που προετοίμασαν την επικράτηση της ομάδας των στρατιωτικών τον Απρίλιο 1967, αλλά επιπλέον η πολιτισμική διάβρωση στηριζόταν σε σαθρές ρίζες-ιδανικά, παιδεία, πνευματική ζωή. Η πιο σημαντική κρίση ήταν κρίση ανθρώπων. Των ηγετών κυρίως και των απλών Ελλήνων κατά δεύτερο λόγο».

Στην σελίδα 26 του βιβλίου του, ο Κοριζής καταγράφει ένα απόφθεγμα που συμβάλλει στο να συνειδητοποιήσουμε πόσο ουτοπική και ανεδαφική είναι η θεωρία της μηδενικής ανοχής³ ή, σε παρεμφερή διατύπωση, του «Νόμου και της Τάξης» (πρβλ. το προπαγανδιστικό σλόγκαν της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη: «νομιμότητα παντού»):

«Η ζωή των λαών αποτελεί εναλλαγή μεταξύ νηνεμίας και κρίσεων. Η απόλυτη ηρεμία επικρατεί μόνο στα νεκροταφεία».

Αντιστοίχως, θα λέγαμε, η ζωή των πολιτών αποτελεί μια τέτοια εναλλαγή.

Καθημερινότητα χωρίς αταξίες, παραβάσεις και εγκλήματα ταιριάζει μόνο σε κοινωνικά νεκροταφεία δυστοπικής απόχρωσης.

Χαρακτηριστικό και άκρως διδακτικό για την σημερινή «χούντα των Μητσοτακικών» είναι και το ακόλουθο χωρίο από το μελέτημα του Κοριζή:

«Τα επιχειρήματα των πραξικοπηματιών περί επικείμενης τότε κομμουνιστικής επαναστάσεως δεν αποδείχθηκαν. Οι ιστορίες με τον μεγάλο αριθμό φορτηγών αυτοκινήτων με όπλα και αποδεικτικό υλικό –που είχε διατυμπανίσει τότε η προπαγάνδα– παρέμειναν μύθοι. Η τεχνική του ψεύδους και της απάτης, της παραποιήσεως και της παραπλανήσεως, της υποσχέσεως και της μακρινής ελπίδας καλλιεργήθηκαν με μεγάλη φαντασία και ωμότητα κατά την επταετία. Ούτε ενώπιον χάους, ούτε ενώπιον αναρχίας βρισκόταν η Ελλάδα το 1967. Το χάος, η αναρχία και η εθνική καταστροφή απείλησαν τη χώρα με την επταετή “διακυβέρνηση” του στρατιωτικού καθεστώτος. Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 ξύπνησαν οι Έλληνες ακούγοντας από τα ραδιόφωνα το διάταγμα εφαρμογής της καταστάσεως πολιορκίας, διάταγμα που δήθεν είχε υπογραφή από τον βασιλέα και την κυβέρνηση. Η πρώτη επίσημη πράξη, το πρώτο επίσημο ψέμα. Ο Κωνσταντίνος ήταν άβουλος αιχμάλωτος των πραξικοπηματιών και ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος και οι περισσότεροι υπουργοί είχαν συλληφθή. Με λαθροχειρία “τακτοποίησαν” οι πραξικοπηματίες και το θέμα αυτό. Εδημοσίευσαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως προγενέστερο το βασιλικό διάταγμα περί διορισμού του Κ. Κόλλια σαν πρωθυπουργού και μετά το διάταγμα με το οποίο ετίθετο εις εφαρμογήν καθ’ άπασαν την Επικράτειαν ο νόμος περί καταστάσεως πολιορκίας, ώστε να φαίνεται σαν υπογεγραμμένο κανονικά από την κυβέρνηση Κόλλια».



Κωνσταντίνος Κόλλιας: Πρώτη σειρά, δεύτερος από αριστερά

To κοινό DNA της χούντας των συνταγματαρχών και της «χούντας των Μητσοτακικών» είναι προφανές:

Όπως το 1967, έτσι και το 2025 η κυβέρνηση της Νέας Δικτατορίας «πυροβολεί» τα μυαλά των Νεοελλήνων με τις ψυχοπνευματικές σφαίρες της προπαγάνδας, λέγοντας αμέτρητα ψέματα (κορυφαίο όλων η δήθεν μη-συγκάλυψη στα Τέμπη) και αξιοποιώντας εκφοβιστικά ψευτοδιλήμματα του τύπου «Μητσοτάκης ή χάος».

Περαιτέρω, ο Κοριζής σημειώνει:

«Η ομάδα Παπαδόπουλου κυριάρχησε με το σχήμα της κυβερνήσεως του εισαγγελέα του Αρείου Πάγο Κ. Κόλλια, εκλεκτού του βασιλέα. Στην κυβέρνηση αυτή συμμετείχαν μεταξύ άλλων τέσσερις δικαστικοί και πέντε στρατιωτικοί».

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι και εν έτει 2025 οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί δείχνουν συχνά πρόθυμοι να στηρίξουν την «χούντα των Μητσοτακικών», αρνούμενοι να προασπίσουν το Σύνταγμα και να προστατεύσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των πολιτών.

Η νομική ευλογία του υποχρεωτικού-πειραματικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού, της (κατ’ ουσίαν) απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων και του γάμου των ομοφυλοφίλων είναι τέσσερα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα κουρελοποίησης του ελληνικού Συντάγματος με την σύμπραξη του του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Στην σελ. 51 του βιβλίου του, ο Κοριζής αναδεικνύει μια μελέτη περί φασισμού, σύμφωνα με την οποία:

«η έννοια φασισμός καλύπτει άκρες εθνικιστικές κινήσεις με αυταρχική ιεραρχική διάρθρωση, αντιφιλελεύθερη, αντιδημοκρατική και αντισοσιαλιστική ιδεολογία, που εγκαθίδρυσαν ή απέβλεπαν να εγκαθιδρύσουν αυταρχικές ή ολοκληρωτικές κρατικές συγκροτήσεις».

«Κάποιοι συγγραφείς», συνεχίζει ο Κοριζής, «τονίζουν ορισμένα επί πλέον χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων: την παρουσία μοναδικού κόμματος με τη μορφή κόμματος μαζών, την αναγκαία λαϊκή υποδομή και γενικά την υποστήριξή του από μάζες, την ανάπτυξη προπαγάνδας σύγχρονου χαρακτήρα».

Ο Κοριζής συμπληρώνει:

«Ο φασισμός ζητά διαρκή εγρήγορση των πολιτών. Το μοναδικό κόμμα –έκφραση κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος– είναι ο οργανωτής, ο προπαγανδιστής, ο τρομοκράτης του φασιστικού καθεστώτος. Το “κόμμα του κράτους” μονοπωλεί την πολιτική δραστηριότητα, με την αυταρχική του διάρθρωση και τον αρχηγό επικεφαλής αποβλέπει να αποτελέσει τον ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ εξουσίας του λαού ή και την πηγή της εξουσίας».

Σε μια υποσημείωση του βιβλίου του, ο Κοριζής αναφέρεται στον Γκαίμπελς, ο οποίος στον λόγο που είχε εκφωνήσει την 7η Σεπτεμβρίου 1938 είχε δηλώσει ότι μεταξύ των τεχνών διακυβερνήσεως ενός λαού η προπαγάνδα ανήκει στην πρώτη σειρά και ότι η προπαγάνδα ήταν το πιο αιχμηρό όπλο των εθνικοσοσιαλιστών.



Ο συγγραφέας επικαλείται ακόμη την θέση του Jacques Driencourt, La propagande nouvelle force politique, Paris 1950, σελ. 154 επ., σύμφωνα με τον οποίο:

«η προπαγάνδα στον φασισμό –όπως και σε κάθε αυταρχικό καθεστώς– είναι υποχρεωτική και σταθερή πολιτική λειτουργία, επιτρέπει την κατάκτηση της εξουσίας και στη συνέχεια την νομιμοποίησή της».



Επικεντρώνοντας την προσοχή του στην προπαγάνδα που χρησιμοποιούσε το στρατιωτικό καθεστώς, ο Κοριζής αποφαίνεται ότι:

«απέτυχε σ’ όλους τους τομείς. Απέτυχε στην ιδεολογική επένδυση της πολιτικής, στη διατύπωση συνθημάτων, στον έλεγχο του τύπου, στη χρησιμοποίηση της τηλεοράσεως και του ραδιοφώνου, στην ενορχήστρωση του θεάτρου και του κινηματογράφου, στην αντιμετώπιση της προπαγάνδας κατά της δικτατορίας στο εξωτερικό. Οι στρατιωτικοί της 21ης Απριλίου αμφισβητούσαν την ικανότητα του ανθρώπου να σκεφθή λογικά, υποτιμούσαν τις δυνατότητες ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων. Δεν μπορούσαν να κινηθούν στον χώρο της δημοσιότητας, περιφρονούσαν τη δημοκρατία, τους δημοσιογράφους, την κοινή γνώμη. Με μεθόδους του “ψυχολογικού πολέμου” που είχαν διδαχθή από στον στρατό, με συνθηματολογία του “συμμοριτοπολέμου”, με τους “διαφωτιστάς” των στρατιωτικών σχολών ήταν εκτός πραγματικότητας, μακριά από κάθε μορφή σύγχρονης προπαγάνδας. Γενικά οι στρατιωτικοί δεν είναι ενδεδειγμένοι για προπαγάνδα, δυσπιστούν στις δυνατότητες της χρησιμοποιήσεως του λόγου σαν μέσου πειθούς και στις δυνατότητες ψυχολογικής επεξεργασίας μαζών. Συνήθως η αγωγή και η νοοτροπία τους είναι αντίθετη».



Εν τέλει, διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι το ελληνικό σύστημα της επταετίας δεν ήταν φασιστικό, γιατί δεν ανέβηκε στην εξουσία με τη βοήθεια μαζικής κινήσεως, ούτε είχε εντάξει και ιδεολογικά διαβρώσει την κοινωνία με τη βοήθεια μαζικών οργανώσεων.

Όποιος, αντιστοίχως, αποφανθεί ότι η «χούντα των Μητσοτακικών» δεν είναι φασιστικού τύπου, θα πρέπει, πάντως, να παραδεχθεί ότι υπάρχουν έκδηλα κάποια φασιστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι η αδιάκοπη άσκηση προπαγάνδας, η φανατική υποστήριξη του καθεστώτος Μητσοτάκη από ένα κομμάτι της μάζας του ελληνικού λαού, που υπολαμβάνουν ότι αυτή η υβριδική μορφή δικτατορίας θα αποτρέψει την επανεμφάνιση «ερασιτεχνικών» κυβερνήσεων τύπου Τσίπρα, οι οποίες προπαγανδίζεται ότι θα προκαλέσουν κοινωνικο-οικονομικό χάος, αλλά και η διαμόρφωση ενός de facto μονοκομματικού καθεστώτος, στο μέτρο που τα υπόλοιπα κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου υποδύονται την αντιπολίτευση, ενώ στην πραγματικότητα στηρίζουν κάποια κεντρικά αφηγήματα που ως κοινό παρονομαστή έχουν την τυφλή προώθηση της νεοταξίτικης ατζέντας.

Αναμφισβήτητα, όμως, όπως η χούντα των συνταγματαρχών, έτσι και η «χούντα των Μητσοτακικών» είναι μια αυταρχικού τύπου δικτατορία.

Ο Κοριζής γράφει για το καθεστώς της 21ης Απριλίου ότι:

«Η διακυβέρνηση ήταν αυταρχική και συγκεντρωτική, απέβλεπε στην μονοπώληση της πολιτικής δυνάμεως».

Η θέση ότι και η «χούντα των Μητσοτακικών» αποτελεί αυταρχικό καθεστώς βρίσκει σημαντικό έρεισμα στο ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Κοριζή:

«Στο αυταρχικό καθεστώς μπορεί να κυβερνά και να επικρατεί απόλυτα ένα άτομο, μια ομάδα, μια επιτροπή, μια συνέλευση ή μια κάστα ανθρώπων. Η έννοια της αυταρχικότητας εκδηλώνεται απόλυτα σ’ όλη την κυβερνητική και κρατική οργάνωση, χωρίς όμως να εκτείνεται στην κοινωνική διάρθρωση και στην πολιτισμική ζωή. Ο κύριος στόχος του αυταρχισμού είναι η πολιτική κυριαρχία. Αυταρχικά καθεστώτα ενδέχεται να κυβερνούνται με αυταρχικά συντάγματα, ψευτοδημοκρατικά, δημοκρατικά, που δεν εφαρμόζονται ή άρθρα τους βρίσκονται σε αναστολή ή, τέλος, χωρίς καθόλου συντάγματα. Στην εποχή μας αποβλέπουν να διατηρούν κάλυμμα “νομιμότητας” και “συνταγματικότητας”, ομιλούν στο όνομα του “λαού”, αποβλέπουν να εφαρμόσουν την “αληθή δημοκρατία”, πιστεύουν στη “λαϊκή κυριαρχία”, συζητούν ακόμη και για “σοσιαλισμό”, συνηθέστερα όμως για “κοινωνική δικαιοσύνη” και “κοινωνική ισότητα”».

Οι τελευταίες δύο προτάσεις χτυπούν ηχηρό καμπανάκι αυταρχισμού:

Η Ελλάδα διαθέτει μεν Σύνταγμα, αλλά, όπως ήδη τονίσθηκε, έχει κουρελοποιηθεί μετά την κατ’ επανάληψιν κατάλυσή του, η οποία νομιμοποιήθηκε ισαρίθμως από τα ανώτερα δικαστήρια της χώρας.

Επίσης, οι αυταρχικοί κυβερνώντες επικαλούνται συνεχώς και προσχηματικώς τα γλωσσικά κενοτάφια της «νομιμότητας παντού», του «σεβασμού» του Συντάγματος και της «λαϊκής κυριαρχίας», της προάσπισης της «δημοκρατίας» και της διακυβέρνησης με στόχο την δήθεν καθολική «δικαιοσύνη» και «ισότητα».

Ολοκληρώνοντας το δοκίμιό του, ο Κοριζής γράφει (σελ. 131):

«Το καθεστώς της επταετίας απόδειξε ότι στηρίχθηκε στα κατώτερα ένστικτα υπανθρώπων για να λυγίσει την ανθρωπιά. Η αυταρχικότητα, η ανελευθερία αποτελούν ένα σύνολο θεσμών, αντιλήψεων, νοοτροπίας και συμπεριφοράς. “Ιδεολογία” και έκφραση των αυταρχικών καθεστώτων αποτελούν η υποτίμηση, η περιφρόνηση του ανθρώπου. Απόρροια είναι η καταπάτηση της ελευθερίας, η συντριβή της προσωπικότητας. Δημιουργήματα και αποτέλεσμα είναι οι αυθαιρεσίες και τα βασανιστήρια».

Με τα βασανιστήρια που βιώσαμε στην εποχή της υγειονομικής δικτατορίας, με την στάση που κράτησε η «χούντα των Μητσοτακικών» απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών, αλλά και με το διαρκές μαρτύριο που μας περιμένει στην αυγή της ανελέητης ψηφιακής επιτήρησης μέσω των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων, του Προσωπικού Δαι-Μοναδικού Αριθμού καθώς και των τεχνολογικών συστημάτων παρακολούθησης της κίνησης και της συμπεριφοράς οδηγών και πεζών, οι διατηρούντες σώας τας φρένας και καθαρή την καρδία εύκολα μπορούν να αναγνωρίσουν ότι το καθεστώς της ελληνικής επταετίας του 21ου αιώνα είναι αυταρχικό, φλερτάροντας με τον ολοκληρωτισμό.

Μια νότα αισιοδοξίας για την λύτρωσή μας από την επανάληψη μιας νέας χουντικής επταετίας, αυτήν την φορά κατά την διάρκεια της τρίτης δεκαετίας του 21ου (απατ)αιώνα, με δικτάτορες που δεν φορούν στρατιωτικές στολές αλλά κοστούμια και γραβάτες, χρώματος γαλαζοπράσινου, είναι γραμμένη στην σελίδα 134 του βιβλίου του Χαρίτωνος Κοριζή:

«Η πιο ασταθής κυβέρνηση είναι η αυταρχική κυβέρνηση. Μπορεί να πέσει οποιαδήποτε στιγμή».



Κι ένα δεύτερο απόφθεγμα που μπορεί να μας κάνει να αναθαρρήσουμε είναι γραμμένο στην ίδια σελίδα:

«Στην τυραννία δεν ξέρει κανείς ποιοι είναι πιο ανασφαλείς, οι τυαννούμενοι ή οι τύραννοι!».



Το απόφθεγμα αυτό ας συνδυασθεί με εκείνο που είναι γραμμένο στην σελ. 141:

Δεν υπάρχουν σχόλια: