-ΓΕΡΟΝΤΑ ΝΑ ΚΑΜΟΥΜΕ μία Λειτουγία στοῦ Ἁγίου Φανούρη; Τὸ’χω τάξιμο.
-Καὶ τὸ ρωτᾶς; Γιὰ πότε θέλετε;
-Τὴν Τετάρτη μπορεῖτε;
Εἶναι τοῦ Ἄη Γιάννη ἡ Σύλληψις,βεβαίως!
Ὅμως ἡ Θ.Λειτουργία ἔμελε νὰ ἀναβληθεῖ ἕνεκεν τῆς προσφάτου ἐντόνου βροχόπτωσεως, ἀφοῦ τὸ Ἐκκλησάκι τοῦτο εἶναι ἰδιόκτητο καὶ εὑρίσκεται ἐντὸς μίας μικρῆς αὐλῆς στὸ παλαιο Ἀνάπλι. Οὕτως ἐκ τῶν πραγμάτων οἱ φιλακούλουθοι θὰ ἐκάθηντο ἐντὸς τῆς αὐλῆς καὶ θὰ ἐβρέχοντο.
Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρας ἐσυνάντησα τὴν φιλέορτο κυρία καὶ μοῦ ἐξαναζήτησε νὰ λειτουργήσουμε τὸ δίχως ἄλλο τὴν ἐρχόμενη Τρίτη.
-Τί καὶ ἂν βρέξει καὶ πάλι, τ’όχω τάξιμο, θὰ φέρω καὶ μία μεγάλη ὀμπρέλα καὶ ἂς καθίσουμε ὅλοι ἀπο κάτω νὰ ψάλλουμε.
Ἐθαύμασα τὴν φιλοτιμία της καὶ ἐκλείσαμε τὴν Θεία Λειτουργία γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωρητοῦ.
Δὲν εἶχε φέξει ἀκόμη, τέλος Σεπτέμβρη καὶ ἡ ἡμέρα εἶχε ἀρχίσει ἤδη νὰ φθίνει καὶ ἐξὶ μιση ὥρα τὸ πρωὶ ἦτο ἀκόμη νύξ.
Τὰ γιασεμιὰ ποὺ εἶχαν φτιάξει αὐτοσχέδια καμάρη εἰς τὰ σοκάκια τ’Αναπλιού σὲ μεθοῦσαν φιλόξενα μὲ τὴν γλυκυτάτη εὐωδία τους σὰν διάβαινες ἀπὸ κάτω.
Ἔφθασα εἰς τὴν ἐξώπορτα τῆς παραδοσιακῆς οἰκίας κουβαλῶντας μαζὶ τὰ Ἱερὰ καὶ τὴν Στολήν μου, ὅμως παραδόξως παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις τῆς Κυρίας ποὺ ἔκαμε τὸ τάξιμο ἡ πόρτα ἦτο κλειστή. Ἀπ’έξω μάλιστα περίμεναν ἄλλαι δύο φιλακόλουθαι κυρίες ἀναβαστῶντας μὲ ὑπομονὴ ἐντὸς τοῦ σκότους τις Φανουρόπιτες καὶ τὶς ἀρτοκλασίες διὰ τὴν Θεία Λατρεία.
-Καλημέρα σας, τί γίνεται; Κλεισθήκαμε ἔξω;
Ἀφοῦ μοῦ ἀπέτειναν μὲ σέβας τὸν χαιρετισμό μου εἶπαν ἀγανακτισμένες
-Χάλασε ἡ πόρτα καὶ ἡ Παναγούλα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνοίξει. Θὰ πρέπει νὰ κάνουμε τὸν κόπο νὰ μποῦμε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ σπιτιοῦ μέσα εἰς τὴν αὐλή.
-Ἔμμ... τὰ βλέπετε; αὐτὰ ἔχουν οἱ ἐξοχικὲς Λειτουργίες, ἐμονολόγησα, λησμονῶν πρὸς στιγμήν, ἐκ τοῦ ἀπροόπτου, τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὰ τερπνὰ παρεκκλήσια.
Σοῦ λένε πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε στὸ τάδε ἐκκλησάκι, μὰ ξέρουν οἱ εὐλογημένες δὰ πὼς πρέπει νὰ κάμει ὁ Παπᾶς ὁλόκληρη μετακόμιση καὶ νὰ νὰ βρίσκεις καὶ ἀπὸ πάνω τις πόρτες κλειστές !
Ἄντεστε λοιπὸν νὰ παμε σιγά-σιγά ἀπὸ γύρω νὰ κτυπήσουμε τὸ κουδούνι νὰ μᾶς ἀνοίξει ἡ νοικοκυρά, ἂν καὶ ντρέπομαι τέτοια ὥρα.
Ἡ κύρια θύρα τῆς οἰκίας ἦτο εὐτυχῶς ἀνοικτὴ καὶ εἰσήλθαμε στὸ παραδοσιακὸ ἀρχοντικὸ ὅπου μᾶς ἐπερίμενε καὶ μᾶς ἐχαιρέτησε φιλοφροσύνως ἡ Κυρία Θεοδοσία. Κατόπιν εἰσήλθαμε σιωπόντες ἐντὸς τῆς αὐλῆς ὅπου ἡ φιλέορτος Παναγούλα ἔφτιαχνε τὰ τραπεζάκια γιὰ τὶς ἀρτοκλασίες καὶ τὶς Φανουρόπιτες ποὺ θὰ ἔφερναν ἐντὸς ὀλίγου καὶ ἄλλαι εὐσεβεῖς ἀμνάδες γιὰ νὰ τιμήσουνε τὸν πολυπαθῆ καὶ θαυματουργὸ Ἅγιο Φανούρη.
-Ἄντε βρὲ κυρά- Γιούλα , τί ἔγινε; χάλασε τὸ κλειδὶ τέτοια μέρα; Φέρτο νὰ δοκιμάσω μήπως καὶ ἀνοίξει.
Πῆρα τὸ μεταλικὸ κλειδὶ τὸ σταύρωσα καὶ ἀφοῦ τὸ γύρισα ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριά, συνήθεια γνωστὴ εἰς τοὺς μεγαλυτέρους στ’Ανάπλι, παραδόξως ἡ κλειδαριὰ ἄνοιξε πρὸς ἱκανοποίηση καὶ ἀναφώνηση ὅλων μας.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὴν μικρὴ ἀσβεστωμένη καὶ περιποιημένη αὐλή , θωροῦσες ἐντὸς διασπάρτων πορφυρῶν τριανταφύλλων δύο ὑψηλόκορμες λεμονιὲς περιτριγυρισμένες στοργικά, δίκην ἀγκάλης,από ὑψηλα ἀραχνοειδῆ φυτά, ἐνῷ τὰ πράσινα φύλλα τους στέφουν ὡς θεία σκέπη τον Ναῖσκο, σεειόμενα ὑπὸ τῆς ἑωθινῆς φθινοπωρινῆς αὔρας.
Εἰσῆλθα στὸ παρεκκλήσι προσκυνῶντας τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἀφοῦ ἐπῆρα καιρὸν ἄρχιζα νὰ ντύνομαι τὰ λευκὰ ἱερά μου.
Οἱ κυρίες συγχρόνως ἔξω εἰς τὴν αὐλή, ὡς φίλεργοι μέλισσαι, ἠσχολοῦντο μὲ τὴν εὐπρέπεια καὶ τὴν ἑτοιμασία τῆς Θείας Λατρείας ἀνάβοντας τὰ καντήλια καὶ μιλῶντας μεταξύ τους σιγανὰ νὰ μὴν ξυπνήσουν τοὺς γείτονες.
Ὅμως καὶ παλι ἡ βροχὴ μᾶλλον θὰ χαλοῦσε τὰ σχέδια μας. Μόλις ἄρχιζε δειλά-δειλὰ νὰ ψιχαλίζει ...ὡστόσο εὐτυχῶς ! ἐντὸς ὀλίγου σταμάτησε τὸ οὐράνιο ράντισμα καὶ οἱ εὐλαβεῖς ἀμνάδες συνέχισαν ἥσυχες τὸ διακόνημά τους
Ἡ Ἀνατολὴ ἄρχιζε σιγά –σιγὰ νὰ πορφυρίζει γεμίζοντας μὲ ἐρυθρὲς ἀνταύγεις τὸν ὁρίζοντα. Ὁ ἥλιος ντροπαλὸς καὶ εὐγενὴς ἀνέβαινε γαληνὸς εἰς τὸ οὐράνιο στερέωμα σκορπίζοντας ἁπαλὰ τὸ φρίσσον σκότος καὶ αὐγάζων τὴν κτίση καὶ τὸ πάντερπνον ἐκκλησάκι
Τὰ σαλιγκάρια, σὰν νὰ ἀκούσανε τοὺς Λάτρεις τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ,πάσχισαν νὰ ξανοίξουν τὰ κεφαλάκια τους νὰ μᾶς δοῦν, θαρρημένα ἀπὸ τὴν πρωινὴ ὑγρασία. Ὁμοίως προέκυπτε καὶ ἀπὸ τὸ μπαλκονάκι της καθισμένη εἰς τὴν καρέκλα, λόγῳ γήρατος ,ἡ κυρία Θεοδοσία, ἡ νοικοκυρὰ τῆς οἰκίας, ὡς τὶς προκύπτουσες ἀνηρτημένες Εἰκόνες ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν Ναϊσκο.
Ἔβαλα «Εὐλογητὸς» καὶ προχωρήσαμε εἰς τὸν Ἑξάψαλμο.
Τὸ ἀμυδρὸ καὶ σεμνὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ τῶν κανδήλων ἔκαναν ἀκόμη πιὸ ἱλαρὸ καὶ κατανυκτικὸ τοῦτο τὸ ἁπλὸ ἐκκλησάκι ποὺ μὲ τὰ στρογγυλὰ παραθύρια του ,σὰν φιλιστρίνια, ἔμοιαζε ὡς καραβάκι ποὺ πλέει ἀσφαλῆ πρὸς τὸν ἀκύμαντο λιμένα τοῦ Χριστοῦ μας .
Ὁ ἀέρας μαζὶ ἔφερε καὶ τὰ ἀκούσματα τῆς πρώτης καμπάνας ἀπὸ τὸν γειτονικὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ὁ Πατὴρ Κυριακός, ζηλωτὴς καὶ ἄκακος λευίτης ἐγιόρταζε σήμερα τὴν ὀνομαστική του ἑορτὴ καὶ τελοῦσε τὴν ἀναίμακτον Λατρεία εἰς τὴν καλοφροντισμένη Ἐκκλησιά του.
Συνέχιζα νὰ διαβάζω μυστικῶς τὶς πρῶτες ὀρθρινὲς εὐχὲς κάτω ἀπὸ τὴν γαλάζια χαμηλὴ ὀροφή, μὲ πλῆθος ἀστέρων ζωγραφισμένων ἐπάνω τους, ὅπου ἔδειχναν σὰν πεπαλαιωμένοι οὐρανοί, ἐνῷ ἐντὸς τούτου τοῦ ταπεινοῦ ἱεροῦ σκηνώματος ὀσφραινόσουν μία νοσταλγικὴ ὀσμὴ συντιθεμένη ἀπὸ θυμίαμα, ἀγνοκέρι καὶ καντηλόλαδο.
Σιγά – σιγὰ ἄρχιζαν νὰ καταφθάνουν καὶ ἄλλες κυρίες καὶ Μητέρες μὲ τὰ μικρά τους πού ‘χαν εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὴν Θεία Μυσταγωγία καὶ ὅλοι μὲ σιγὴ πλέον, πλὴν ὀλίγων βρεφικῶν ἐπιφωνημάτων, πού ‘μοιαζαν μὲ Ἀγγέλων τιτιβίσματα, ἀναμέλπαμε καὶ πάλι τὴν νοερὴ λατρεία μας.
Μαζὶ μὲ τὴν δική μας ὅμως προσευχὴ ἄκουγες εἰς τὰ κλαδιὰ τῶν λεμονιῶν καὶ διάφορα καλοκέλαδα πουλάκια, νὰ ἔχουν στήσει τὸ δικό τους χορὸ στὸ δροσερὸ ἀεράκι καὶ νὰ ψάλλουν εὐφρόσυνα τὴν τερπνὴ ἑωθινὴ ἀκολουθία τους.
Ὁ ἐπίγειος χρόνος διάβαινε καὶ μαζί του ὑψώνοταν ὁ ἥλιος ἐκχέωντας τὶς χρυσακτίνες του μέσα ἀπὸ τὸ γαλάζιο παραθύρι τοῦ Ἱεροῦ ποὺ ξεχώριζαν ἀκόμη καὶ περισσότερο καθὼς συναντοῦσαν τὸ γνοφῶδες πυκνὸ θυμίαμα ἐκ τοῦ λιβανωτοῦ.
Οἱ ψυχές μας ἀνέβαιναν πετῶντας ἀσταμάτητα, σὰν τὶς Ἀγγελικὲς δυνάμεις, καὶ ὅσο περισσότερο πετοῦσαν τόσο καὶ ἄλλο ὕψος λαχταροῦσαν.
Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶχαν πιὰ ἀνταμωθεῖ καὶ Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι συνδοξολογούσαν συντροφιασμένοι τὸν Ὕψιστο Τριαδικὸ τῆς Ἀγάπης Θεό, ἐκεῖ στὸ γλυκὸ Ἐκκλησάκι τοῦ Ἅγιου Φανούρη στὸ παλαιὸ Ἀνάπλι.
π.Διονύσιος Ταμπάκης-2015 ἔτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου