Ποῦ μένεις Νυμφίε μου; ποῦ τὴν σκηνήν, σοῦ ἐν μεσημβρίᾳ κατέπηξας; ὁ στεφανίτης, ἀνεβόα τῷ Χριστῷ, εἰς τὴν ὀσμὴν τῶν μύρων σου, μύρον ἐκδραμοῦμαι ληψόμενος.
Ῥεύματα Δημήτριε πλάνης δεινῆς, κλύσας τῶν ἰαμάτων σου ῥεύμασιν, ἁμαρτιῶν μου, καὶ παθῶν τοὺς ποταμούς, εἰς τέλος ἀποξήρανον, μύρων σου τοῖς ῥευμασι δέομαι.
Πού κατοικείς, Νυμφίε μου; Πού έστησες τη σκηνή σου στο καταμεσήμερο;
Ο στεφανωμένος μάρτυρας φώναζε προς τον Χριστό:
«Στο άρωμα των μύρων σου θα σπεύσω να τρέξω, για να λάβω και εγώ μύρο (χάρη και ευλογία)».
Δημήτριε, τα ρεύματα της φοβερής πλάνης τα έπνιξες με τα ρεύματα των θαυμάτων σου·
Οι ποταμοί των αμαρτιών και των παθών μου να ξεραθούν τελείως,
με τα ρεύματα των μύρων σου, σε ικετεύω!
