Ο ΒΙΟΣ ΜΟΥ
Ἐγεννήθην τήν 1ην Αὐγούστου 1902 ἀπὸ γονεῖς πτωχούς. Ἐτελείωσα τό Δημοτικό Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ μου τό 1915. Ἀπό μικρό παιδί ἐξυπηρετοῦσα μέσα στό ναό τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ μου. Ὅταν πήγαινα στὸ σπίτι καί εὕρισκα εὐκαιρία, ἔκαμνα ἐκεῖνα πού ἔκαμνε καί ὁ ἱερεύς στήν Ἐκκλησία. Τό ἴδιο ἔκαμνα καί ὅταν ἔβοσκα τά ζῶα ἔξω εἰς τόν κάμπο καί τό βουνό. Μόλις εὕρισκα κατάλληλη εὐκαιρία ἔκαμνα τήν προσκομιδή καί τήν ἁγία Τράπεζα. Εἶχα διάφορα πράγματα, διά νά κάμω τά καθήκοντα τοῦ ἱερέα. Μοῦ ἄρεσε νά κάμνω μικρά καί πρόχειρα ἐκκλησάκια· ἐπίσης νὰ μελετῶ διάφορα χριστιανικά βιβλία, ἰδιαίτερα βίους ἁγίων. Τακτικά ἐπήγαινα καί εἰς τόν ναό τῶν Ταξιαρχῶν, γιά νά τόν περιποιοῦμαι καί γιά νά προσεύχωμαι.
Ὅπου ὁρίζει ὁ Κύριος ἐκεῖνο γίνεται
Ἐπειδή οἱ γονεῖς μου ἦταν πτωχοί, δέν συνέχισα σπουδές. Ἀγαποῦσα καί τήν ἁγιογραφία… Στὸ τέλος, τό 1917, ἐπῆρα ὀλίγα πρόβατα καί ἔγινα τσοπάνος. Ὅπου ὁρίζει ὁ Κύριος ἐκεῖνο γίνεται. Γιά νά ἐνδυναμώσω τήν πίστι μου ἐδιάβαζα βίους ἁγίων καί ὅ,τι χριστιανικό βιβλίο.
Ἀπέφευγα ἔτσι τίς συναναστροφές τοῦ κόσμου. Ἐπί τοῦτο ἐπήγαινα στὰ πιό βαθειά ρέματα (χαράδρες), γιά νά προσεύχωμαι. Πολλές φορές ὁ Σατανᾶς μέ ἐπείραζε καὶ μοῦ ἔβαζε εἰς τόν νοῦ μου διάφορα σκανδαλώδη πράγματα. Ἕνα ἀπόγευμα, ἐκεῖ πού καθόμουν μόνος μου, ἔρχεται καί ἕτερος νά μοῦ κάμη παρέα (μέ ἐκτιμοῦσαν ὡς φιλήσυχον ἄνθρωπο καί πολλοί ἔρχονταν, γιά νά συνομιλοῦμε χριστιανικά πράγματα)· εἴχαμε ἀνάψει φωτιά καί καθήμενοι συζητούσαμε. Ξαφνικά ἀπό μακρυά ἀκούονταν φωνές καί ὄργανα, ὡσάν νά ἦταν γάμος. Γυρίζουμε τριγύρω τίποτε, μόνο φωνές καί ὄργανα ἀκούαμε νά μᾶς πλησιάζουν. Ἀντελήφθηκα ὅτι εἶναι σατανική ἐνέργεια καί τόν πῆρα καί φύγαμε, καί ἔτσι γλυτώσαμε ἀπό τόν κίνδυνο.
Πολλές βραδιές ἔρχονταν οἱ δαίμονες εἰς τήν καλύβα μου μὲ διάφορα σχέδια, γιά νά μέ ἐξοντώσουν, ἀλλά μέσα εἰς τήν καλύβα εἶχα καί εἰκόνες ἁγίων, πού προσευχόμουν. Ἕνα βράδυ ἦλθαν, ὡς μεγάλος ἀέρας καί φωνές, γιά νά μέ πάρουν μέ τήν καλύβα μαζί καί ἐξαφανίσουν, ἀλλά οἱ ̓Αρχάγγελοι δέν τούς ἐπέτρεψαν καί ἔφυγαν ἄπρακτοι. Αὐτό γίνονταν μέχρις ὅτου στρατευθῶ.
Ἦταν θέλημα Θεοῦ νά ζήσω
Ἡ μητέρα μου ἄναβε τά κανδήλια τῶν Ταξιαρχῶν καί προσευχόταν τακτικά. Σᾶς γράφω ἕνα μεγάλο θαῦμα: τόν Μάϊο τοῦ 1920 τὸ μεσημέρι, ἀφοῦ ἔφυγα ἀπό τήν στάνη, πῆγα στὸ σπίτι, ἔφαγα ψωμί καί κοιμήθηκα. Ἐκεῖ πού κοιμώμουν, μαζί μέ τόν μικρότερο ἀδελφό μου Ἰωάννην, ἔρχεται ἕνας γέρων καί μοῦ λέγει: «σήκω γρήγορα νὰ φύγης, διότι τὸ σπίτι καταστρέφεται τελείως καί θά σᾶς σκοτώση». Ξυπνῶ, δέν βλέπω τίποτε· ἀμέσως σήκωσα τόν ἀδελφό μου καί φύγαμε. Μόλις βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, περίπου 50 μέτρα, ἐσάρωσε τελείως ἡ σκεπή. Ἐάν δέν θά ἔρχονταν ὁ γέρων αὐτός νά μέ ἐξυπνήση θά εἴχαμε χαθῆ. Δέν χάνει ἡ ἐργασία ποτέ τήν ἀξία. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νά ζήσω καί νά ὁμολογήσω.
Θά ἤμουν εὐτυχής νά εἶχα ἐκεῖνες τίς πνευματικές δυνάμεις, τίς ὁποῖες αἰσθανόμουν ὡς νέος, διότι τότε ἤμουν καθαρός καί ἄς μή ἐκκλησιαζόμουν τακτικά. Προσευχόμουν ὅμως ἐν παντί τόπῳ καί χρόνῳ. Κατά τήν ὥραν ὅμως τῆς Θείας Λειτουργίας γονυπετής παρακαλοῦσα τόν Κύριο νά μέ συγχωρέσῃ, διότι εὑρισκόμουν μακράν τοῦ θυσιαστηρίου καί δέν παρακολουθοῦσα τήν Θεία Λειτουργία.
Πολλές φορές ἔκλεινα τά πρόβατα στὸ μανδρί καί ἐπήγαινα εἰς τήν Ἐκκλησία. Μιά φορά μοῦ συνέβη τό ἕξῆς: Παρουσιάσθη ὁ Σατανᾶς, ὡς μεγάλος σκύλος, γιά νά μέ ἐμποδίση, ἀλλά δέν τό κατόρθωσε. Ἐάν πῆς καί μετά, πού ἔγινα ἱερεύς, εἶναι τόσα πολλά, πού δέν περιγράφονται.
Σᾶς θέλω νά μέ ἐνισχύσετε… καί νά μέ σώσετε
Τήν 8ην Ἀπριλίου 1921, ἡμέρα Τετάρτη, ἔφυγα στά Τρίκαλα, γιά νά καταταχθῶ εἰς τό Σῶμα τῆς Χωροφυλακῆς. Πρίν φύγω πέρασα ἀπό τούς προστάτας μου Ἀρχαγγέλους, τούς προσκύνησα καί τούς παρεκάλεσα ὡς ἑξῆς: Μέ καλεῖ ἡ πατρὶς νὰ πηγαίνω…, σᾶς θέλω νά μέ ἐνισχύσετε, νά μέ βοηθήσετε καί νά ἔλθω πάλιν σῶος καί ἀβλαβής, ὅπως φεύγω τώρα, εἰς τήν πόρτα σας, καί εἰς ὅλας τάς δυσκόλους περιστάσεις νὰ μὲ σώσετε. Τούς χαιρέτισα καί ἔφυγα.
Μιχαήλ Ἀρχιστράτηγε, σῶσε με
Τήν 10ην Ἀπριλίου 1921 ἔφθασα στήν ̓Αθήνα καί κατατάχθηκα εἰς τό Σῶμα τῆς Χωροφυλακῆς. Τήν 1ην Ἰανουαρίου 1922 μέ ἀπέσπασαν εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, εἰς τήν Σμύρνη. Μᾶς εἶχαν εἰς τό τάγμα θανάτου. Τό δικαστήριον ἐπί τόπου. Εἴχαμε ἀγῶνα σκληρό καί τραχύ. Πολύ δύσκολα νὰ παραμερίσω λίγο, γιά νά προσευχηθῶ εἰς τόν Θεόν. Εἶχα μαζί μου (τά ἔχω μέχρι σήμερα ὡς κειμήλια) χάρτινες εἰκόνες καί τούς βίους τῶν ἁγίων Ἀντωνίου τοῦ μεγάλου, Θεοδώρων Τήρωνος καί Στρατηλάτου, Ἁγ. Δημητρίου καί ἄλλων, τούς ὁποίους εἶχα κρεμασμένους ἀπὸ μέσα καί τούς ἄνοιγα, γιά νά χαιρετίσω τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἀρχαγγέλους πρός παρηγορία. Ἔτσι περνοῦσα τόν καιρό. Ἕνα βράδυ εἰς τό Μπαλικισέρ, πού πηγαίνει ὁ δρόμος πρός τό Πάνορμο μᾶς ἔβαλαν δύο καί ἐγώ τρεῖς νά φυλάξωμε φυλάκιο νυκτερινό 10-1 τῆς νυκτός. Περί ὥραν 12ην φθάνει ἕνα τουρκικό ἱππικό 151 περίπου ἄτομα. Τί θά κάναμε ἐμεῖς οἱ τρεῖς; Φωνάξαμε τούρουν ἄλτ. Ρίξαμε πῦρ. Ἔπεσε τὸ σύννεφον ἐπάνω μας. Ἐπρόκανα καί ἐφώναξα, Μιχαήλ Ἀρχιστράτηγε, σῶσε με. Οἱ δύο ἐφονεύθησαν, ἐγώ ἔπεσα κάτω εἰς ἕνα γκαριολάχανο, διότι ἦτο ἐκεῖ κῆπος. Γυρίσανε ὅλο τόν κῆπο μέ τά ἄλογα. Ἔφθασε ἕνας μισό μέτρο κοντά μου. Τό ἄλογο φοβήθηκε, ἀλλά ἐγώ ἔμεινα ἀκίνητος. Δέν περιγράφεται ἡ σκηνή. Ἦταν τραγική. Ἀκούω μιά φωνή νά λέγη: νέρδε γκιοράν ἀσκέρ ἀναθεμάσινε κιοπέκ καί ἄλλα τά ὁποῖα δέν μπόρεσα νά ἀντιληφθῶ, διότι ἤμουν μισοπεθαμένος. Ἀκούω κατόπιν ἄλλη φωνή: Γκελντή ὀρτάν, ἦλθε ἐνίσχυσις χωροφυλακῆς καί αὐτοί φύγανε. Ἐγώ σῶος καί οἱ δύο ἐφονεύθησαν. Δέν εἶναι μεγάλο θαῦμα τῶν Ἀρχαγγέλων αὐτό;
Σήκω… εἶναι τό τελευταῖο τραῖνο
Τήν 26ην Αὐγούστου, γράφει, εὑρισκόμουν εἰς κωμόπολιν Μαινεμένη, κοιμώμενος εἰς ἕνα λαχανόκηπο. Περί ὥρα μία τῆς νυκτός ἔρχεται ἕνας γέρων, μέ φωνάζει καί μέ κτυπᾶ εἰς τό δεξιό πόδι. Σήκω, μοῦ εἶπε, ἡ μηχανή κάτω μαζεύει βαγόνια, νά μπῆς μέσα, εἶναι τό τελευταῖο τραῖνο. Νὰ φύγῃς, διότι αὔριον 9 ἡ ὥρα ὁ Τοῦρκος θά καταλάβη τήν Σμύρνη καί θά πιασθῆς. Ἐγώ ἤμουν κουρασμένος καί δέν σηκώθηκα. Ἔρχεται καί δευτέρα φορά καί πάλι μέ κτυπᾶ εἰς τό δεξιό πόδι. Τότε ἀμέσως σηκώθηκα. Δέν εἶδα κανένα. Τρέχω, ὅπως μοῦ εἶπε. Ἔτσι καί ἦτο. Μπαίνω εἰς ἕνα βαγόνι καί τό βράδυ ἔφθασα εἰς τήν Σμύρνη. Μέχρι τήν νύκτα ἀργά ἡ παραλία ἦτο γεμάτη ἀπὸ πλοῖα. Τό πρωΐ δέν ὑπῆρχε κανένα. Τότε ἀπογοητεύθηκε ὁ λαός, πού δέν περιγράφεται. Μπαίνει ὁ Τοῦρκος ἀπό τόν δρόμο τοῦ Αϊδινίου. Φωνές, κλαυθμός καί ὀδυρμός μέγας ἀκούετο. Φωνάζουν, τρέξετε διά νά προκάνετε, νά πᾶτε εἰς τόν Τσεσμέ. Ἐκεῖ θά ἔλθουν τά πλοῖα ἀπό τήν Χίο νά σᾶς πάρουν. Σμύρνη – Τσεσμές εἶναι δύο ἡμερόνυκτα δρόμος. Ἔκαμα τόν σταυρό μου καί εἶπα: ὁ Θεός βοηθός. Βαδίζοντας ὀλίγο, εὑρῆκα ἕνα ἄλογο δεμένο μέ τήν σέλλα. Τό πῆρα καβάλλα καί ἔφυγα. Δόξα τῷ Θεῷ, λέγω, δέν μέ ἐγκατέλειπε ὁ Κύριος.
Ἐγὼ εἶμαι μαζί σου, μή φοβεῖσαι
Ἔφθασα Σάββατο, τήν ὥρα πού κτυποῦσαν οἱ καμπάνες. Τί συγκινητικόν ἦτο!… Τὸ βράδυ μείναμε ἐκεῖ μέ τά ζῶα. Τί θά γίνῃ; Ξημέρωνε Κυριακή. Ἀργά τήν νύκτα ἔρχεται καί πάλιν ὁ γέρων καί μοῦ λέγει: νά ἀφήσης τό ζῶο καί νά πᾶς εἰς τό δεύτερο λιμάνι. Περί ὥρα 9, παρά τέταρτο νά μπῆς εἰς τό πλοῖον καί θά βγῆς εἰς τήν Χίον. Ἐγώ εἶμαι μαζί σου, μή φοβεῖσαι. Ἔτσι καί ἔγινε. Βγῆκα εἰς τήν Χίο καί ἔπειτα στήν Ἀθήνα. Ἀπό τήν Ἀθήνα μέ κατέταξαν εἰς τό πεζικό καί μέ ἔστειλαν εἰς τήν Κομοτηνή. Ἐκεῖ τακτικά ἐκκλησιαζόμουν καί ἔμαθον καί τήν ψαλτική.
Εἰς τάς 18 Ιουνίου 1924 ἔλαβα τό ἀπολυτήριον μέ ἐξαίρετο διαγωγή. Γυρίζοντας ἀπό τό στρατιωτικό ἐγράφτηκα εἰς ἄλλο Δημοτικό Σχολεῖο καί πῆρα ἀπολυτήριον ἕκτης Δημοτικοῦ, γιά νά γίνω ἱερεύς. Πῆγα καί ἕξ μῆνες στήν Ἱερατική Σχολή Τριπόλεως.
Τήν 24ην Μαΐου 1931 ἔγινα Διάκονος καί εἰς τάς 26 τοῦ ἰδίου μηνός ἔγινα Ἱερεύς.
Πηγή: ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ, Ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ».