Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Τῇ ΚΣΤ´ (26ῃ) τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου, μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου, πολιούχου Θεσσαλονίκης, (306)

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Στίχοι
Δημήτριον νύττουσι λόγχαι Χριστέ μου,
Ζηλοῦντα πλευρᾶς λογχονύκτου σῆς πάθος.
Εἰκοστῇ μελίαι Δημήτριον ἕκτῃ ἀνεῖλον.
Στίχοι
Ἔσεισας, ἀλλ’ ἔσωσας αὖθις γῆν Λόγε.
Τῆς σῆς γὰρ ὀργῆς οἶκτός ἐστι τὸ πλέον.

Ούτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων, εν έτει σϞς’ [296], εκατάγετο δε από την πόλιν Θεσσαλονίκην, ευσεβής ων άνωθεν από τους γονείς του, και διδάσκαλος της εις τον Χριστόν πίστεως. Όταν δε επήγεν εις την Θεσσαλονίκην ο Μαξιμιανός, τότε επιάσθη ο μέγας ούτος Δημήτριος και εβάλθη εις την φυλακήν. Διατί ήτον κατά την ευσέβειαν και την εις Χριστόν πίστιν περιβόητος. Επειδή δε ο βασιλεύς εκαυχάτο δια ένα άνθρωπον, Λυαίον ονομαζόμενον, ο οποίος υπερέβαλε τους άλλους κατά το μέγεθος του σώματος και κατά την ανδρίαν· και επειδή επαρακίνει τους Θεσσαλονικείς να έμβουν εις το στάδιον, και να πολεμήσουν με αυτόν· δια τούτο ένας νέος Χριστιανός κατά την πίστιν, ονομαζόμενος Νέστωρ, επήγεν εις τον Άγιον Δημήτριον ευρισκόμενον εις την φυλακήν και είπεν εις αυτόν. Δούλε του Θεού, θέλω να πολεμήσω με τον Λυαίον. Όθεν παρακάλεσαι τον Κύριον δια λόγου μου. Ο δε Άγιος εσφράγισε το μέτωπον αυτού και είπε. Και τον Λυαίον θέλεις νικήσεις, και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσεις. Όθεν από τον λόγον τούτον του Αγίου, λαβών θάρρος ο Νέστωρ και δύναμιν εις την ψυχήν του, ευθύς επήδησεν εις το στάδιον. Και πολεμήσας με τον Λυαίον, εθανάτωσεν αυτόν. Και ούτω κατέβαλε και την υπερηφάνειαν εκείνου, και το καύχημα του βασιλέως.
Ο βασιλεύς λοιπόν εντροπιασθείς, ελυπήθη ομού και εθυμώθη. Και επειδή έμαθεν, ότι ο Άγιος Δημήτριος επαρακίνησεν εις τούτο τον Νέστορα, έστειλε στρατιώτας, και επρόσταξεν αυτούς να κατατρυπήσουν με λόγχας τον Άγιον μέσα εις την φυλακήν. Διατί έγινεν αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Γενομένου δε τούτου, ευθύς ο μέγας Δημήτριος παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Πολλά δε θαύματα και ιατρείας παραδόξους εποίει μετά θάνατον. Έπειτα με προσταγήν του βασιλέως απεκεφαλίσθη και ο Άγιος Νέστωρ. Με τοιούτον μεν τρόπον ηκολούθησεν ο θάνατος του Αγίου Δημητρίου, και το νεκρόν αυτού λείψανον ευρίσκετο κατά γης ερριμμένον. Μερικοί δε Χριστιανοί πέρνοντες αυτό, το εκήδευσαν και ενταφίασαν εις την γην. Ένας δε δούλος του Αγίου ονόματι Λούπος, ο οποίος επαραστέκετο εις αυτόν, όταν ελάμβανε τον υπέρ Χριστού μακάριον θάνατον, ούτος λέγω, πέρνωντας το αίμα του Μάρτυρος επάνω εις το του Αγίου επανωφόρι, ομοίως πέρνωντας και το δακτυλίδι του Αγίου, και χρίσας αυτό με το αίμα του, έκαμνε δια μέσου αυτών πολλά θαύματα και τεράστια, ώστε οπού εγέμωσεν όλη η πόλις της Θεσσαλονίκης από την φήμην των τοιούτων θαυμάτων. Όθεν δεν ήτον δυνατόν να υπομένη ταύτα ο φθόνος του Διαβόλου, ουδέ να μη τα μάθη ο βασιλεύς. Δια τούτο επιάσθη ο καλός ούτος υπηρέτης Λούπος και εφονεύθη παρευθύς, γενόμενος και αυτός Μάρτυς του Ιησού Χριστού (1). (Τον δε πλατύτερον Βίον του Αγίου Δημητρίου, και τα θαύματα αυτού, όρα εις τον Θησαυρόν του πεζογράφου Δαμασκηνού (2).)
(1) Σημείωσαι, ότι το Μαρτύριον του Αγίου Δημητρίου συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Είχε μεν τα Ρωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)
(2) Σημείωσαι, ότι η εμή αδυναμία εφιλοπόνησεν εξ νέους Κανόνας εξαήχους, εις τον Άγιον τούτον Δημήτριον. Οίτινες συναριθμηθέντες με άλλους δύω παλαιούς εις πρώτον και δεύτερον ήχον όντας, έγινεν ωραία οκτώηχος εις τον Άγιον Δημήτριον. Ετυπώθη δε αύτη ανωνύμως εν τω τέλει του νεοτυπώτου βιβλίου, του καλουμένου Θύρα Μετανοίας, του περί των τεσσάρων εσχάτων διαλαμβάνοντος. Έχει δε και εγκώμιον γλαφυρόν εις την αυτού μαρτυρικήν μεγαλειότητα ο θείος Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου». Σημείωσαι, ότι τους αίνους του Αγίου τούτου Δημητρίου συνέγραψεν ο Στουδίτης Θεόδωρος. Ή μάλλον και ακριβέστερον ειπείν, ο Άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός. Και όρα εις τα Συναξάρια εκείνων κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Και κατά την ενδεκάτην του Οκτωβρίου. Εσφαλμένη δε εστιν η περίοδος εκείνη του τροπαρίου των πρώτων στιχηρών του μεγάλου Εσπερινού, η λέγουσα· «Μετά πολλού γαρ σάλου και κλύδωνος, σοι των αθέων προσρήξαν κύματα». Ήνπερ εγώ ούτως εύρον διωρθωμένην εν τοις χειρογράφοις· «Μετά σφοδρού γαρ σάλου και κλύδωνος, σοι προσραγέντα, αθέων κύματα». Αλλά και η εν τω απολυτικίω εκείνη περίοδος, η λέγουσα· «Ως ουν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν, και εν σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα», ούτω διορθούται· «Και εν σταδίω εθάρρυνας Νέστορα», ή «εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα». Σημείωσαι, ότι λόγος απλούς του Αγίου Δημητρίου ευρίσκεται εις την Αποστολικήν Σαγήνην. Ο δε ανωτέρω λόγος του Θεσσαλονίκης Γρηγορίου, ευρίσκεται μεταφρασμένος εις το απλούν εν τινι κελλίω Χιλανταρινώ του Αγίου Δημητρίου, επικαλουμένω του Γερμανού. Όστις παρά μεν του οσιολογιωτάτου κυρ Νεοφύτου μετεφράσθη, παρ’ εμού δε επιμελώς εδιωρθώθη και αντεγράφη. Εγκώμιον εις τον μέγαν Δημήτριον έχει και Μακάριος ο Κωφός. Αλλά και Λέων ο Σοφός ελληνικόν εγκώμιον πλέκει εις αυτόν, σωζόμενον εν τη Μονή του Παντοκράτορος, ου η αρχή· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Και Ιωάννης ο χαρτοφύλαξ της Θεσσαλονίκης λόγον έχει εις το μύρον αυτού, ου η αρχή· «Ο λόγος τω Μυρορρόα». (Σώζεται εν τη Λαύρα και τη του Βατοπαιδίου και Διονυσίου.) Και Φιλόθεος Πατριάρχης, ου η αρχή· «Δημήτριος ημίν του τε συλλόγου». (Σώζεται εν τη των Ιβήρων.)
*
Τη αυτή ημέρα μνήμη της από Θεσσαλονίκης εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μονήν του Παντοκράτορος, δια προστάξεως βασιλικής γενομένης εισελεύσεως, του περιωνύμου και αηττήτου Δημητρίου, ήτοι της ιεράς εικόνος αυτού, της πρότερον επικειμένης τη μυροβλύτω αυτού σορώ και σκεπούσης ταύτην.
Σης ουκ αποστάς εις βασίλειον πόλιν,
Μάρτυς μετέστης δια της σης εικόνος.
Κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού εν έτει ͵αρμγ’ [1143], και Ιωσήφ του Ηγουμένου της εν Κωνσταντινουπόλει ιεράς και βασιλικής Μονής του Παντοκράτορος, ηκολούθησεν η από Θεσσαλονίκης εις Κωνσταντινούπολιν μετάθεσις της ιεράς εικόνος του μεγάλου Δημητρίου. Ηκολούθησε δε με τοιούτον τρόπον. Κατά το εξακισχιλιοστόν εξακοσιοστόν πεντηκοστόν έβδομον έτος από κτίσεως κόσμου, εν μηνί Μαρτίω, ευγήκεν ο ανωτέρω βασιλεύς Μανουήλ ο Κομνηνός, δια να υπάγη εις τον κατά της Σικελίας πόλεμον. Τότε δε και ο ανωτέρω Ηγούμενος της του Παντοκράτορος Μονής κύριος Ιωσήφ, δια αναγκαίας υποθέσεις οπού είχεν, επήγε να ανταμώση τον βασιλέα. Καθώς δε ήλπιζε, δεν ευρήκε τούτον εις την Θεσσαλονίκην, αλλά εις ένα χωρίον, ονομαζόμενον Ντομπροχούβιστα. Το οποίον, απέχει μεν από την Βέρροιαν, έως δύω μίλια. Από δε την Θεσσαλονίκην, έως δύω ημέρας. Αφ’ ου λοιπόν αντάμωσε τον βασιλέα, κοντά εις τα άλλα παρεκάλεσεν αυτόν, και δια να αναπληρώση το υστέρημα οπού αφήκαν οι πρόγονοί του βασιλείς, ήγουν το να αποθησαυρίση εις το γονικόν αυτού Μοναστήριον του Παντοκράτορος, την ιεράν εικόνα του Αγίου Δημητρίου, ήτις εστέκετο επάνω εις τον τάφον και την σορόν του λειψάνου του.
Ο δε βασιλεύς τούτο ακούσας, μετά χαράς εδέχθη την αίτησιν. Και παρευθύς γράφει προς τον δούκα της Θεσσαλονίκης και χαρτουλάριον κυρ Βασίλειον, διορίζων αυτόν, ότι να κάμη άλλην εικόνα, και να την βάλη επάνω του τάφου του Αγίου Δημητρίου, δια της επιστασίας του κυρ Ιωάννου Σμενιώτου, του επιτρόπου των εν Θεσσαλονίκη υποστατικών και μετοχίων του ρηθέντος Μοναστηρίου του Παντοκράτορος. Την δε παλαιάν αγίαν εικόνα του Αγίου, να την σηκώση από εκεί, και να την αποστείλη εις το ανωτέρω του Παντοκράτορος Μοναστήριον. Ευθύς λοιπόν ο λόγος του βασιλέως έργον εγένετο. Και κατεσκευάσθη μεν άλλη νέα εικών του Αγίου Δημητρίου από χρυσάφι και ασήμι, πλέον ωραιοτέρα και μεγαλιτέρα από την πρώτην, και εβάλθη επάνω του θείου και μυροβλύτου τάφου του Αγίου. Η δε παλαιά και πρώτη εκείνη του Αγίου εικών, ήτις είχε ζωγραφισμένον τον μέγαν Δημήτριον όρθιον, υψωμένας έχοντα τας χείρας εις ουρανόν, αύτη, λέγω, εστάλθη εις Κωνσταντινούπολιν. Την οποίαν, ευθύς οπού ήκουσαν πως έρχεται, οι της συγκλήτου άρχοντες και οι λοιποί ιερωμένοι και λαϊκοί, μάλιστα δε οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του Παντοκράτορος, ευγήκαν όλοι έξω της Κωνσταντινουπόλεως έως επτά μίλια, και προϋπάντησαν αυτήν με δορυφορίαν και προπομπήν μεγάλην. Με ύμνους και ωδάς. Και με λαμπάδας (3) και θυμιάματα. Και ούτως εισήγαγον αυτήν εις το διαληφθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος, κατά την εικοστήν τρίτην του Οκτωβρίου μηνός. Τότε ήτον να ιδή τινας, πώς έτρεχεν ο λαός των Χριστιανών, όχι μόνον από την Κωνσταντινούπολιν, αλλά και από τα έξωθεν μέρη της Κωνσταντινουπόλεως. Οίτινες επροσκύνουν την αγίαν και θαυμαστήν του Αγίου εικόνα αδιακόπως, από τας εικοσιτρείς του Οκτωβρίου, έως εις τας εικοσιέξι του αυτού, ήγουν έως της κυρίας εορτής του Αγίου Δημητρίου. Ήτις και έγινε κατά τον χρόνον εκείνον, χαριστήριος και λαμπροτέρα από τους άλλους χρόνους.
Εγένετο δε η τοιαύτη μετάθεσις της ιεράς εικόνος του Αγίου Δημητρίου εις Κωνσταντινούπολιν δια πολλά αίτια. Πρώτον, δια να ήναι μέγας στολισμός και φύλαξ και βοηθός της ρηθείσης σεβασμίας και βασιλικής Μονής του Παντοκράτορος. Δεύτερον, δια να ήναι και βοηθός του βασιλέως Κομνηνού και των διαδόχων του. Και ίνα με την αόρατον αυτού δύναμιν, και από μακράν διώκη τους εχθρούς του Ρωμαϊκού βασιλείου, και δεν αφίνη αυτούς να πλησιάζουν. Τρίτον, δια να ήναι εις φύλαξιν της Βασιλευούσης των πόλεων. Και δια άλλα όμοια (4).
(3) Σημειούμεν εδώ, ότι δια τέσσαρά τινα αίτια ανάπτονται αι λαμπάδες και τα κηρία υπό των Χριστιανών εις τα λείψανα των Αγίων ή εις τας εικόνας. Α’ δια τιμήν των Αγίων και δόξαν. Β’ ίνα όταν ήναι νύκτα δια του φωτός των λαμπάδων, διαλύηται το σκότος της νυκτός, και παραμυθούνται οι οφθαλμοί των ορώντων. Γ’ εις επίδειξιν και σημείον χαράς και φαιδρότητος: όταν δηλαδή ανάπτονται κηρία και φώτα εν ημέρα και του ηλίου λαμπρώς αυγάζοντος. Και Δ’ ίνα δια της φωταψίας των λαμπάδων, ίλεως γίνεται ο Θεός εις τους τας λαμπάδας προσφέροντας. Τα τρία αίτια, βεβαιοί τόσον ο θείος Ιερώνυμος, γράφων κατά Βιγιλαντίου, όσον και ο θεολόγος Γρηγόριος εν τω εις το Πάσχα λόγω, λέγων περί της εν τη νυκτί της λαμπράς γινομένης φωτοχυσίας· «Καλή μεν και η χθες ημίν λαμπροφορία και φωταγωγία, ην ιδία τε και δημοσία συνεστησάμεθα… Και του μεγάλου φωτός αντίτυπος». Εν δε τοις ιαμβείοις αυτού ποιήμασι παρομοιάζει τας τοιαύτας φωταγωγίας τας εν νυκτί γινομένας, με τα φώτα των αστέρων τα εν νυκτί λάμποντα. Το δε τέταρτον βεβαιοί ο τόπος ούτος του Συναξαρίου. Όρα σελ. 350 της Ιεράς Τελετουργίας.) Ότι δε λαμπάδες ανάπτοντο εν τη Εκκλησία, μαρτυρεί και ο θείος Χρυσόστομος λέγων· «Περί Γραφών υμίν διηγούμεθα. Υμείς δε τους οφθαλμούς αποστήσαντες ημών, προς τας λαμπάδας, και τον τας λαμπάδας άπτοντα μετεστήσατε και πόσης τούτο ραθυμίας, ημάς αφέντας τούτω προσέχειν;» (Λογ. «Ότι δουλείας τρεις τρόπους εισήγαγεν η αμαρτία», τομ. ε’.)
(4) Η διήγησις αύτη συνωψίσθη από τον χειρόγραφον Συναξαριστήν. Εν ω Παντοκρατορινός τις κατά πλάτος εκθέττει εν είδει εγκωμίου την μετάθεσιν ταύτην της εικόνος του Αγίου Δημητρίου από Θεσσαλονίκης εις Κωνσταντινούπολιν. Όθεν δια να φιλεύσωμεν τους αναγνώστας φιλοδημητρίους, ενταύθα μετεφράσαμεν αυτήν εν συντόμω. Το δε εν Κωνσταντινουπόλει Μοναστήριον του Παντοκράτορος, κατά τον γεωγράφον Μελέτιον εκτίσθη υπό Ιωάννου Κομνηνού του αυτοκράτορος, ως λέγει ο Νικήτας (βιβλ. α’, κεφ. α’). Κατά δε τον Κίνναμον εκτίσθη από την Ειρήνην την γυναίκα του Ιωάννου (βιβλ. α’), και κατά το Συναξάριον της ιγ’ του Αυγούστου. Εις αυτό εφυλάττοντο πολλά αξιόλογα, και η ιστορηθείσα υπό του Λουκά εικών της Θεοτόκου. Ευρίσκετο δε πλησίον των Αγίων Αποστόλων. Εστάθησαν εις αυτό Μοναχοί επτακόσιοι, καλούμενοι του Αγίου Αντωνίου. Λέγεται τώρα το Μοναστήριον αυτό, Ζεϊρέκι.
*
Τη αυτή ημέρα η μνήμη του μεγάλου σεισμού.
Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου