Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.ΜΑΚΡΑ ΓΕΦΥΡΑ (Ουζούν Κιοπρού), Οκτώβριος, 1922

Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο που λέει "〇 ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΗΣ Έξοδος ထရ τωνΘρακών των Θρακών A Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΝΙΝΟΣΑ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΗΣ A. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΗΣ Η Έξοδος των Θρακών Ιστορικό Ισ μυθιστόρημα ΙΑΝΟΣΕΚΔΟΣΕΙΣ"
Η οικογένεια του Αναστάση ετοιμαζόταν για το δρόμο της προσφυγιάς…
Στην πόρτα, με τη Θρακιώτικη φορεσιά της, βγήκε η μάνα του, η Θεοπούλα.
Είχε αγκαλιά το εικονοστάσι και μια κασέλα με τα κρανία του πατέρα και του άντρα της.
Φώναξε το γιό της και τα παρέδωσε.
«Αυτή είναι η πατρίδα μας», είπε με σκληρή φωνή.
«Όπου στεριώσετε, ν’ ανοίξεις το πορτάκι πίσω απ’ την εικόνα. Έχει κάτι χρυσές λίρες.
Για να ζήσεις εσύ και τ’ αγγόνια μου!
Τ’ αγγόνια μου, οι ρίζες μου!»
Ύστερα πήρε παράμερα τη νύφη της, την Ευγενία.
«Κόρη μου, η γυναίκα είναι η αγριντιά και το θεμέλι.
Χωρίς γυναίκα, σπίτι δεν φτιάνεται. Σε σένα βασίζομαι!»
Ο εγγονός της ο Λάμπος με το ζόρι κρατούσε τα δάκρυά του. Τον μάλωσε. «Οι άντρες δεν κλαίνε. Παλεύουν! Να κάνεις πολλά παιδιά. Να ζήσει η ράτσα μας.»
Τράβηξε από τον κόρφο της ένα σταυρό, από τίμιο ξύλο.
«Χρόνια πολλά κι απίκραντα, Λάμπο μου! Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά.»
Η Θεοπούλα τέλεψε με τις υποχρεώσεις της σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τώρα πια ήρεμη, θ’ ακολουθούσε το δρόμο που ήθελε.
Πήρε το μπαστούνι της και κίνησε. Μόνη της, μες την κοσμοχαλασιά και την αντάρα.
Ούτε που γύρισε να κοιτάξει εκείνους που έφευγαν για την Δύση.
Αυτή προχωρούσε προς την Ανατολή! Προς το φώς της άλλης ζωής…
Μόλις τ’ αμάξι του Αναστάση βγήκε στο δρόμο, τον πλησίασε, ο επιστάτης τους, ο γέρο Ισμαήλ και του έδωσε, κλαίγοντας, ένα κλειδί.
«Αφέντη, τα χαρτιά για το βιός σου και κάτι παράδες είναι σ’ ένα σεντουκάκι. Θαμμένο βαθιά κάτω απ’ τη βαλανιδιά. Εκεί που έθαψες τον πιο πιστό σου φίλο, το Ντορή.
Όταν φτιάξει ο κόσμος κι έρθετε πίσω, εσύ, τα παιδιά ή τ’ αγγόνια σου, να τα πάρετε. Δικά σας είναι. Θα καρτεράνε!»
Ο Ισμαήλ κάθισε ξέπνοος στον αυλόγυρο κι άρχισε έναν αμανέ που ράγιζε καρδιές.
Το χαλάζι μαστίγωνε την Θεοπούλα λες και προσπαθούσε να την εμποδίσει να πάει στον προορισμό της.
Με το ζόρι έφτασε στο καλντερίμι του μεγάλου δρόμου. Τα καντήλια της εκκλησιάς του Αγίου Ιωάννη, αναμμένα και η πόρτα ανοιχτή. Της φάνηκε πως άκουσε αγγελούδια να ψάλλουν το «Σώσον Κύριε τον Λαόν Σου», ενώ κάποιος χτυπούσε την καμπάνα, λυπητερά, σαν σε κηδεία.
Η Θεοπούλα ανηφόριζε με κόπο προς τα μνήματα. Νομίζει πως θα βγει η ψυχή της. Κοντοστάθηκε να πάρει μια ανάσα και έδωσε κουράγιο στον εαυτό της.
«Λίγα βήματα απόμκαν αντασίνα! Βάστα.»
Επιτέλους, έφτασε στο μνήμα του άντρα της. Για αυτούς, τους ανυπεράσπιστους, έμεινε. Για να μην είναι μόνοι και τους σκυλέψουν οι Τούρκοι.
Τρείς Τούρκοι στρατιώτες που περνούσαν όρμησαν στη γριά. Την έριξαν κάτω, έσκισαν τα ρούχα της κι έψαξαν τις τσέπες της. Αφού δεν βρήκαν τίποτα, την κλώτσησαν στην άκρη, βρίζοντας…
Η γριά είχε παγώσει, έτρεμε ολόκληρη, δεν έβλεπε τίποτα, όταν αίφνης την αγκάλιασε ένας Τούρκος συνταγματάρχης κι άκουσε μια ζεστή ραγισμένη φωνή. «Μάνα! Μάνα! Μάνα μου!»
Η γριά σαν ν’ αναστήθηκε, πρόλαβε με το κοκαλωμένο χέρι της ν’ αγγίξει το πρόσωπο του. Ο συνταγματάρχης γονάτισε, την τύλιξε με την κάπα του και κράτησε ευλαβικά το κεφάλι της.
Η Θεοπούλα προσπαθούσε να χαμογελάσει.
Δεν τη γελούσαν τα γέρικα μάτια της.
Αυτός ήταν ο Λάμπος της! Ο πρωτότοκος! Η πρώτη γέννα κι η πρώτη χαρά της! Ο χαμένος της γιός!
Ίδια κι απαράλλαχτα τα μάτια του άντρα της!
Ένας ανθυπολοχαγός, που στεκόταν πίσω από τον Συνταγματάρχη, μόλις άκουσε να τη φωνάζει «μάνα», έβγαλε το περίστροφό του για να τον πυροβολήσει στο κεφάλι. Στο πρόσωπο της Θεοπούλας σχηματίστηκε ο τρόμος, αλλά πρόλαβε να τον τραβήξει πλάι της.
Η σφαίρα, που προορίζονταν για εκείνον, την βρήκε λίγο πάνω από το μέρος της καρδιάς. Ο συνταγματάρχης γύρισε το κεφάλι του, είδε τον ανθυπολοχαγό να τον σημαδεύει ξανά. Χωρίς να χάσει καιρό, τον τράβηξε απ’ τα πόδια και τον έριξε κάτω. Σηκώθηκε γρήγορα και τον αποτελείωσε.
Η Θεοπούλα χαροπάλευε. Έσκυψε, την αγκάλιασε και την έφερε στο σώμα του, τόσο που άκουγε τον χτύπο της καρδιά της, ένα με τον δικό του.
«Σχώραμε Λάμπο μου, που δε σε βρήκα», ψιθύρισε με δυσκολία.
«Μανούλα μου, Μάνα μου! Μάνα μου! Μείνε εδώ μανούλα μου. Μάνα μου…»
«Παένω τζιέρι μου…Παένω. Παένω στον Καπετάνιο.
«Μη κλαίς….Κόσια στον αδερφό σου . Να μην απομείκς μοναχός στον κόσμο.
Καρσί παένει ο Αναστάς, Καρσί…»
Αυτά ήταν τα στερνά λόγια της Θεοπούλας, πριν παραδώσει την ταλαιπωρημένη ψυχούλα της.
«Μάννννααααααααα….Μάνναααααααα…..Μάννααααααα…» Ούρλιαζε σκίζοντας τα σωθικά του.
Την έκλαψε πικρά…Μέχρι που δάκρυσε, ακόμα κι ο Θεός.
Όταν στέρεψαν τα μάτια του, ματώνοντας τα χέρια του, μετακίνησε την ασήκωτη πλάκα και κρατώντας στοργικά τη μανούλα του, την άφησε να ξεκουραστεί για πάντα, εκεί που ήθελε.
Μαζί με τον Καπετάν Κρυωνά, τον άντρα της στη ζωή και στην αιωνιότητα…
Ο Λάμπος κατέβαινε τον μεγάλο δρόμο του Ουζούν Κιοπρού να βρεί τον αδερφό του.
Μπροστά στο Διοικητήριο κρέμονταν στον ιστό της, λυπημένη η γαλανόλευκη.
Κάτι ξυπόλητα παιδιά που έτρεχαν αναζητώντας σωτηρία, σταμάτησαν να την κατεβάσουν, αλλά η σημαία είχε σκαλώσει στο σταυρό.
«Δεν θ’ αφήσουμε τη σημαία μας», φώναξε ο μεγάλος. Ένα αγριοκάτσικο σκαρφαλώνει, ενώ το κοντάρι πήγαινε πέρα-δώθε. Έφτασε στην κορυφή.
«Ζήτω η Μεγάλη Ελλάδα», ούρλιαξε κλαίγοντας.
"Ζήτω η Μεγάλη Ελλάδα", φώναξαν και τα άλλα παιδιά από κάτω.
Ύστερα, κρατήθηκε με το ’να χέρι απ’ το κοντάρι και με τ’ άλλο λευτέρωσε τη σημαία. Γλίστρησε με ταχύτητα και στάθηκε όρθιος.
Τα παιδιά παρατάχθηκαν σε γραμμή.
«Άντρες, προσοχή!» Φώναξε ο μεγάλος.
Τέντωσαν τα κορμάκια τους, όρθια, σαν κυπαρίσσια.
«Υποστολή Σημαίας!» Είπε ξέπνοα.
Με τα δάκρυα ν’ αυλακώνουν τα πρόσωπά τους, φωνή ραγισμένη και το χαλάζι να πέφτει μ’ ορμή στα κεφαλάκια τους, έψαλλαν τον εθνικό ύμνο.
Με όση δύναμη μπορούσε να βγάλει η ψυχή τους.
Η τελευταία υποστολή.
Κράτησαν τη σημαία από τις τέσσερις άκρες, τη δίπλωσαν με ευλάβεια, τη φίλησαν ένας-ένας και ο μεγάλος την έβαλε μέσα απ’ τα ρούχα του, στο μέρος της καρδιάς.
«Θα έρθουμε πάλι!
Να ζείτε με το φόβο μας!»
Φώναξαν σε κάτι γέρους Τούρκους που τα έβριζαν κουνώντας τις μαγκούρες τους.
«Αυτός ο τόπος είναι η Πατρίδα μας!
Ποτέ δε θα γίνει δικός σας!» 
 Μπορεί να είναι εικόνα κείμενο
 
"Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΘΡΑΚΏΝ", Απόσπασμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: