«ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ (1916-2011)»,
Ο Γέροντας Πετρώνιος Προδρομίτης ήταν προσηλωμένος στις παραδόσεις και
τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Κατεδίκαζε απερίφραστα τον Οικουμενισμό
και κάθε απόκλιση από την αγία μας Πίστη.
Άκουσα από τον π.
Δανιήλ: «Όταν γινόταν λόγος για την Ορθόδοξη Πίστη, και μάλιστα όταν
διαλεγόταν με κάποιο αιρετικό, ήταν πολύ προσεκτικός και δεν πρόδιδε
τίποτε από τα Ιερά και Όσια της Ορθοδοξίας μας. Γνώριζε πολύ καλά τους
Κανόνες της Εκκλησίας και τους λόγους των Αγίων Πατέρων και τους τηρούσε
με ακρίβεια και διάκριση.
»Όταν μάθαινε ότι παραβιάζονται οι
ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, ελυπείτο πολύ και καταδίκαζε με τον λόγο
του τις παρεκτροπές αυτές. Όταν όμως τον παρακαλούσαν κάποιοι να γράψει
κάτι γι’ αυτές, απαντούσε ότι αυτό είναι έργο της Ιεράς Συνόδου. Είχε
βαθειά πίστη ότι το Άγιο Πνεύμα θα μείνει στην Εκκλησία του Χριστού
μέχρι το τέλος του κόσμου και θα εργάζεται δια των Ιερών Συνόδων και ότι
δεν θα αφήσει την Εκκλησία να την εξουσιάσει ο άρχοντας του κόσμου
τούτου».
Την ακλινή προσήλωσή του στην Αγία μας Ορθόδοξη Πίστη μαρτυρούσε και η αγία ζωή του.
Κάποιος λαϊκός θεολόγος, πνευματικό τέκνο του Γέροντα, μου είπε:
»Ένας άλλος αδελφός τον ύβρισε ενώπιον και άλλων αδελφών. Αυτοί θέλησαν να εκδιώξουν τον υβριστή από την Σκήτη. Όμως ο Γέροντας τους είπε: “Μη διώξετε τον αδελφό μας. Τι θα γίνει με την ψυχή του; Εγώ είμαι υπεύθυνος και τι απολογία θα δώσω γι’ αυτόν στον Δικαιοκρίτη Θεό, την ημέρα της Κρίσεως;” Μάλιστα πήγε ο ίδιος ο Γέροντας και του ζήτησε συγνώμη, διότι φοβήθηκε μήπως είχε φταίξει απέναντί του σε κάτι και είχε ευθύνη ενώπιον του Θεού.
»Άλλη φορά μερικοί αδελφοί της Σκήτης, υποκινούμενοι από τον πειρασμό, πήγαν και κατήγγειλαν τον Γέροντα στην κυρίαρχη Μονή, προκειμένου να τον κατεβάσουν από το αξίωμά του. Όταν το έμαθε αυτό ο Γέροντας, τους παρακάλεσε να κάνουν επί μία εβδομάδα προσευχή με νηστεία, και θα γίνει το θέλημα του Θεού. Πράγματι, απεσοβήθη κάθε αντίθετη ενέργεια και επικράτησε η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ όλων των αδελφών, χάρις στην προσευχή και την ανεκτικότητα του Γέροντα. Οι αδελφοί που τον κατήγγειλαν, του ζήτησαν συγνώμη. Του έβαλαν μετάνοια και του ασπάσθηκαν το χέρι.
«Συχνά εγκωμίαζε τους παλαιοτέρους ησυχαστές του Όρους και τόνιζε την απλότητα στην περιβολή, στο βάδισμα, στην ψαλμωδία και στη συμπεριφορά. Αγωνιζόταν χωρίς την παραμικρή συγκατάβαση για την πιστή εφαρμογή του τυπικού της Σκήτης και των πνευματικών του καθηκόντων».
Υπάρχει τυπικό στην Ρουμανική Σκήτη οι εφημέριοι ιερείς, που διακονούν ο καθένας ανά μία εβδομάδα, να εξομολογούνται τα βράδυα, για να λειτουργήσουν την άλλη ημέρα. Αυτό έκανε από το βράδυ και ο Γέροντας, όταν την επομένη επρόκειτο να λειτουργήσει.
Όταν οι εφημέριοι περνούσαν θυμιάζοντας τους Αγίους και τους μοναχούς, αυτός δεν ήθελε να τον θυμιάζουν πολλές φορές, όπως είναι η τάξη. Μάλιστα γύριζε το κεφάλι του αλλού. Σαν ηγούμενος της Σκήτης, που είναι κοινοβιακή, ποτέ δεν κάθησε στο ηγουμενικό στασίδι. Πάντοτε καθόταν απέναντι, στα άλλα στασίδια του χορού, και μάλιστα στο τρίτο κατά σειρά από την απέναντι αρχή, όπου παλαιότερα καθόταν ο πρωτοψάλτης του Αγίου Όρους Νεκτάριος . Ποτέ δεν κράτησε το ηγουμενικό του μπαστούνι, ούτε και στις μεγάλες εορτές και πανηγύρεις.
Δεν δεχόταν εύκολα να τον βοηθήσει κάποιος σε κάτι. Με πολλή δυσκολία δέχθηκε κάποιον να τον βοηθήσει στην ασθένειά του, αυτόν μόνο και κανένα άλλον.
Ήταν πολύ ευγενικός. Προσφωνούσε πάντοτε τους αδελφούς στον πληθυντικό. Έλεγε: “Οσιώτατε” και όχι “πάτερ”.
Κάποιοι που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν πολύ. Συχνά τον προσκαλούσαν:
Ο 86χρονος, φημισμένος και εμπειρότατος Πνευματικός της Ρουμανικής Σκήτης, π. Ιουλιανός, μου είπε τα εξής: «Ήταν ταπεινός. Εφάρμοζε τον λόγο του Χριστού που λέει: “Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν”. Εγώ τον εξομολογούσα από τότε που ήλθε στη Σκήτη μας. Δεν είδα άνθρωπο να κλαίει τόσο πολύ, λίγες ημέρες πριν τον θάνατό του. Εκείνη την ημέρα ήταν γονατιστός μπροστά μου και μου έλεγε: “Πώς θα πάω στην άλλη ζωή; Θα ερωτηθώ για ολόκληρη την ζωή μου. Πώς θα φθάσω στην αιωνιότητα;” Κι αμέσως έπεσε κάτω και έκλαιγε με αναφιλητά. Εγώ τον περίμενα αρκετή ώρα να σταματήσει και να σηκωθεί…».
Συμμετείχε παρά την ηλικία του και στις χειρωνακτικές εργασίες. Ανέβαινε στο τρακτέρ και πήγαινε μαζί με τους άλλους αδελφούς στο δάσος για ξύλα. Καθημερινά έσκαβε και σκάλιζε τα κηπουρικά και πότιζε τα λουλούδια.
Ήταν πάμπτωχος. Στο κελλί του είχε ελάχιστα βιβλία. Έπαιρνε δανεικά από την βιβλιοθήκη της Σκήτης, τα διάβαζε και τα επέστρεφε. Σ’ όλη του την ζωή είχε ένα ράσο καλό κι ένα κουκούλι. Έπλενε τα ρούχα του μόνος του στην λεκάνη μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Ενίοτε οι πατέρες του έπαιρναν κρυφά τα ρούχα του και τα έπλεναν.
Αγαπούσε πολύ τον Γέροντά μας, π. Γεώργιο, και την Ιερά Μονή μας, του Οσίου Γρηγορίου. Όταν ερχόταν, συμβουλευόταν τον Γέροντά μας για διάφορα θέματα. Ζητούσε οδηγίες πρακτικές, που εφάρμοζε και στο δικό του κοινόβιο.
Μετά την πτώση του κομμουνιστικού Καθεστώτος –το 1989– η Εκκλησία στην Ρουμανία ήταν τελείως αποδιοργανωμένη. Τότε τον κάλεσαν να αναλάβει την Πατριαρχία στην Εκκλησία της Χώρας του, αλλά αρνήθηκε, προφασιζόμενος ότι είναι κουφός και με βλαμμένους τους οφθαλμούς του.
Διάβαζε πολλά βιβλία, και ιδιαίτερα τα θεολογικά. Θαύμαζε τους παλαιούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα μελετούσε το αιγυπτιακό Γεροντικό, την Βίβλο των αγίων Ιωάννου και Βαρσανουφίου, τα Ασκητικά του αγίου Ισαάκ του Σύρου και τα έργα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Όμως διάβαζε με προσοχή και τις θεολογικές εργασίες των νέων θεολόγων, όπως και πολλά Χριστιανικά Περιοδικά. Έμοιαζε με μία μέλισσα, η οποία συγκέντρωνε από παντού ό,τι καλύτερο και ωφέλιμο για τη σωτηρία. Ήθελε να ενημερώνεται για όλα τα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις σχέσεις της με τις λεγόμενες «εκκλησίες» της Δύσεως.
Αγαπούσε όλους τους ανθρώπους με την ίδια πάντα αγάπη. Ιδιαίτερα αγαπούσε τους ετεροδόξους Χριστιανούς. Ποτέ δεν λύπησε ή πρόσβαλε άνθρωπο. Αγαπούσε επίσης και τα λουλούδια του δάσους. Όπου τα έβρισκε μέσα στο δάσος, τα έφερνε και τα μεταφύτευε στον κήπο της αυλής της Σκήτης, ακριβώς έξω από την ανατολική πτέρυγα, όπου και έμενε. Σε κάθε λουλούδι και σε κάθε άνθρωπο έβλεπε το χέρι και την πρόνοια του Θεού. Είχε μεγάλη διάκριση και ευγένεια ψυχής. Ποτέ δεν έκοψε ένα λουλούδι για να το βάλει σε ανθοδοχείο στο κελλί του. Θεολογούσε βλέποντας τα πολύχρωμα λουλούδια του.
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Από το περιοδικό “Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ”, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 38 (2013), άρθρο: «ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΙΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ (1916-2011)», σελ. 92 (απόσπασμα).

Όσιος Διονύσιος της Κολιτσού: o τυφλός Γέροντας
-Πρώτα πήγαμε σε μία καλύβη στη Μονή Παντοκράτορος που ήταν Ρώσικη. Πέθαναν οι πατέρες κι έμεινε η καλύβη στη Μονή. Είχε μία πολύ όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αγοράσαμε την καλύβη από κάποιους πατέρες που ήταν εκεί και καθίσαμε πέντε χρόνια. Αλλά, καθώς εμείς είχαμε έρθει από τη Σκήτη στη Ρουμανία, δεν είχαμε δικά μας χρήματα. Με πολλές δυσκολίες είχαμε οικονομήσει τα ναύλα για το ταξίδι με το βαπόρι. Και εκείνη η καλύβη για να την αγοράσει κανείς στοίχιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ποιός θα μας έδινε δέκα χιλιάδες δραχμές; Κανείς δεν μας έδινε τόσα χρήματα. Υπήρχε ένας έμπορος Ρουμάνος. Είχε δουλέψει στα Ιεροσόλυμα, κι από εδώ κι από εκεί είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε ένα μαγαζί στις Καρυές. Λεγόταν Μιχαήλ. Εμείς τον παρακαλέσαμε να μας δώσει τις δέκα χιλιάδες δραχμές. Μας ρώτησε:
-Δηλαδή, από το πρωί μέχρι να δύσει ο ήλιος;
-Ναί, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αλλά όταν ο οικονόμος ήταν καλός, μας άφηνε λίγο πιο νωρίς να πάμε στην καλύβη που μέναμε. Και το φαγητό ήταν φασόλια. Το πρωί φασόλια, το βράδυ φασόλια. Μας έδιναν και σαρδέλες παστές και μισή οκά κρασί. Αυτά ήταν όλα τα καλά. Και δεν ήταν για μία ημέρα. Μπορεί να περνούσαμε έτσι όλο το μήνα, όλο το χρόνο. Αλλά είμασταν νέοι. Δουλέψαμε για να βγάλουμε τα χρέη. Και τί έπαιρνες εκείνα τα χρόνια με 20 δραχμές; Το ψωμί κόστιζε 8 δραχμές. Δούλευες όλη την ημέρα κι έπαιρνες δύο ψωμιά και μισό. Αλλά είμασταν νέοι και έτσι εργαζόμασταν σκληρά, ώστε να βγαίνει ο απαραίτητος μισθός σιγά -σιγά, εδώ στο Άγιον Όρος. Σε τρία χρόνια εξοφλήσαμε το χρέος. Όμως σου έδινε το Μοναστήρι 20 δραχμές, αλλά έπρεπε κι αυτοί που ήταν στο σπίτι να φάνε. Δουλεύαμε οι δύο, αλλά όμως αυτά πέρασαν.
Και στη συνέχεια ήρθατε απ’ ευθείας εδώ στην Κολιτσού στο κελλί του Αγίου Γεωργίου; Ποιά ήταν η πορεία σας, πώς βρεθήκατε εδώ;
Από εκεί βρήκαμε κάποιον άλλο, πολύ καλό άγιο Γέροντα, και μας είπε:
-Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η γερμανική Κατοχή με πολύ δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας, αλλά θα πρέπει να υπήρχε μια βοήθεια και από τη Μονή Βατοπαιδίου.
-Ναί, ναί… Αλλά μας βοήθησε ο Θεός. Οι Βατοπαιδινοί ήταν υποχρεωμένοι να μας βοηθήσουν. Να μας δώσουν δηλαδή ξυλεία, ό,τι μας χρειαζόταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια οι πατέρες ήταν πιο αυστηροί, και λέγανε: «Αν μπορείτε να κάνετε σπίτι, κάντε το εσείς , όπως ξέρετε. Το Μοναστήρι δεν μπορεί να σας βοηθήσει». Εμείς ζητήσαμε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κόψουμε κάμποσες καστανιές. «Όχι, εσείς δεν ξέρετε· θα κάνετε ζημιά», μας απαντούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, και εξαιτίας τους δεν είχαν μαστόρους στο Μοναστήρι. Εμείς δεν είχαμε μαστόρους, και παιδευτήκαμε. Όλη την ξυλεία που χρειαστήκαμε την κουβαλήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου και την Καρακάλλου, με τη βάρκα που μας δάνειζε ο γείτονάς μας. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανές, και οι βάρκες ήταν με κουπιά…
-Μόνο στο Βατοπαίδι. Στην Κολιτσού δεν πάτησαν Γερμανοί. Μόνο αντάρτες, όταν ήταν το αντάρτικο. Έ, αλλά όλα αυτά περάσανε πάλι, δόξα τω Θεώ.
-Σήμερα πάντως πρέπει να είναι καλύτεροι οι πνευματικοί δεσμοί με τη Μονή Βατοπαιδίου και με τον Γέροντα Ιωσήφ.
-Α, τί λες; Παράδεισος. Μόλις ήρθαν οι πατέρες εδώ από τη Νέα Σκήτη και έγινε και η κοινοβιοποίηση της Μονής, άλλαξαν όλα τα πράγματα. Και οι άλλοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι· ήταν πνευματικοί και αυτοί. Αλλά ήταν πιο αυστηροί. Δεν μας υπολόγιζαν. «Α, ήρθε ο κελλιώτης τάδε», έλεγαν. Δεν μας υπολόγιζαν ότι είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Στην εικόνα που βάζουν μετάνοια οι πατέρες της Μονής, σε εκείνη την εικόνα βάζουμε κι εμείς μετάνοια. Δηλαδή, είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Όλα αυτά που βλέπετε εδώ πέρα είναι βατοπαιδινά. Αν δεν κάνεις υπακοή, πάνε τα ράσα σου εκεί, διότι είναι βατοπαιδινά. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, πώς να πούμε, υπακοή, διότι έτσι μας διατάζει και ο μοναχικός μας βίος.
-Ναί. Εμείς, επειδή κάναμε και λίγα χρόνια στη Σκήτη Μάγκουρα στην πατρίδα μας, γνωρίζαμε το τυπικό. Από τότε δεν αλλάξαμε. Την ημέρα κουραζόμασταν πολύ· δουλεύαμε σαν εργάτες. Αλλά τη νύκτα, λέγαμε· «Στην πατρίδα μας κάναμε τον κανόνα μας και την Ακολουθία. Εδώ στο Περιβόλι της Παναγίας να κοιμόμαστε;». Και παρότι δουλεύαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, σηκωνόμασταν τη νύκτα και κάναμε το καθήκον μας. Κρατούμε, όπως το Μοναστήρι, κι εμείς. Για να γίνεις καλόγερος άλλο δρόμο δεν έχει. Αυτό είναι το τυπικό. Να κάνεις τον κανόνα σου και την Ακολουθία. Έτσι έχουμε μία ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει η θεία Χάρις να κερδίσουμε το σκοπό μας. Ο σκοπός μας δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Κι όσο αν εμείς είμαστε αδύνατοι, η Παναγία που σκεπάζει όλη την οικουμένη με την αγάπη της θα μας βοηθάει και θα μας επισκέπτεται και ποτέ δεν θα απομακρυνθεί από εμάς. Όταν εμείς είμαστε κοντά στην Παναγία, πώς είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψει; Θέλει όμως προσπάθεια και αγώνα.
-Και σήμερα πώς είναι η καθημερινή ζωή στο κελλί;
-Τώρα και με τη συνοδεία που μας χάρισε ο Θεός, κρατάμε έτσι όπως από την αρχή, όπως παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. 1:30 π.μ. με 2:00 π.μ. τη νύχτα πρέπει να ’χουμε σηκωθεί. Πρώτα στο κελλί κάνουμε τον κανόνα μας. Μετά, στις 3:00 π.μ., έχουμε έναν αδελφό που χτυπάει το σήμαντρο και κατεβαίνουμε στην Εκκλησία. Σάββατο, Κυριακή, εορτές, μας βοήθησε το Μοναστήρι κι έχουμε παπά, έχουμε διάκο, έχουμε κι άλλους πατέρες, πέντε νέοι και τέσσερις γέροι, όλη η συνοδεία. Δόξα τω Θεώ. Καλά, καλά είμαστε.
Είμαστε τυχεροί που οι πατέρες από τη Μονή Βατοπαιδίου μας αγαπάνε πάρα πολύ. Είναι καλοί και σωστοί. Εμείς δεν έχουμε τίποτα. Έχουμε τον Θεό, την Παναγία και το Μοναστήρι. Ό,τι ανάγκη έχουμε, αυτοί είναι οι πνευματικοί μας πατέρες. Και ό,τι έχουμε ανάγκη μας βοηθάνε. Πού να πάμε; Όταν έχουμε μία ανάγκη, πού να τρέξουμε; Στο Μοναστήρι. Πατέρες μας είναι. Και μας βοηθάνε. Να την λέμε την αλήθεια. Ό,τι ανάγκη έχουμε, μας βοηθάνε. Ο Θεός, βέβαια, τα τελευταία χρόνια με δοκιμάζει με τα μάτια μου. Δε βλέπω καθόλου, τυφλώθηκα από το γλαύκωμα. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι και χειρότερα σωματικά. Δόξα τω Θεώ. Δόξα να ’χει ο Κύριος.
-Τώρα που είσθε σε τέτοια ηλικία και τυφλός τα βγάζετε πέρα με τα πνευματικά σας καθήκοντα, τον κανόνα σας;
-Πολύ καλά, μέχρι σήμερα. Δόξα τω Θεώ.
-Γέροντα, κατεβαίνετε στην εκκλησία για τις Ακολουθίες;
-Βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έλειπα.Με δυνάμωσε ο Θεός και μέχρι σήμερα δεν έλειπα από την εκκλησία. Δόξα τω Θεώ.
-Όλα αυτά τα χρόνια εδώ μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ζήσατε καλές αλλά και δύσκολες στιγμές. Πνευματικός αγώνας, αλλά και αγώνας για την επιβίωση. Πώς βλέπετε την ζωή σας μέχρι σήμερα;
-Πνευματικά περάσαμε καλά, ευχάριστα. Είχαμε παλαιούς Γεροντάδες, πνευματικούς. Και μας συμβούλευαν πάντοτε τον αληθινό δρόμο. Και εμείς, όπως μας έλεγε ο Γέροντας, νομίζαμε ότι ο Κύριος μιλάει με το στόμα του. Υπακούαμε αδιάκριτα και περνάγαμε καλά. Ως προς τα άλλα είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Πότε με τους αντάρτες, πότε με τους Γερμανούς· τότε δυστυχούσαμε, δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Θυμάμαι, μας έδωσε ένας γέρος δύο λίρες. Κι επειδή δεν είχαμε ψωμί καθόλου, πήγαμε σ’ ένα κελλί Ιβηρίτικο και πήραμε δέκα οκάδες καλαμπόκι με μία λίρα χρυσή. Τόσο δύσκολα ήταν. Έξω πέθανε πολύς κόσμος από πείνα. Έτυχε να περάσω από τη Θεσσαλονίκη επί κατοχής Γερμανών. Και ήταν ένα παιδάκι εκεί που ζητούσε ψωμί. Ο κόσμος έριχνε κοντά του γερμανικά μάρκα, ήθελε να το βοηθήσει. Όμως ψωμί δεν υπήρχε. Μέχρι να το φέρουνε οι βάρκες, πέθανε ο φουκαράς. Πόσο, πόσο λυπήθηκα! Και πέθανε πολύς κόσμος, όπως λένε. Αλλά στο Άγιον Όρος φύλαξε η Παναγία. Μια φορά χορταράκια, άλλη φορά κάτι άλλο, δεν πέθανε κανένας από πείνα. Αλλά, δύσκολα ήταν, πολύ δύσκολα. Αλλά η Παναγία μας βοήθησε και πάλι μας βοηθάει.
-Βλέπεις, τόσα χρόνια πέρασαν και πολλές φορές τα θυμάμαι· πώς ήρθαμε, πώς κάναμε. Και ευχαριστιόμασταν πάντοτε. Και εκείνες οι ώρες που δυσκολευτήκαμε, που δεν είχαμε, πάλι είμασταν ευχαριστημένοι και δοξάζαμε τον Θεό, καμμιά φορά δεν είπαμε· «άχ, τί κάναμε που φύγαμε από την πατρίδα». Διότι εκείνα τα χρόνια η Ρουμανία ήταν πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Τώρα είναι χειρότερα από κάθε χρόνο. Δεν έχουν ούτε να φάνε, φεύγει ο κόσμος στο εξωτερικό γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στη χώρα. Έ, τί να κάνουμε…
-Υπάρχουν πολλοί προσκυνητές που επισκέπτονται το Άγιον Όρος αλλά και εσάς εδώ. Τί νομίζετε ότι τους έλκει στην απομακρυσμένη αυτή Σκήτη; Ποιές οι ανησυχίες τους και τί μηνύματα σας μεταφέρουν από τον κόσμο;
-Βλέπεις, επειδή ζούμε στους εσχάτους καιρούς, ο κόσμος ανησυχεί και διψάει, διψάει για την αλήθεια, την αλήθεια του Χριστού. Βλέπει κάποιος ότι η ανθρωπότητα δεν πάει καλά. Η ανθρωπότητα πήρε ένα δρόμο προς τον κατήφορο. Οι κρατούντες τη γή, ενώ θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα κατά Θεόν ζωής, κάνουν παρανομίες στο μεγαλύτερο βαθμό. Και επειδή κάθε ένας που είναι Χριστιανός έχει μέσα του τη θεία Χάρη από το Βάπτισμα, έχει μέσα του Σώμα και Αίμα Χριστού, με το να έχει μεταλάβει ή τώρα ή παλιότερα, δεν τον αφήνει ήσυχο η συνείδησή του όταν βλέπει ότι η ανθρωπότητα πάει αριστερά. Και διψάει. Γι’ αυτό έρχονται στο Άγιον Όρος, για να ακούσουν μια κουβέντα. Τί να κάνουν; Καταλαβαίνουν ότι θα πεθάνουμε και το μέλλον είναι αιώνιο ή θα κολασθούμε ή θα σωθούμε. Και ρωτάνε: «Πώς να σωθούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε;».
-Γέροντα, πώς βλέπετε την πορεία και την παρουσία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο με δεδομένο ότι σήμερα βάλλεται ποικιλοτρόπως και πληθαίνουν οι φανεροί και αφανείς εχθροί της. Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να ζούν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στην τρίτη χιλιετία και με ποιά πνευματικά όπλα και εφόδια;
-Όπως αναφέρει και η Αγία Γραφή, οι εχθροί της Ορθοδοξίας πλήθυναν· ζούμε στους εσχάτους καιρούς. Οι «απόστολοι» του Αντιχρίστου θέλουν να κάνουν το δρόμο του «καθαρό», όπως θέλουν αυτοί. Αλλά, όπως μας έχουν πεί οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο καιρό η Ορθοδοξία θα είναι ψηλά, δε θα μπορέσουν να μας νικήσουν. Αυτοί θέλουν να γονατίσει η Ορθοδοξία, ώστε να προετοιμάσουν τη βασιλεία του «βδελύγματος της ερημώσεως» (Ματθ. 24,15).
Μπορείτε να μας πείτε κάποιες εμπειρίες που ζήσατε εδώ στο Άγιον Όρος που να δείχνουν την ιδιαίτερη προστασία της Παναγίας και τη θεία βοήθεια;
Εδώ στο περιβόλι της Παναγίας πάντοτε έχουμε τη βοήθειά της κάθε στιγμή της ζωής μας. Εγώ έχω πέσει τέσσερις φορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου