Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

Τήν πίκρα μου τή μοιραζόμουν μέ τόν Θεό, γι’ αυτό καί άντεχα

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Μία πολύ γλυκιά κυρία,  διηγήθηκε τά παρακάτω:
– Τόν άνδρα μου τόν παντρεύτηκα μέ προξενιό. Όμως χωρίς νά τό ξέρω, εκείνος αγαπούσε και είχε χρόνια δεσμό μέ μία κοπέλα, πού οί δικοί του δέν τήν ήθελαν, αλλά αυτός δέν έπαψε ποτέ νά τήν αγαπά.
Παντρευτήκαμε. Ή μέρα τού γάμου ήταν πολύ όμορφη.
Όμως οί όμορφες μέρες ήταν μόνο τρεις. Από τήν τέταρτη μέρα καί επί δέκα επτά χρόνια ή ζωή μου δίπλα του ήταν μία κόλαση. Όταν τόν ρώτησα γιατί μού φερόταν τόσο άσχημα, μού αποκάλυψε πώς αγαπούσε άλλη γυναίκα κι όχι εμένα. Έπεσα από τά σύννεφα!
– Τότε γιατί μέ παντρεύτηκες;
– Γιατί μέ πίεσαν οί γονείς μου. Εκείνη, βλέπεις, δέν τήν ήθελαν.
– Καί εγώ τί φταίω νά μού φέρεσαι έτσι;
– Σήκω καί φύγε, άμα δέν σού αρέσει.
– Πού νά πάω; Ντρέπομαι τά αδέλφια μου καί τόν κόσμο.
– Έ! Τότε κάτσε εδώ καί βούλωστο.
Αυτή ήταν ή απάντησή του. Μαζί κοιμόμασταν, όταν τσακωνόταν μέ τήν άλλη. Ωστόσο έμεινα έγκυος!
Μόλις τού τό είπα, έγινε θηρίο έτοιμο νά μέ κατασπαράξει! Μού ζήτησε νά τό ρίξω. Εγώ όμως, δέν τό κάνα. Γιά κανέναν καί γιά τίποτε δέν θά σκότωνα τό παιδί μου. Μ’ αυτόν τόν τρόπο γέννησα τρία κορίτσια.
– Εργάζεστε;
– Ναί! Έχω δικό μου κομμωτήριο. Ποτέ όμως οί πελάτισσές μου δέν μέ είδαν κλαμένη ή πικραμένη. Ούτε καί τά παιδιά μου. Τήν πίκρα μου τήν έκρυβα βαθιά μές’ στήν ψυχή μου, τή μοιραζόμουν μόνο μέ τόν Θεό.
Ξέρεις τι σημαίνει να κοιμάσαι με τον άνδρα σου, όποτε τσακώνεται με τη φιλενάδα του;
– Δεν το έχω ζήσει, όμως μπορώ να σε καταλάβω. Καλά, αυτή δεν βρήκε κάποιον να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια;
– Παντρεύτηκε, έχει και δύο παιδιά. Αλλά με τον άνδρα μου δεν χώρισαν ποτέ.
– Ο άνδρας της δεν το έχει καταλάβει;
– Δεν ξέρω.
– Τα παιδιά σας δεν έχουν καταλάβει τίποτε;
– Όχι! Πάντα τον δικαιολογούσα, τον κάλυπτα. Αλλά και ποτέ δεν μαλώσαμε. Γιατί ποτέ δεν τον ρώτησα ούτε πού ήταν ούτε γιατί άργησε ούτε αν ήταν με αυτήν. Τίποτα! Όποια ώρα κι αν ερχόταν, αν ήταν μπροστά τα παιδιά, του έλεγα: Καλώς τον Δημητράκη! Και ετοίμαζα το τραπέζι για να φάει.
– Πώς το άντεχες αυτό;
– Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Έπρεπε να δώσω το καλό παράδειγμα στα παιδιά μου. Ήθελα να μάθουν την αξία του σεβασμού, την αξία της αγάπης, την αξία της υπομονής.
– Και, δόξα τω Θεώ, εσύ διαθέτεις πολλή υπομονή.
Εδώ χαμογέλασε. Συνέχισα:
– Τα παιδιά σου, ποιος σου τα κρατούσε, τις ώρες που εσύ εργαζόσουν;
– Η μητέρα μου. Και ξέρεις πώς τους περνούσα τα μηνύματα για οτιδήποτε ήθελα να αποφύγουν;
– Πώς;
– Τους τα έγραφα σε κασέτα. Από τον καιρό που ήταν μωρά, έγραφα κάθε μέρα κάτι στην κασέτα, την έδινα στη μητέρα μου και της έλεγα να τους βάζει να την ακούνε. Έτσι δεν ένιωθαν πολύ την απουσία μου.
Αυτό γινόταν επί δεκαεπτά χρόνια. Ό,τι μήνυμα ήθελα να τους περάσω, το παρουσίαζα πως το είχα ακούσει στο κομμωτήριο.
Γιά τά ναρκωτικά, άς πούμε, τούς έλεγα πώς είχε έρθει μία πελάτισσα στό μαγαζί, πού ήταν πολύ πικραμένη, γιατί τό παιδί της είχε μπλέξει μέ κάποιους φίλους, πού τόν παρέσυραν στά ναρκωτικά … ή άλλοτε πώς γνώρισα κάποιο κορίτσι, πού έμπλεξε μέ κάποιο αγόρι καί έμεινε έγκυος καί από τήν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη τής προέκυψαν πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα.
Όταν μεγάλωσαν, δεν πήγαιναν στη γιαγιά τους, αλλά προτιμούσαν να καθίσουν σπίτι να διαβάσουν. Τούς έλεγα πώς, όταν έρθει ό πατερούλης, έπρεπε νά τού σερβίρουν τό φαγητό, νά τόν περιποιούνται, αφού εκείνος αγωνίζεται γιά μάς, γιατί μάς αγαπάει πολύ.
Έτσι, κάθε μέρα γυρίζοντας από τό σχολείο, θά έβαζαν πρώτα νά ακούσουν τό μήνυμα τής μαμάς.
– Συγγνώμη. Όλα αυτά πώς τα άντεχες;
– Σού είπα: Τήν πίκρα μου τή μοιραζόμουν Μέ τόν Θεό, γι’ αυτό καί άντεχα. Άν συζητούσα μέ κάποια φίλη τά προβλήματά μου, σίγουρα θά είχα χωρίσει. Άκου τή συνέχεια, γιά νά δείς τήν κατάληξη.
-Είμαι όλη αφτιά! Ακούω.
– Λοιπόν! Επί δεκαεπτά χρόνια, διακοπές πήγαινα μόνη μέ τά παιδιά μου. Εκείνος δέν ήρθε ποτέ, μέ όσα παρακάλια κι άν τού έκαναν τά παιδιά. Μία χρονιά, γυρνώντας από τίς διακοπές μας, βρήκα μία κασέτα στό κομοδίνο μου, πού έγραφε πάνω «Σ’ αγαπώ».
Παραξενεύτηκα! Τί κασέτα ήταν αυτή; Σκέφθηκα πώς θά ήταν γιά τή φιλενάδα του. Όταν τό βράδυ κοιμήθηκαν τά παιδιά, έβαλα νά τήν ακούσω.
Εδώ γέλασε.
– Γιατί γελάτε; τή ρώτησα περίεργα.
– Γιατί ή κασέτα ήταν γραμμένη από τόν άνδρα μου γιά μένα!
– Τί έλεγε η κασέτα;
– Πρίν σού πω τί έλεγε η κασέτα, θά σού πώ τί έκανε πρίν.
– Τί έκανε;
– Είχε μαλώσει άσχημα μέ τή φιλενάδα του καί χώρισαν. Πήγε σπίτι καί κατευθύνθηκε πρός τό δωμάτιο τών παιδιών. Γνώριζε πώς τούς γράφω κασέτες, πήρε μία στήν τύχη καί τήν άκουσε. Κι ύστερα κι άλλες …
Έτσι άκουσε τί έλεγα στά παιδιά καί συγκινήθηκε. Πήρε λοιπόν καί αυτός μία κασέτα καί μού έγραψε:
«Συγχώρεσε με γιά ότι σού έχω κάνει. Τώρα καταλαβαίνω πόσο πολύ σ’ έχω πληγώσει, πόσο πολύ σ’ έχω ταπεινώσει. Καί εσύ ούτε μία άσχημη κουβέντα δέν είπες ποτέ, πάντα τρυφερή καί γλυκιά μαζί μου. Άκουσα μερικές κασέτες σου, πού μιλάς στά παιδιά μας.
Δέν μέ κατηγόρησες ποτέ. Μόνο καλά λόγια έβγαιναν από τά χείλη σου. Τώρα κατάλαβα γιατί μ’ αγαπούν τόσο πολύ τά παιδιά μας. Σέ παρακαλώ, συγχώρεσε με, καί σού υπόσχομαι, ότι σού στέρησα όλα αυτά τά χρόνια, νά σού τά δώσω απλόχερα από εδώ καί πέρα. Θά είσαι ή βασίλισσα τής καρδιάς μου.
Σέ παρακαλώ, συγχώρεσε με. Αυτή τήν ώρα πού σού μιλάω, πίστεψέ με πώς αισθάνομαι πολλή αγάπη γιά σένα, μού λείπεις. Σ’ αγαπώ».
Ακούγοντάς τα όλα αυτά, ένιωσα όμορφα, δυσκολευόμουν όμως νά τά πιστέψω. Στή σκέψη μου ήρθαν, σάν κινηματογραφική ταινία, όσα μού έκανε καί όσα μού έλεγε. Έτσι μέ πήρε ό ύπνος.
Όταν γύρισε τό βράδυ, τόν άκουσα, μά δέν σηκώθηκα, όπως έκανα πάντα, γιά νά τού βάλω φαγητό. Έκανα πώς κοιμόμουν. Εκείνος ήρθε καί ξάπλωσε δίπλα μου, σιγά-σιγά, γιά νά μή μέ ξυπνήσει καί μέ πήρε αγκαλιά, γιά πρώτη φορά στά δεκαεπτά μας χρόνια.
Καί όχι μία απλή αγκαλιά, αλλά πολύ τρυφερή … Μέ φίλησε απαλά στήν πλάτη καί ψιθύρισε: «Συγχώρεσε με, σ’ αγαπώ!»
Από εκείνη τήν βραδιά ή ζωή μου άλλαξε τελείως. Ό Δημήτρης έγινε άλλος άνθρωπος … Τρυφερός, στοργικός, δέν μού χάλασε ποτέ χατίρι. Μέ λίγα λόγια γίναμε οικογένεια.
Νά ξέρεις πώς στή ζωή, όταν αγωνίζεσαι, θά χάνεις μάχες, μά στό τέλος τόν πόλεμο εσύ θά τόν κερδίσεις.
Καί κάτι άλλο: Χωρίς πίστη στόν Θεό, δέν έχεις όπλα νά παλέψεις!
Askitikon

Δεν υπάρχουν σχόλια: