Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα φρίκη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ἄνευ τοῦ Χριστοῦ!

Δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα φρίκη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ἄνευ τοῦ Χριστοῦ. Θὰ προτιμοῦσα νὰ εἶμαι εἰς τὴν κόλασιν εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ὁ Χριστὸς (μὲ συγχωρεῖτε διὰ τὸ παραδοξολόγημα!) παρὰ εἰς τὸν παράδεισον ποὺ δὲν ἔχει τὸν Χριστόν.

Διότι ὅπου δὲν εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ἐκεῖ τὰ πάντα μετατρέπονται εἰς κατάραν, εἰς πικρίαν, εἰς φρίκην· ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὴν μισοσβησμένην σπίθαν τῆς ἀνθρωπίνης αὐτοσυνειδησίας ἁπλώνεται τὸ ἀτελείωτον σκότος καὶ τὸ μαῦρον ἔρεβος, ἐκεῖ τὸ σῶμα μεταβάλλεται εἰς βαρὺ φορτίον καὶ ἡ ψυχὴ εἰς καταραμένον ζυγόν.

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἐβασάνισε, καὶ ἐλάχιστα, τὸ μαρτύριον τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ ἔχη αἰσθανθῇ τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου: «Ὁ Θεὸς εὐλόγησεν ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ ἐν Χριστῷ» (Ἐφ. 1,3). Ἄνευ καὶ ἐκτὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ τὸν ἄνθρωπον παρασύρουν οἱ σκοτεινοὶ ποταμοὶ τῆς κατάρας καὶ τοῦ κακοῦ.

Μόνον μέσα εἰς τὸν Γλυκύτατον Κύριον ἠσθάνθημεν καὶ ἐμάθαμεν, ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ἕνας πρόλογος διὰ τὸν ἄλλον· ὁ χρόνος εἶναι ἕνα προοίμιον διὰ τὴν αἰωνιότητα· ἡ ἐπίγειος ζωὴ εἶναι μία προετοιμασία διὰ τὴν αἰώνιον ζωὴν· τὸ ἐπίγειον ἀγαθὸν εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τοῦ αἰωνίου ἀγαθοῦ.

«Δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Μάτθ. 25, 21, 23).

Ἄλλα δὲν πρέπει νὰ λησμονήσωμεν καὶ τὸ ἑξῆς: Μόνον φωτισμένοι ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς τοῦ Θεανθρώπου εἴδομεν καὶ ἠσθάνθημεν ὅλην τὴν ὀλεθριότητα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ κατενοήσαμεν, ὅτι τὸ ἐπίγειον κακὸν εἶναι προοίμιον καὶ προετοιμασία διὰ τὸ αἰώνιον κακὸν· ἡ ἁμαρτία ἐδῶ εἰς τὴν γῆν εἶναι εἰσαγωγὴ καὶ προετοιμασία διὰ τὸ αἰώνιον βασίλειον τῆς ἁμαρτίας, τὴν κόλασιν.

Μόνον οἱ χριστοφόροι ἄνθρωποι γνωρίζουν μέχρι τῶν λεπτομερειῶν τὸ μυστήριον τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, διότι ἔχουν τὰ αἰσθητήρια «διὰ τὴν ἕξιν γεγυμνασμένα πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Ἔβρ. 5,14). Ἐπὶ πλέον, γνωρίζουν ἐντελῶς τὴν νοοτροπίαν τοῦ Σατανᾶ καὶ τὴν διαλεκτικὴν τῆς φιλοσοφίας τοῦ κακοῦ κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου: «οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν» (2 Κόρ. 2,11).

Εἰς τὸ ἔλλογον (logosnom) βάθος τοῦ θεοειδοῦς ἀνθρωπίνου ὄντος, ὁ χρόνος καὶ ἡ αἰωνιότης εὑρίσκονται ὀργανικῶς ἡνωμένα καὶ ὀντολογικῶς συνδεδεμένα, ἀναλόγως πρὸς τὸ μέτρον τοῦ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Στηριζόμενος εἰς αὐτὰς τὰς ἐνυπαρχούσας μέσα του αἰωνιότητας, ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ οἰκοδομηθῇ εἰς μίαν θαυμασίαν ὕπαρξιν. Μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὸ θεοειδὲς ἀποτελεῖ ἀστείρευτον πηγὴν τῶν θεονοσταλγικῶν δημιουργικῶν δυνάμεων, μὲ τὴν βοήθειαν τῶν ὁποίων μεταμορφώνει τὸν ἑαυτόν του εἰς ἕνα αἰώνιον ὄν.

Ἡ ἁμαρτία διετάραξεν αὐτὴν τὴν ἐνυπάρχουσαν ἑνότητα τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητος μέσα εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἤνοιξε μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον ἕνα φοβερὸν χάσμα μεταξύ τοῦ ἐν χρόνῳ καὶ τοῦ αἰωνίου, εἰς τὸ ὁποῖον χάσμα πνίγεται διαρκῶς ἡ σκέψις καὶ ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἁμαρτία, ὡς ἀντί – θεος καὶ ἀντί – λογος (protivlogosna) δύναμις, ἀ-θεοποιεῖ, ἀπολογοποιεῖ (delogosira) τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν καθιστᾶ χωρὶς νόημα.

Τοῦτο δὲ σημαίνει: Ἡ ἁμαρτία θανατώνει τὸν ἄνθρωπον, διότι τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν μοναδικὴν πηγὴν τῆς ζωῆς, τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς αἰωνιότητος, ἀπὸ τὸν Θεόν.