
Είχα
φθάσει νεαρός , τότε ,το 1972 για πρώτη φορά στο Άγιο Όρος . Οι
συγκινήσεις έρχονταν καταιγιστικές. Μ’ολις έφτασε το Λεωφορείο στις
Καρυές . Κατεβήκαμε και ο διπλανός μου στο κάθισμα , Χημικός
Ελληνοαμερικάνος , από το Σικάγο , παρατηρώντας γύρω του έκθαμβος ,
γονάτισε , φίλησε το χώμα που πατούσε και αναλύθηκε σε κλάματα ! |
Φτάσαμε στο κελί του π. Θεόκλητου Διονυσιάτη , του οποίου ο υποτακτικός ήταν φίλος μου .
Στο
κελί του όπου με τηγανητές μελιτζάνες και πατάτες , καθαρισμένες δια
χειρός Γέροντα Διονυσίου, του υποτακτικού του και εμού , αισθάνθηκα
καθαρά τι σημαίνει το φάγονται πένητες και εμπλησθλησονται και αινεσουσι
Κύριον τον Θεόν. Προφανως το κελί αυτό θα ήταν παράρτημα του Παραδείσου
.
Το
βράδυ στην βεράντα του κελιού με το φεγγάρι σπό πάνω μας κάναμε το
αποδειπνο , εγγύηση ενός παραδείσιου ύπνου που ακολούθησε αμέσως .
Την
άλλη μέρα το πρωί , τραβήξαμε με τον υποτακτικό του στο κελί του π.
Παϊσίου αφού με έδωσε ένα συστατικό επιστολάριο για να πώ μόνος μου
στην Μονή Σταυρονικήτα . Την αξέχαστη εμπειρία της συνάντησης με τον π.
Παΐσιο, θα την περιγράψω άλλη φορά .
Όταν έφτασα στην Μονή παρέδωσα το επιστολάριο στον γέροντα π. Βασίλειο Γοντικάκη .
Την άλλη ημέρα καθόμουνα στην βιβλιοθήκη της Μονής Σταυρονικήτα όταν ξαφνικά ήρθε ο π. Βασίλειος και με βρήκε .