
Στίχοι
Ἀκμαῖος ὢν Τριάδος εἰς πίστιν Μάμας,
Ἀκμαῖς τριαίνης καρτερεῖ τετρωμένος.
Δευτερίῃ χολάδες Μάμαντος χῦντο τριαίνῃ.
Ο Άγιος καταγόταν από την πόλη Γάγγρα της Παφλαγονίας. Οι γονείς του ήταν χριστιανοί και ομολογητές της πίστης του Χριστού. Όταν συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες και φυλακίστηκαν για την πίστη τους, μέσα στη φυλακή γεννήθηκε από τη μητέρα του ο Μάμας, το έτος 260. Μετά από προσευχή, οι γονείς του εκοιμήθησαν μέσα στη φυλακή και έτσι ο Μάμας έμεινε ορφανός. Τον ανέλαβε τότε μια πλούσια χριστιανή, ονόματι Αμμία, η οποία τον μεγάλωσε. Επειδή ο μικρός τον περισσότερο καιρό αποκαλούσε τη θετή του μητέρα «μαμά», ονομάστηκε Μάμας.
Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες ως χριστιανός και μαστιγώθηκε. Στη συνέχεια, του κρέμασαν στο λαιμό ένα κομμάτι μολύβι και τον έριξαν στη θάλασσα. Με τη δύναμη του Θεού σώθηκε από τον πνιγμό και κρύφτηκε σε μια σπηλιά, όπου τρεφόταν με γάλα από ελάφια. Αργότερα συνελήφθη ξανά και ρίχτηκε σε αναμμένο καμίνι, ενώ τον έριξαν και στα θηρία, αλλά έμεινε αβλαβής. Τελικά τρυπήθηκε με ένα σιδερένιο τρίαινο κοντάρι στην κοιλιά και έτσι παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, για να λάβει το στεφάνι του μαρτυρίου.
(Ο εκτενής βίος του υπάρχει στον Εφραίμ, ενώ ελληνιστί τον έγραψε ο Μεταφραστής, αρχίζοντας με τα λόγια: «Μάμας ο μέγας ούτος». Το κείμενο φυλάσσεται στη Μεγίστη Λαύρα, στους Ιβήρες και σε άλλα μοναστήρια.)
Σε έντυπο Ωρολόγιο γράφεται ότι ο Άγιος έμεινε άφωνος πέντε χρόνια μετά τη γέννησή του. Έπειτα μίλησε πρώτη φορά στα λατινικά λέγοντας «Mama». Από αυτό πήρε και το όνομά του.
Αφού τρυπήθηκε με τη λόγχη, βγήκε από το θέατρο κρατώντας με τα χέρια του τα σπλάχνα του που πήγαιναν να πέσουν έξω. Με δυσκολία έφτασε σε τόπο κοντά στην Καισάρεια, σε απόσταση ενός σταδίου (125 μέτρα). Εκεί η Αμμία, που τον είχε μεγαλώσει, έκτισε αργότερα πολυτελή ναό στο όνομά του. Στον ναό αυτό οι Καισαρείς γιόρταζαν κάθε άνοιξη. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρουσία του Μεγάλου Βασιλείου, εκφώνησε εκεί τον πανηγυρικό του λόγο, αναφέροντας ότι ο Άγιος που πρώτα έπινε γάλα από ελάφια, τώρα ποιμαίνει λαό ολόκληρης μητρόπολης.
Την ίδια ημέρα η Μνήμη του Αγίου Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Νηστευτή.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής έζησε στα χρόνια των βασιλέων Ιουστίνου, Τιβερίου και Μαυρικίου (580 μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από νέος ήταν χαράκτης στο επάγγελμα. Ήταν ευσεβής, φιλάνθρωπος, φιλόξενος και φοβόταν τον Θεό.
Μια φορά δέχθηκε στο σπίτι του έναν μοναχό από την Παλαιστίνη, τον Ευσέβιο. Καθώς περπατούσαν μαζί, εκείνος άκουσε αόρατη φωνή να του λέει ότι δεν του επιτρεπόταν να περπατά δεξιά από τον μεγάλο Ιωάννη, προμηνύοντας το αξίωμα που θα έπαιρνε ως Πατριάρχης.
Αργότερα γνώρισε τον Άγιο Ιωάννη τον Γ΄, τον από Σχολαστικών, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος τον έκανε Αναγνώστη, έπειτα Διάκονο και κατόπιν Πρεσβύτερο.
Όταν ήταν ακόμη Διάκονος, είχε μια θαυμαστή οπτασία στον Ναό του Αγίου Λαυρεντίου, όπου είδε πλήθος Αγίων ντυμένων με λευκές στολές και άκουσε ουράνια μελωδία, προμήνυμα της δόξας που θα αποκτούσε.
Ως διαχειριστής των ελεημοσυνών της Εκκλησίας, μοίραζε πλουσιοπάροχα χρήματα από ένα πουγκί, το οποίο θαυματουργικά δεν άδειαζε. Κάποτε όμως ένας φθονερός άνθρωπος γκρίνιαξε γι’ αυτό και τότε το θαύμα σταμάτησε.
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Ευτύχιου, εκλέχθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αφού πρώτα είδε φοβερή έκσταση με τη θάλασσα και τη φωτιά, που του έδειχνε πως δεν μπορούσε να αποφύγει το αξίωμα.
Ο Άγιος έζησε με άκρα εγκράτεια: έξι μήνες δεν ήπιε νερό, έτρωγε μόνο λίγα φρούτα (μαρούλι, πεπόνι, σταφύλια ή σύκα) και κοιμόταν καθιστός, με ένα κερί και βελόνα που τον ξυπνούσε όταν έσβηνε. Ήταν προσευχόμενος συνεχώς και με θαύματα απέτρεπε κινδύνους από πολέμους, ασθένειες και συμφορές.
Έκανε πολλά θαύματα: γαλήνεψε τη θάλασσα με την προσευχή του, θεράπευσε τον Ιωάννη τον Σχολαστικό που ήταν τυφλός, σταμάτησε θανατικό στην πόλη, θεράπευσε δαιμονισμένο και χάρισε τεκνογονία σε στείρες.
Αφού πατριάρχευσε δεκατρία χρόνια και πέντε μήνες, εκοιμήθη ειρηνικά στις 2 Σεπτεμβρίου 595. Μετά την κοίμησή του, το λείψανό του, όταν το προσκύνησε ο έπαρχος Νείλος, σηκώθηκε και τον αντεφίλησε, λέγοντας του μυστικά λόγια που δεν αποκάλυψε ποτέ. Ο λαός έμεινε έκθαμβος από το θαύμα και δόξασε τον Θεό. Το λείψανό του ετέθη με τιμές στο Άγιο Βήμα της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής συνέγραψε και κανονικό βιβλίο, γνωστό ως «Κανονικόν», που διασώζεται μέχρι σήμερα.
Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου
Άγιος Βασίλειος ο Μέγας
[Από την ομιλία για τον Άγιο Μάμα]
«Να θυμάστε τον μάρτυρα, όσοι στα όνειρά σας ευτυχήσατε να τον δείτε.
Όσοι περνώντας από τούτον τον τόπο, σ’ εκείνον προσευχηθήκατε για να σας βοηθήσει.
Όσοι αφού επικαλέστηκαν το όνομά του, είδαν τη συνδρομή του στο έργο τους.
Όσοι ενώ είχαν χαθεί, με την βοήθειά του ξαναβρήκαν τον δρόμο τους.
Όσοι από αρρώστια βρήκαν γιατρειά.
Όσοι τα παιδιά τους εκεί που είχαν ήδη τελειώσει, τα είδαν να ξαναζωντανεύουν.
Σε όσους ζωή μακροχρόνια έδωσε, ενώ κινδύνεψαν να πεθάνουν νέοι.
Όλα
αυτά τα καλά αφού προσεκτικά συγκεντρώνετε, σε συνεργασία μεταξύ σας να
τα επαινείτε και να εξυμνείτε τη Θεία Χάρη με θέρμη και ενθουσιασμό.
Ο ένας στον άλλον να τα διαδίδετε, ότι γνωρίζει ο καθένας από σας, ώστε να τα μεταδίδετε σε όσους δεν τα γνωρίζουν.
Για
να μαθαίνουν όλοι από εκείνους που ήδη ξέρουν, και έτσι συνεισφέροντας,
προσφέροντας δηλαδή όλοι από κοινού, γεύματα μεταξύ σας, την δικιά μου
ασθένεια και αδυναμία να συγχωρείτε.»
Μεγάλου Βασιλείου Ομιλία ΧΧΙΙΙ, Εις τον Άγιον μάρτυρα Μάμαντα P.G. XXXI σ. 589
Βασιλείου
Καισαρείας του Μεγάλου. Άπαντα τα έργα . Τόμος 7, Ομιλίες Ε’
(Εγκωμιαστικές) ΕΠΕ (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας), Πατερικές εκδόσεις
»Γρηγόριος ο Παλαμάς».
Εὐχὴ εἰς κτήνη
[ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΑΜΑΝΤΟΣ]
ἀπὸ τὸ μ.Εὐχολόγιον «ΕΥΧΑΙ ΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ»
Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἐλάχιστος Μάμας, ὑπάρχων ἐν τοῖς ὄρεσι, διὰ τῆς
δυνάμεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἤμελγον τὰς ἐλάφους, καὶ τυροὺς
ποιῶν, διένεμον τοῖς πένησι, καὶ διέτριβον ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ σπηλαίοις
μέχρι τοῦ μαρτυρίου μου. Ἐκεῖ οὖν ἐμοῦ διατρίβοντος, προσῆλθον Ἰωάννης
καὶ Φιλόθεος, παρακαλοῦντες καὶ λέγοντες· Φθόνος τοῦ διαβόλου ἐπέπεσεν
εἰς τὰ ποίμνια καὶ βουκόλια καὶ τελευτῶσι κακῶς, καὶ δεόμεθά σου, ἅγιε
τοῦ Θεοῦ, πρόσευξαι ὑπὲρ αὐτῶν, ἵνα ἰαθῶσιν ἀπὸ παντός κακοῦ εἰς
μνημόσυνον τοῦ μετὰ ταῦτα χρόνου, εἰς δόξαν Θεοῦ· ἐγὼ δὲ εἶπον αὐτοῖς·
Ἀδελφοί μου πνευματικοί, ἐγὼ ἁμαρτωλός εἰμι, καὶ ἁμαρτωλοῦ ὁ Θεὸς οὐκ
ἀκούει. Αὐτοὶ δὲ ἐπέμενον παρακαλοῦντες με. Καμφθεὶς οὖν πρὸς τὰς
δεήσεις αὐτῶν, προσευξάμενος τῷ Κυρίῳ εἶπον·
Ἐπικαλούμεθά σε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τὸν
κατελθόντα ἐκ τῶν πατρικῶν κόλπων, καὶ σαρκωθέντα ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου,
καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, θελήσει δὲ Σταυρὸν καὶ θάνατον ὑπομείναντα, καὶ
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστάντα, καὶ ζωὴν τῷ γένει τῶν βροτῶν χαρισάμενον,
ἐπάκουσόν μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καὶ ἀναξίου δούλου σου Μάμαντος, καὶ ὅστις
ἐστὶν ἐν ἀθυμίᾳ καὶ θλίψει πολλῇ, καὶ ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομά σου, Κύριε ὁ
Θεὸς ἡμῶν, καὶ μνησθείη τοῦ ὀνόματος τοῦ δούλου σου Μάμαντος, μὴ ἐπέλθῃ
ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτοῦ ἢ τὴν ἀγέλην τῶν βοῶν αὐτοῦ διαβολικὴ συμφορὰ ἢ
ἄλλη τις νόσος.
Ναί, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, καὶ τῷ λόγῳ
συστησάμενος πάντα τὰ πρὸς σωτηρίαν τοῦ γένους ἡμῶν, μὴ παρίδῃς τὴν
δέησιν ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ καὶ εὐτελοῦς δούλου σου, ἀλλ᾿ ἐπάκουσόν μου,
φιλάνθρωπε Κύριε, καὶ ὅπου ἀναγνωσθῇ αὕτη μου ἡ προσευχή, εἴτε εἰς
ποίμνην, εἴτε εἰς βόας, εἴτε εἰς ποίμνην, εἴτε εἰς βόας, εἴτε εἰς
ἡμιόνους, μὴ ἐπέλθῃ εἰς τὰ ζῷα αὐτοῦ νόσος ἢ ἕτερος πειρασμός· ὅπως ὑπὸ
σοῦ πάντες φυλαττόμενοι, δόξαν καὶ προσκύνησιν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ
τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Ἀμήν.