Συγκινητικός ήταν ο επικήδειος λόγος που εκφώνησε ο Καθηγούμενος της Ι. Μ. Ιβήρων στην κηδεία του μακαριστού Γέροντα Βασιλείου Γοντικάκη.
Σεβαστέ μας Γέροντα,
Πάντα σᾶς ἄρεσε τὸ δοξαστικὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον· αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας, τῇ σαρκὶ σαββατίσας.
Σήμερα ἔχουμε τὸν δικό σας σαββατισμό, τὴν δική σας ἀνάπαυση καὶ τὴν κατάπαυση ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων. Κανονικὰ σεβόμενοι τὴν ἐπιθυμία σας δὲν ἔπρεπε νὰ ποῦμε τίποτα ἀλλὰ ἐν σιγῇ καὶ προσευχῇ νὰ παραδώσουμε στὴν γῆ τὸ σκῆνος σας καὶ νὰ σᾶς προπέμψουμε στὴν αἰωνιότητα. Κάνοντας ὅμως ὑπακοὴ σὲ ἀγαπητοὺς ἀδελφούς, θὰ τολμήσω νὰ ψελλίσω μερικὰ ἄτεχνα λόγια. Γράφατε στὰ Ἀποτυπώματα:
Ὅταν ἤλθαμε στὴν Ἰβήρων ποὺ γινόταν κοινόβιο, μὲ εἶδε κάποιος στὰ ἔργα τῆς Μονῆς καὶ μοῦ εἶπε: θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἤσουν νεώτερος, γιὰ νὰ μποροῦσες νὰ τέλειωνες τὸ ἔργο. Μέσα μου ἀντήχησε μιὰ ἀπάντησι: Ὁ ἄνθρωπος δὲν γερνᾶ, οὔτε φεύγει. Οἱ ἄλλοι ποὺ ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός του. Ἀλλοίμονο ἂν ἡ ζωὴ καὶ οἱ φιλοδοξίες τοῦ ἀνθρώπου ἄρχιζαν καὶ τέλειωναν μέσα στὸν χρόνο τοῦ παρερχόμενου βίου του.
Στὴν Ἐκκλησία {...η συνέχεια}