Μακαριστός π. Ανανίας Κουστένης_Ο Άγιος Πορφύριος είχε δει τους Αγωνιστάς του 1821 με τον Κολοκοτρώνη πρώτο, όλους στον Παράδεισο..!
Κι
όταν του είπαν τί να κάνουμε κι εμείς, για να πάμε κοντά τους είπε ο
Άγιος να κάνετε ό,τι κάνανε κι αυτοί.. ν΄αγωνισθείτε υπέρ Πίστεως και
Πατρίδος, να ‘στε φιλόθεοι, φιλοπάτριδες και φιλάνθρωποι, με την έννοια της αγάπης στον Θεό…
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης έλεγε συχνά: «Από μικρός ήμουνα θεοφοβούμενος, και στο όνομα του Θεού ακουμπούσα πάντα την απόφασή μου».
Ο Κανάρης ευλογούσε το Άγιο όνομα του Θεού και στις επιτυχίες και στις αποτυχίες. Η αγάπη του για τον Χριστό δεν είχε ίχνος ιδιοτέλειας. Αν και ολιγογράμματος, κατανοούσε βιωματικά αυτό που διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ότι τον Θεό πρέπει να τον αγαπούμε όπως το παιδί τον πατέρα του. Κάθε νίκη του την απέδιδε στον Θεό και ποτέ στον εαυτό του και στις ικανότητές του.
Ο Κανάρης κατά την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρά Αλή, ανοιχτά της Χίου το 1822, έφερε μαζί του λάβαρο, στο οποίο απεικονίζονταν οι Άγιοι Απόστολοι. Προκειμένου να ευοδωθεί ο σκοπός του και να διαφυλαχθεί σώο το πλήρωμα του πυρπολικού, έκανε τάμα εκείνο το βράδυ ο πυρπολητής προς την Παναγία ότι θα κτίσει ναό στο όνομα των Αγίων Αποστόλων, όταν ο Υιός της ευδοκήσει την απελευθέρωση της Ελλάδος. Το λάβαρο αυτό το είχε πάντοτε μαζί του σε όλες τις καταδρομικές επιθέσεις με πυρπολικά, που έκανε μέχρι και το τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Και παρότι είχε καεί το μισό και το υπόλοιπο ήταν διάτρητο από τις εχθρικές σφαίρες, εκείνος όμως το διατηρούσε με σεβασμό στην οικία του. Τον Αύγουστο του 1873 αξιώθηκε να εκπληρώσει το τάμα του προς τους Αγίους Αποστόλους οικοδομώντας μέσα στο κτήμα του στην Κυψέλη μικρό ορθογώνιο καμαροσκέπαστο ναό προς τιμήν τους, όμοιο με εκείνον που διατηρούσαν οι γονείς του στα Ψαρά. Τότε το ιερό αυτό λάβαρο το εναπόθεσε με σεβασμό πάνω στην Αγία Τράπεζα του ναού… Κατά τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη σ΄ αυτόν τον ναΐσκο «παρηκολούθει τακτικότατα τας ιεράς ακολουθίας της Εκκλησίας… Πιστός εις την Πατρίδα. Πιστός και εις την Εκκλησίαν της Πατρίδος… Γενόμενος παράδειγμα αξιομίμητον εις τον Ελληνικόν Λαόν…» (Με του βορηά τα κύματα, Ε΄, Αθήναι 1926) Αποτελούσε δε ο ναός αυτός ένα «αντίδωρο», ένα ευχαριστώ προς τον Κύριο.
***
Ο θρυλικός αυτός θαλασσομάχος υπήρξε και υπόδειγμα εμπιστοσύνης στον Θεό και τιμιότητας. Μετά την αποτυχημένη επιχείρηση στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής προς την Πατρίδα τελείωσαν στο πλοίο του τα τρόφιμα και το νερό. Τυχαία διασταυρώθηκαν μ’ ένα εμπορικό πλοίο με αυστριακή σημαία, το οποίο ακινητοποιούν. Ο Κανάρης λέει στον καπετάνιο για τα τρόφιμα, που θέλοντας και μη τους έδωσε: «Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω τώρα, γράψε σ’ ένα χαρτί πόσο αξίζουν και φέρε το να το υπογράψω». «Όμως εσείς δεν έχετε Έθνος» του λέει ειρωνικά ο ξένος καπετάνιος. Με ακράδαντη βεβαιότητα στη συνδρομή του Χριστού και της Παναγίας ο Κανάρης του απάντησε με βροντερή φωνή: «Αν δεν έχουμε Έθνος θα κάνουμε». Μετά την απελευθέρωση, όταν έγινε Πρωθυπουργός, εξόφλησε όλο το χρέος χωρίς καμία πρόφαση, κρατώντας την παλιά του υπόσχεση και εφαρμόζοντας ως γνήσιος Χριστιανός την προτροπή του Κυρίου: «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου». (Μτθ. 5, 37) Το ναι σας πρέπει να είναι ναι και το όχι, όχι. Το τόνισε δε αυτό, λέγοντας στον έκθαμβο Αυστριακό καπετάνιο: «Βλέπεις, πλοίαρχε μου, πως εμείς οι Έλληνες ότι λέμε το κάνομε!» (Γιάννης Βλαχογιάνης).
Και ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης επαινούσε αυτή την την πίστη του Κανάρη και την εμπιστοσύνη που είχε στον Θεό. Τον καιρό που βρισκόταν στη Μονή Στομίου στην Κόνιτσα και αγωνιζόταν να ανακαινίσει το ερειπωμένο μοναστήρι είχε πει: «Όταν είπαν στον Κανάρη, τότε που ζήτησε δάνειο: “Δεν έχεις πατρίδα”, εκείνος είπε: “Θα αποκτήσομε πατρίδα”. Αν κοσμικός άνθρωπος είχε τέτοια πίστη, εμείς να μην έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό; Αφού η Παναγία οικονόμησε να βρεθώ εδώ δε θα φροντίσει για το Μοναστήρι της;» [Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, έκδοση Ι. Ησ. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015, σελ. 169]
***
Έλληνες και ξένοι προφέρουν με θαυμασμό το όνομά του. Όταν ο Άγγλος πλοίαρχος Κλότς τον ρωτά «Πως κατασκευάζετε σείς οι Έλληνες τα πυρπολικά σας;», εκείνος αποκαλύπτει την τέχνη: «Όπως και σείς, αρχηγέ. Αλλά έχουμε ένα μυστικό που το κρατούμε κρυμμένο εδώ -και έφερε το χέρι επί της καρδίας. Η αγάπη προς την πατρίδα είναι που μας οδηγεί στην επιτυχία».
***
Ο Κάλβος τελειώνει έτσι τα «ηφαίστεια»:
Κανάρη! Και τα σπήλαια της γης εβόουν: Κανάρη!
Και των αιώνων τα όργανα ίσως θέλει αντηχήσουν πάντα Κανάρη!
Όλη η Ευρώπη κι η Αμερική μιλούσαν για τον Ψαριανό θρύλο με τη λιονταρίσα καρδιά.
Ο Γάλλος ναύαρχος και ιστορικός Jurien de la Graviere (Ζουριέν ντε λα Γκραβιέρ)
γράφει για την επιτυχία να ανατινάξει τη ναυαρχίδα «Νικητής» του
Τούρκου ναυάρχου (Καπουδάνπασά) Καρά-Αλή στη Χίο στις 6 Ιουνίου του 1822
και πέντε μήνες αργότερα, τη νύχτα της 29ης Οκτωβρίου 1822 το ντελίνι –
υποναυαρχίδα του αντιναυάρχου Καπουδάν μπέη Ιμπραήμ στην Τένεδο : «Ο αλάθητος Κανάρης συγκίνησε τις καρδιές των ποιητών και οι ναυτικοί όλου του κόσμου τον θαυμάζουν.
Μέσα με 6 μήνες κατέστρεψε δύο δίκροτα και 3000 εχθρούς. Μόνο το όνομά
του πλέον αρκούσε, κι έτρεπε ολόκληρους στόλους σε άτακτη φυγή».
Τον Ιούνιο του 1825 ο Euqene Villeneuve, Γάλλος φιλέλληνας, καταγράφει στο ημερολόγιό του, που δημοσίευσε το επόμενο έτος, τα εξής για τον Κανάρη: «Είχα την τιμή να δειπνίσω με τον Κανάρη, τον καταστροφέα του τουρκικού ναυτικού… ατρόμητος ναυτικός… Η φυσιογνωμία του επιβλητική. Το βάδισμά του αγέρωχο και στα μάτια του λάμπει το θάρρος που του δίνει πνοή για την ελευθερία της αγαπημένης του πατρίδας».
Πώς να μην τον συγκρίνουμε με τον Μέγα Αλέξανδρο που, όταν του προσφέρθηκε στην έρημο της Γεδρωσίας ένα κράνος γεμάτο με νερό, το αρνήθηκε για να συμμερισθεί τη δίψα των στρατιωτών του. Και πράγματι μαρτυρείται ιστορικά ότι ο Κανάρης τον είχε ως πρότυπό του. Νεαρός ακόμα με τα λίγα γράμματα που είχε μάθει, την ώρα της ανάπαυσης στα προεπαναστατικά ταξίδια που έκανε, βάλθηκε να διαβάσει και εκείνος, όπως οι περισσότεροι Έλληνες της Τουρκοκρατίας τη «φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, πούχε μισολειώσει από το πολύ ξεφύλισμα και το σάλιο…» Τόσο πολύ συγκινούνταν και θαύμαζε το μεγαλείο και την ανδρεία των αρχαίων Ελλήνων που «εις την ανάγνωσιν έτρεχαν δάκρυα, βρύση οι οφθαλμοί του», όπως το ομολόγησε ο ίδιος στον Τερτσέτη[Τερτσέτης Γεώργιος, Άπαντα, Αθήναι 1953, τόμος Β΄, σελ. 275]. Απόδειξη τα ονόματα που έδωσε στα παιδιά του. Παντρεμένος με τη Δέσποινα, κόρη του Ψαριανού αγωνιστή Μανιάτη, απέκτησε 6 γιους και μία κόρη, τη Μαρία, που δυστυχώς αρρώστησε και πέθανε νωρίς. Ο πρώτος του γιος πήρε το όνομα του αγίου προστάτη των θαλασσινών, Νικολάου. ΄Όλοι οι άλλοι πήραν ονόματα αρχαία: Θεμιστοκλής, Θρασύβουλος, Μιλτιάδης, Λυκούργος και Αριστείδης. Είχε όμως ο μπουρλοτιέρης όνειρα και για τη σύγχρονη Ελλάδα και στήριξε πολλές ελπίδες στον Ιωάννη Καποδίστρια. Ήταν ένα από τα λίγα πρόσωπα στα οποία είχε εμπιστοσύνη ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της ανεξάρτητης Ελλάδος. Η δολοφονία του Καποδίστρια τον απογοήτευσε πολύ κι αποσύρθηκε για να ιδιωτεύσει στη Σύρο, αποποιούμενος τη σύνταξη που του πρόσφερε ο Όθων. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών τέσσερις φορές και για σύντομα χρονικά διαστήματα πέντε φορές πρωθυπουργός. [Βασίλειος Γ. Βοξάκης Θεολόγος καθηγητής]
***
Η Ευαγγελική αρετή της αγάπης προς τον πλησίον, μέχρι αυτοθυσίας, είναι η αρετή που χαρακτήριζε τον Κανάρη. Όταν τον φοβερό Απρίλιο του 1822 ξεχύθηκαν πάνω στο νησί της Χίου οι λυσσασμένες και φανατισμένες ορδές των πιστών του Ισλάμ και έκαναν κάθε είδους φρικαλεότητες και σφαγές, μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό ο Κανάρης με κίνδυνο της ζωής του ανέλαβε να επιβιβάσει στο πλοίο του και να μεταφέρει, διασώζοντάς τους, στα ελεύθερα Ψαρά, όσο περισσότερους Χιώτες μπόρεσε. Με τον Κωνσταντίνο Νικόδημο διέσχισαν σχεδόν όλο το νησί, με κατεύθυνση προς το νότο, στα Μαστιχοχώρια και συγκεκριμένα το χωριό της Καλλιμασιάς, όπου βρίσκεται η Μονή της Παναγίας της Πλακιδιωτίσσης. Εκεί εγκαταβίωνε ως μοναχή η Μαρία (Μαρού) Βαρβάκη, 96 ετών και τυφλή, μητέρα του συντοπίτη τους Ιωάννη Βαρβάκη, μεγάλου Εθνικού Ευεργέτη των Ψαρών και όλης της Ελλάδος, ο οποίος συνέβαλε με μεγάλα χρηματικά ποσά στον Αγώνα του Έθνους. Παρά τους μύριους κινδύνους κατάφεραν να την εντοπίσουν και να την μεταφέρουν σώα στα Ψαρά, σώζοντάς την από βέβαιο θάνατο, αφού σε λίγες ημέρες οι Τούρκοι έσφαξαν όσες από τις μοναχές κατάφεραν να βρουν στη Μονή. Με ευγνωμοσύνη ο Ι. Βαρβάκης διηγιόταν το περιστατικό, λέγοντας: «τους αγαπητούς μου συμπατριώτες… πάντοτε θα ευγνωμονώ δια τον άθλον των να απαγάγουν κυριολεκτικώς μέσα από τα χέρια των Τούρκων την μητέρα μου… ».
Κι ακόμα όταν στις 29 Οκτωβρίου 1822 ο ατρόμητος αυτός θαλασσομάχος κατόρθωσε ανοιχτά της Τενέδου να ανατινάξει μια Τουρκική φρεγάτα, την αντιναυαρχίδα «Ριάλα Γεμισί», κυνηγημένος από την Τουρκική αρμάδα λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Με ηρωική αυτοθυσία ο Σπετσιώτης Αλέξανδρος (Λέκκας) Ματρόζος (1795 – 1855) πλησιάζει με το πλοίο του τη βάρκα του Κανάρη, για να τον σώσει. Ενώ ο Ματρόζος τον παρακινεί ν’ ανέβει πρώτος στο πλοίο από την ανεμόσκαλα, η χριστιανική αγάπη και το φιλότιμο, που πλημμυρίζει τα στήθη του ηρωικού τέκνου των Ψαρών, τον κάνει να σκεφθεί πρώτα την ασφάλεια του πληρώματός του και μετά τον εαυτό του. Αυτό το γεγονός διασώζεται στο ποίημα του Σπετσιώτη ποιητή Γεωργίου Στρατήγη, «Ματρόζος».
Ο Ματρόζος
του Γεωργίου Στρατήγη
Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ’ τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.
Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.
Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ’ ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.
Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που ‘χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ‘λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.
«Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ’ αποθάνω»,
στο τέλος πάντα μου ‘λεγε μ’ έν’ αναστεναγμό,
«Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ’ εύρετε μια μέρα από την πείνα…
Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ’ τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ’ έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ’ εκείνον που ‘χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη».
Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ’ απ’ το νησί και πως ερχόταν πρώτα.
«Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;». «Ποιος Κωνσταντής;». «Αυτός… ο Ψαριανός».
«Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!».
Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ’ τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
«Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!»
Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να ‘ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.
Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
«Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει,
«γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!…».
«Ποιος το ‘λπιζε να δει ποτές», ο γέροντας στενάζει,
«τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!…».
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.
«Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο ‘ναι το νησί σου;»,
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ’ της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιό, στη Μυτιλήνη;»
Απ’ έξω απ’ την Τένεδο …πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ’ την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια…
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ…
Χρόνος δεν ήταν που ‘καψες στη Χιό τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα…
Απ’ έξω απ’ την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα
σ’ έβαλε εμπρός μ’ αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ’ οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους… επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ’ αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.
Σε καμαρώνω από μακριά… κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ’ εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες… δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και «όρτσα! μάινα τα πανιά!» φωνάζω στα παιδιά μου.
Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες… μ’ αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: «Τι κάνεις καπετάνο;»
Κι εγώ τους λέω: «Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω…».
Και σου πετώ τη γούμενα… και δένεις το μπουρλότο…
κάνω τιμόνι δεξιά… το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε – θυμάσαι; Σου φωνάζω,
«Πρώτος απ’ όλους ν’ ανεβείς», μα δεν μ’ ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν’ ανέβουν… έσκυψα κι απ’ τα μαλλιά σ’ αδράζω,
και σ’ έσωσα κι εφύγαμε… μα δάκρυα βλέπω χύνεις!…».
«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ’ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει..
(Γεώργιος Στρατήγης, συλλογή Νέα Ποιήματα 1892)
Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Διονύσιος Σολωμός
iconandlight
1 σχόλιο:
Πού είστε Ήρωες του 1821 να δείτε τα χάλια της Πατρίδας μας 200 χρόνια μετά ; Πού είναι ο Κανάρης να έβλεπε τουρκικά "αλιευτικά" μεγαθήρια να ψαρεύουν μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα δίπλα στις ακτές των νησιών μας και να πυροβολούν τους Έλληνες ψαράδες που διαμαρτύρονται με την άδεια της ελληνόφωνης κυβέρνησης και της ΕΕ ; Μπουρλότο θα τους έβαζε και θα τους έκαιγε και αν ήθελαν μετά θα ξαναρχόντουσαν ... Τώρα έχουμε τη πολιτική του κατευνασμού, των "ήρεμων" νερών , της μυστικής διπλωματίας και της παραχώρησης στην ουσία του Αιγαίου .
Για αυτό μιλούν συνεχώς οι απέναντι για την "γαλάζια πατρίδα" και το Turkaegean . Για αυτό έβγαλαν από τα ελληνικά σχολεία τα κάδρα με το Κανάρη και τους ήρωες του '21 , την ίδια ώρα που απέναντι φανατίζουν τα παιδιά από μικρά στα σχολεία τους με μίσος κατά των Ελλήνων , για γαλάζια πατρίδα και ανακατάληψη των Ελληνικών νησιών. Και οι δικοί μας φελλοί μιλούν σαν νεκρές κεφαλές περί Διεθνούς Δικαίου και τρίχες κατσαρές. Μας πήραν όλοι χαμπάρι τι χαϊβάνια είμαστε και μας φέρονται αναλόγως. "Σύμμαχοι" και εχθροί. Τούρκοι , Αλβανοί, Σκοπιανοί, Βούλγαροι, Αιγύπτιοι, Λίβυοι , Γάλλοι, Βρετανοί, Γερμανοί , κ.ο.κ. Πώς δεν διεκδικεί ακόμα και η Μάλτα τη Πελοπόννησο , προκαλεί εντύπωση !
Δημοσίευση σχολίου