Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η Παναγία η Αθηνιώτισσα ήταν στο σημαντικότερο μνημείο του κόσμου, στον Παρθενώνα, και η ιστορία της διαψεύδει τους αντιθέους προπαγανδιστές και εκθέτει τους αλαζόνες Άγγλους. Οι πρώτοι υποστήριξαν και προσπάθησαν να εγκαταστήσουν στο νέο Μουσείο της Ακροπόλεως την προπαγάνδα τους, ότι οι χριστιανοί κατέστρεψαν τον Παρθενώνα. Οι δεύτεροι χάλασαν την ομορφιά του μνημείου εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των σκλαβωμένων Ελλήνων να αντισταθούν. Υπήρξαν και οι άλλοι πολιτισμένοι, οι Ενετοί, οι οποίοι βομβάρδισαν την κατεχόμενη από τους Οθωμανούς Ακρόπολη των Αθηνών και δεν δίστασαν να βομβαρδίσουν και τον ναό του Παρθενώνα, τον οποίο οι πολιορκούμενοι αλλόθρησκοι είχαν μετατρέψει σε πυριτιδαποθήκη. Ο Βρετανός Έλγιν και ο Ενετός Μοροζίνι ήσαν οι υπαίτιοι του βαρύτατου τραυματισμού των αριστουργημάτων που παραμένουν πάντα οι σε βάρος τους μάρτυρες βαρύτατων κατηγοριών.
Οι Έλληνες περί τον έβδομο μετά Χριστόν αιώνα αποφάσισαν να μετατρέψουν τον εγκαταλελειμμένο Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό και να τον αφιερώσουν στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Έτσι τον συντήρησαν και τον σεβάστηκαν ως κληρονομιά των προγόνων τους. Οι τροποποιήσεις στις οποίες προέβησαν δεν έθιξαν καθόλου το μνημείο. Ο Ναός έως το 1458 και την κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς παρέμεινε Ορθόδοξος Χριστιανικός, παρά το ότι οι Φράγκοι είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα από το 1311 και οι Έλληνες δεινοπάθησαν από την καταπίεσή τους… Οι Οθωμανοί μετέτρεψαν τον Ναό σε τζαμί, που έτσι παρέμεινε έως το 1833 που απελευθερώθηκε η Αθήνα και ο Όθωνας την ανακήρυξε πρωτεύουσα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Σημειώνεται ότι και οι Οθωμανοί σεβάστηκαν το μνημείο και δεν αλλοίωσαν την εξωτερική του μορφή.
Κατά τη διάρκεια των οκτακοσίων περίπου ετών που ο Παρθενώνας ήταν ο Χριστιανικός ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας ήταν πανορθόδοξο προσκύνημα, ανάλογο της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης και του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Στους βίους των Οσίων Λουκά του Στειριώτη και Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε αναφέρεται ως μεγάλο προσκύνημα. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν του ενδόξου Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, του επιλεγομένου - κακώς κατά την βυζαντινολόγο Ελένη Αντωνιάδου - Μπιμπίκου - «Βουλγαροκτόνου». Παρά το ότι οι Αυτοκράτορες δεν εξήρχοντο από την Βασιλεύουσα, εκτός αντιμετώπισης εχθρών, ο Βασίλειος αισθάνθηκε την ανάγκη να μεταβεί στην Αθήνα ως προσκυνητής, προσφέροντας στην Παναγία αναθήματα μεγάλης αξίας. Η ενέργειά του φέρνει στο μυαλό τη συνέχεια του Ελληνισμού, αφού ο Βασίλειος προσέφερε αναθήματα στο Χριστιανικό Ναό, όπως προ χιλίων τριακοσίων περίπου ετών ο Μέγας Αλέξανδρος είχε προσφέρει στον τότε Ναό της Αθηνάς τριακόσιες περσικές πανοπλίες μετά τη νίκη του στον Γρανικό ποταμό επί των Περσών.
Όλα τα στοιχεία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που ήταν χριστιανικό προσκύνημα για τους Έλληνες επί οκτακόσια περίπου χρόνια, έχουν εξαφανιστεί, με την Κοραϊκή λογική της απάλειψης κάθε βυζαντινού στοιχείου από το μνημείο, και της αποκατάστασής του στην αρχαία του μορφή. Οι Κοραϊστές ασπάσθηκαν την άποψη του Γκίμπον, ότι υπάρχει μόνο η αρχαία και η σύγχρονη Ελλάδα. Τα ανάμεσα τους 1500 χρόνια ως να μην υπήρξαν, επειδή ήσαν παρακμιακά και μη ελληνικά…
Τον Παρθενώνα, αυτό το παγκόσμιο αριστούργημα αρχιτεκτονικής και γλυπτικής σεβάστηκαν οι Έλληνες, αλλά δεν το σεβάστηκαν οι Ενετοί πρώτα, που κατέστρεψαν όλη τη δυτική πλευρά του ναού και ο Βρετανός λόρδος Έλγιν που κακοποίησε βάναυσα, βάρβαρα, μετόπες, αετώματα και τη ζωφόρο του. Ο τρόπος που τα αφαίρεσε και τα μετέφερε και ο δόλιος σκοπός του να τα πουλήσει στο Βρετανικό κράτος για να πλουτίσει είναι εγκληματικός. Και όμως το Βρετανικό κράτος τον επαίνεσε και ονόμασε τα γλυπτά του Παρθενώνα «Ελγίνεια», λες και αυτός τα δημιούργησε…
Η αλαζονεία των Βρετανών φτάνει στις ημέρες μας. Η βρετανική κοινή γνώμη φαίνεται ότι πλέον έχει αποδεχθεί την επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα στον οικείο χώρο τους. Όμως υπάρχουν ακόμη φωνές ισχυρών παραγόντων, που αντιδρούν αρνητικά και αντί να αναγνωρίζουν τη βαρβαρότητα του Έλγιν, βλέπουν την υπεροχή της ισχύος τους…Έτσι ο γνωστός θεωρητικός της «Μεγάλης Βρετανίας» Νάιτζελ Φάρατζ δήλωσε τον περασμένο Ιούλιο: «Αν τα γλυπτά του Έλγιν είχαν παραμείνει στην Ελλάδα, σήμερα δεν θα υπήρχαν. Το Βρετανικό Μουσείο έχει υπάρξει εξαιρετικός προστάτης κάποιων από τους μεγαλύτερους θησαυρούς του κόσμου και πρέπει να συνεχίσει να είναι». Ο αναγνώστης να προσέξει: «Τα γλυπτά του Έλγιν», όχι του Φειδία, ή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ή των Φειδία, Ικτίνου και Καλλικράτη, όχι των δημιουργών, αλλά του αφαιρέσαντος αυτά από το μνημείο. Επίσης παγκοίνως αναγνωρίζεται ότι τα γλυπτά που έμειναν στο μνημείο και γλύτωσαν από το γκρέμισμα διατηρήθηκαν καλύτερα από ό, τι στο Βρετανικό Μουσείο και βεβαίως διατηρούνται πολύ καλύτερα σήμερα, στο νέο Μουσείο της Ακροπόλεως.
Η Ευγενία Μίγδου σε πολύ ενδιαφέρον άρθρο της (Καθημερινή, 13 Ιουλίου 2025, σελ. 14) θίγει το θέμα των έργων τέχνης που αποσπάστηκαν από τους τόπους, οι οποίοι τα γέννησαν και βρίσκονται σε μουσεία πλουσίων και ισχυρών χωρών, και αναφέρεται στο βιβλίο της Μπένεντικτ Σαβόι « Σε ποιόν ανήκει η ομορφιά;» Γράφει:
«Οι δυτικοί θεσμοί προβάλλουν το επιχείρημα ότι τα μουσεία προστατεύουν τους λαθρανασκαφείς και ισχυρίζονται ότι τα διαφυλάσσουν και τα αναδεικνύουν προς όφελος της ανθρωπότητας…Χαρακτηριστικά η Σαβόι παραθέτει επεισόδιο από την επίσκεψη το 2014 της δικηγόρου Αμάλ Αλαμουντίν για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Τότε ένας δημοσιογράφος της Telegraph είχε αναφωνήσει αγανακτισμένος: Τα μάρμαρα του Παρθενώνα ανήκουν στην Αγγλία κα Κλούνεϊ. Αν ο λόρδος Έλγιν δεν είχε λεηλατήσει αυτά τα έργα τέχνης, θα είχαν καταλήξει στα θεμέλια σουβλατζίδικων στην Αθήνα…». Ο αφελής, στη μεγαλομανία του, δε σκέφθηκε το αδιάσειστο γεγονός, ότι τα γλυπτά που δεν λεηλατήθηκαν από τον Έλγιν και παρέμειναν στον χώρο τους διατηρήθηκαν άθικτα και, φυσικά, δεν έγιναν θεμέλια για σουβλατζίδικα…
Το σημαντικό για τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι πως βρίσκονται μοιρασμένα στο Μνημείο, στο Μουσείο της Ακροπόλεως και στο Βρετανικό Μουσείο. Είναι περίπου μισά – μισά. Είναι απολύτως λογικό να ενωθούν στον χώρο από τον οποίο αποσπάσθηκαν. Η άσκηση αυθαίρετης κυριαρχίας και η μετατροπή της πειθούς σε δίκαιο του κατέχοντος και υπερέχοντος είναι απόδειξη αυταρχισμού και βαρβαρότητας. -