Στέφανου Δημόπουλου*
Τὸ 1993 ἀκουγότανε ἔντονα ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Essex, ἀπὸ τοὺς τελευταίους μεγάλους Ρώσους Στάρετς, ἦταν στὰ τελευταῖα του.
Εἶχε τότε κυκλοφορήσει τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Γέροντά του ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη καὶ τὸν εἶχα πάρει σὲ εὐλάβεια.
Ἤξερα ὅτι εἶχαν σχέσεις πνευματικὲς μὲ τὸν Γέροντα Αἰμιλιανό τὸν Σιμωνοπετρίτη, εἶχα γνωρίσει καὶ στὴ Σιμωνόπετρα τὸν πατέρα Ζαχαρία, ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι βρέθηκα στὸ ἡγουμενεῖο νὰ ζητάω εὐλογία, γιὰ νὰ πάω στὸν Γέροντα Σωφρόνιο νὰ πάρω τὴν εὐχή του...

«Νὰ πᾶς», μοῦ εἶπε. «Δὲν ξέρω μονάχα, ἂν θὰ προλάβεις νὰ φιλήσεις τὸ χέρι του ζωντανὸ ἢ πεθαμένο.
Ἐγὼ τρεῖς φορὲς μὲ παρακάλεσε καὶ προσευχήθηκα καὶ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς παράταση, νὰ προλάβει νὰ τελειώσει τὸ κοιμητήριο.
Τώρα ὅμως τὸ κοιμητήριο τελείωσε... Πάρε καὶ τὸν φίλο σου τὸν Τύχωνα, ἀλλὰ νὰ τοῦ κάνεις ἐσὺ τὰ εἰσιτήρια».
Δὲν ρώτησα λεπτομέρειες, τί καὶ πῶς. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ποὺ σὲ ξεπερνοῦν, ἁπλὰ ἀκοῦς καὶ πειθαρχεῖς καὶ τρέχεις.
Ἔβγαλα γρήγορα-γρήγορα τὰ εἰσιτήρια, χαρὰ γιὰ μένα ἦταν πάντα ἡ παρέα τοῦ παπα-Τύχωνα.
Ἀπὸ ψαλτικὴ ἕως πρακτικὴ καὶ ἐφαρμοζόμενη θεολογία μάθαινα ἀπὸ τὶς διηγήσεις του.
Ἦταν ὁ δεξιὸς ψάλτης στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μεγάλου Μετεώρου, ὅταν πρωτογνώρισα τὴν ἀδελφότητα τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ τὸ 1973 καὶ στὴ συνέχεια στὴ Σιμωνόπετρα γιὰ χρόνια...
Ὁ παπα-Ζαχαρίας μᾶς ἐνημέρωσε, ὅταν φθάσαμε, στὶς 10 Ἰουλίου, ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀκόμα ζεῖ, ἀλλὰ δὲν ἐπικοινωνεῖ καὶ θὰ μᾶς πᾶνε αὔριο νὰ πάρουμε εὐχή, ἂν ἐπανέλθει κάποια στιγμὴ στὶς αἰσθήσεις του.
Τὸ δεύτερο πρόβλημα ἦταν πὼς δυστυχῶς τὸ ἀρχονταρίκι ἦταν γεμᾶτο.
Μᾶς συνόδεψε, λοιπόν, ἐκεῖ κοντὰ στὸ σπίτι ἑνὸς ἀγαπημένου πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Γέροντα Σωφρονίου καὶ ἔτσι γνωριστήκαμε μὲ τὸν σύγχρονο Μπετόβεν τῆς κλασικῆς μουσικῆς τὸν Arvo Pärt (Ἀρέθας Πέρτ).
Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ πρωΐ, στὴ Θεία Λειτουργία, μᾶς ἀναγγέλθηκε ὁ θάνατος τοῦ Γέροντα Σωφρόνιου.
Ἔτσι βρέθηκε ὁ παπα-Τύχων νὰ ἐκπροσωπεῖ τὴ Σιμωνόπετρα καὶ ὅλο τὸ Ἁγιονόρος, διαβάζοντας πρῶτος αὐτός, τιμῆς ἕνεκεν, τὰ Εὐαγγέλια κατὰ τὴν τάξη τῆς κοιμήσεως ἱερέων καὶ ἐγώ, ποὺ ἔπρεπε νὰ φύγω γιὰ τὴν Ἀθήνα τὴν ἐπαύριο, ἤμουν ὁ πρῶτος λαϊκὸς ποὺ προσκύνησα τὴν δεξιά του χεῖρα καὶ πῆρα τὴν εὐχή του.
Τοῦ παπα-Τύχωνα, βέβαια, τοῦ ἄλλαξα τὸ εἰσιτήριο, νὰ μείνει στὴν κηδεία, νὰ ἐκπροσωπήσει τὸ Ἁγιονόρος.
Τότε θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ, ὅτι δὲν ξέρει ἂν θὰ πάρω τὴν εὐχή του, ζωντανοῦ ἢ πεθαμένου, καὶ «ἔκλαψα πικρῶς».
Ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιατὶ κατάλαβα τοῦ Γέροντά μου τὸ χάρισμα τὸ προορατικὸ καὶ τὸν λεπτὸ τρόπο ποὺ φρόντισε νὰ ἔχει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ἁγιορείτικο κατευόδιο.
*Από το νέο βιβλίο του Στέφανου Δημόπουλου με τίτλο:
“Άγιον Όρος, χώρα ζώντων”Σύγχρονες μορφές της Ορθοδοξίας όπως τις έζησα