Μια φωτεινή πέτρα ριγμένη στη θάλασσα η Κάσος, που φωτίζεται, θαρρείς, περισσότερο τις παραμονές της μεγάλης γιορτής. Τότε που όλα τα ξενιτεμένα πουλιά της επιστρέφουν, υπακούοντας σ’ ένα σιωπηρό κάλεσμα. Τότε που η Παναγιά φορεί τα καλά της, λίγες μόλις εκατοντάδες μέτρα πάνω απ' τον Εμπορειό, το παλιό λιμάνι του νησιού. Τούτη η γιορτή δεν μοιάζει με καμμία άλλη. Ούτε στον παλμό, ούτε στην κατάνυξη, ούτε στη διάρκεια, ούτε στο γλέντι, στο φαγοπότι και τον χορό. Μια παράδοση που διατηρείται αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, χάρις στο παράδειγμα των παλαιών και τη διάθεση των νεοτέρων να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν. Ζει πολλές από τις παραδόσεις του αυτός ο μικρός ξεχασμένος βράχος, που λούζεται στο φως, τον αέρα και την άχνη του Καρπάθιου, αλλά η γιορτή της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο δεν έχει όμοιό της σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Παραμονή της μεγάλης γιορτής και ο κόκορας άρχισε τις κορώνες του νωρίς το ξημέρωμα. Κάποιοι τον πρόλαβαν, ανηφορίζοντας τον δρόμο που οδηγεί από το Φρυ στην Παναγιά, και τον ξύπνησαν! Τα κούτσουρα πάνε κι έρχονται για τη φωτιά που θα καίει κάτω απ' τα μαντροκάζανα δύο ολόκληρες ημέρες. Ο πυρετός αρχίζει να καίει τους “ταμένους” στην Παναγιά. Οι φωτιές ανάβουν, οι τέντες στήνονται, το κρέας κόβεται σε μερίδες και πλένεται. Όλα διαδραματίζονται ανάμεσα σε αστεία, πειράγματα, κάποιες φορές αθώες εκρήξεις και εκνευρισμούς. Οι μπίρες αρχίζουν να πηγαινοέρχονται ανάμεσα σ’ αυτούς που ψήνουν και... ψήνονται κοντά στα θηριώδη μαντροκάζανα. Τα αστεία και τα πειράγματα φτάνουν στο ζενίθ. Οι γυναίκες έχουν αρχίσει από νωρίς τις δικές τους προετοιμασίες στην κουζίνα και τους γύρω χώρους. Άλλες κόβουν σε μικρά κομμάτια το συκώτι, άλλη πλένει τα έντερα των ζώων (μπομπάρια), που θα τα γεμίσουν στη συνέχεια με τον πασπαρά (γέμιση αποτελούμενη από ρύζι, εντόσθια, μπαχαρικά κ.λπ.), θα τα ράψουν με κλωστή και βελόνα και θα τα ψήσουν στο καυτό λάδι. Τρελαίνονται γι’ αυτά οι ντόπιοι. Οι εργάτες, όμως, οι “ταμένοι” στην Παναγιά, αυτοί που ιδρώνουν πάνω απ' τα μαντροκάζανα (τα μεγάλα καζάνια μέσα στα οποία βράζουν στα μαντριά το γάλα για την παρασκευή της σιτάκας), οι κοπέλες που πλένουν το κρέας και οι άλλες που ετοιμάζουν τα μπομπάρια και τους ντουρμάες, πείνασαν. Οι μακαρούνες με τη σιτάκα θα είναι σε λίγο έτοιμες. Αφού τις περιχύσουν με το σίκνωμα (τσιγαρισμένο κρεμμύδι), θα τις μοιράσουν σε όλους όσοι δουλεύουν από το ξημέρωμα. Πόσο δίκιο έχουν αυτοί που λένε πως το φαγητό είναι μια από τις ηδονές της ζωής. Μάλλον αυτό το μοναδικό πιάτο θα είχαν δοκιμάσει πριν! Στη μεγάλη αυτή γιορτή όλοι έχουν κάτι να κάνουν. Οι άντρες, όμως, - να είναι σύμπτωση; - είναι αυτοί που μαγειρεύουν και σερβίρουν! Μια “εκδίκηση” άραγε γυναικεία ή μήπως μια “υπενθύμιση” της ισχυρής θέσης που είχε το κατ’ όνομα “ασθενές φύλο” στα χρόνια της γυναικοκρατίας και μια ύστατη προσπάθεια των γυναικών να κάνουν και πάλι αισθητή την παρουσία τους σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία; Ο ενδεκάχρονος Βασίλης ήταν αυτή τη χρονιά η μασκώτ του πανηγυριού! Έπαιρνε πρωτοβουλίες, έβαζε τα υλικά στα καζάνια και ανακάτευε το περιεχόμενο, με τον πατέρα του και τους υπολοίπους μαγείρους να τον καμαρώνουν και να τον παροτρύνουν. Μοναδική διαφορά εφέτος το στήσιμο των πάγκων και των καθισμάτων στην πλατεία του χωριού. Ο λόγος; Η κατεδάφιση της παλιάς "σάλας" με την παρουσία των παρακείμενων σκαλωσιών να δίνουν κάποια υπόσχεση για πιθανή ολοκλήρωση της καινούριας του χρόνου. Οι νεαροί οργανοπαίκτες της Κάσου, πλαισιωμένοι απ' τους παλιούς Δημήτρη και Γιώργο Περσελή, έδωσαν το βράδυ το "παρών" ξεσηκώνοντας με το βιολί, τη λύρα και το λαούτο τους εκατοντάδες επισκέπτες που παραβρέθηκαν στη μεγάλη γιορτή.
Ιωσήφ Παπαδόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου