
Κάποιες φορές συζητῶ μέ παλαιούς Ἀθηναίους γιά ἐκείνη τήν Ἀθήνα, τήν παλιά, πού ἦταν τσαχπίνα, λίγο κουτσομπόλα, λίγο ἀδέξια ἀλλά πάντα κοκέτα. ἔστω καί χωρίς ἄσφαλτο καί μέγαρα.
«Ἐγώ τήν Ἀθήνα τήν βλέπω σάν νά φορᾶ τό καλό της τό ταγιέρ καί νά κατεβαίνει βόλτα στήν Πανεπιστημίου, μ’ ἕνα κουλούρι στό χέρι καί τυρόπιτα ἀπό τό ἄλλο. Θυμᾶμαι τότε πού τό Σύνταγμα μύριζε κάστανο καί φρέσκο κουλούρι, κι ὄχι… τσιμέντο θερμαινόμενο ἀπό τόν καύσωνα. Κι ὁ ἠλεκτρικός εἶχε βαγόνια πού ἔτριζαν σάν νά τραγουδοῦν “Ἀθήνα μου φῶς μου”. Στίς γειτονιές, τά παιδιά παῖζαν μπάλλα στή μέση τοῦ δρόμου καί σταματοῦσαν ὅταν περνοῦσε φορτηγό-ἤ κάποιο ποδήλατο…
Τό ἀπόγευμα, οἱ κυρίες ἔβγαζαν καρέκλες στό πεζοδρόμιο καί “ἅπλωναν” τίς εἰδήσεις τῆς γειτονιᾶς σάν μπουγάδα: “Ἡ Μαρία ἀγόρασε καινούριο ραδιόφωνο”, ὁ κυρ-Σπῦρος ἔπιασε ἐπί τέλους δουλειά στήν ΕΥΔΑΠ, ἡ ἐξαδέρφη τῆς Ἀννούλας τά ’φτιαξε μέ τόν γυιό τοῦ μανάβη.» Εἰδήσεις πού ἔκαναν τόν γῦρο τῆς πλατείας πιό γρήγορα κι ἀπό τήν Ὀλυμπιακή Ἀεροπορία. Καί τά Σαββατόβραδα; Ὦ, αὐτά ἦταν τελετουργία! Ὁ κινηματογράφος τῆς γειτονιᾶς, μέ ἀφίσες πού εἶχαν περισσότερη μπογιά ἀπό τούς τοίχους, κι ἕναν μηχανικό προβολῆς πού, ἄν ἦταν σέ φόρμα, ἔβλεπες τήν ταινία ὁλόκληρη χωρίς νά ἀλλάξει τό φίλμ ἀνάποδα. Μετά, σουβλάκι ἁπλό, δύο μπιφτεκάκια, ντομάτα, κρεμμύδι, καί προσευχή νά μή σέ δεῖ ἡ μάνα σου πού «δέν κάνει νά τρῶς ἔξω βράδυ.»
Ἄσε ἐκεῖνα τά ἀπογεύματα τῆς Κυριακῆς, πού πήγαινε ἡ οἰκογένεια «γιά μιά πάστα» σέ ἕνα ἀπό τά πολλά ζαχαροπλαστεῖα τῆς Ἀθήνας. Στό «Πέτρογραδ», στό «Ρωσικόν», στό «Μητροπολιτικόν», στοῦ «Μαλάμου», στήν «Μασκωτίτσα». Κι ἐμεῖς, στόν Πειραιᾶ, στοῦ «Παπασπύρου», στό «Διεθνές», στό «Ζαρτνέν», στόν «Χαραμῆ».
Θαυμάζω τόν φίλο μου τόν Λευτέρη Σκιαδᾶ, πού ἀγωνίζεται νά κρατήσει ζωντανή τήν εἰκόνα τῆς Ἀθήνας πού χάθηκε, τῆς Ἀθήνας πού ζοῦσε πιό ἀνθρώπινα, μέ κανόνες καί ἄποψη. Ἐμεῖς, στόν Πειραιᾶ, δέν τά καταφέραμε σ’ αὐτόν τόν τομέα. Ἱδρύθηκε ἡ Πειραϊκή Λέσχη, ἀλλά δέν εὐδοκίμησε. Γίναμε ἀπό μιά πόλη μέ λιμάνι σέ ἕνα λιμάνι μέ πόλη. Ἄσχημη κατάληξη…
Δέν εἶναι κουτοί οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι πού διαφύλαξαν τίς δικές τους «παλιές πόλεις». Πού κράτησαν ζωντανά τά παλιά τους κτήρια, πού δέν ἐνέδωσαν στήν μανία τῆς «ἀντιπαροχῆς». Αὐτά πληρώνουμε σήμερα, μέ πόλεις ἀπρόσωπες καί ἀνοχύρωτες σέ κάθε «εἰσβολέα»…
Σήμερα… ἡ παλιά Ἀθήνα ὑπάρχει σέ κάτι κιτρινισμένες φωτογραφίες καί στίς ἀφηγήσεις ἐκείνων πού τήν πρόλαβαν. Ὅσοι ἔχουν ἀκόμη δυνάμεις, προσπαθοῦν νά κρατήσουν ζωντανή τήν εἰκόνα τοῦ παρελθόντος.
Ἴσως ἄν κλείσεις τά μάτια καί σταθεῖς λίγο στήν Αἰόλου, μπορεῖ νά ἀκούσεις τούς μικροπωλητές μέ τά «καλάθια» νά διαλαλοῦν τήν πραμάτεια τους καί νά περάσει ἀπό δίπλα σου μιά κυρία μέ ταγιέρ, καπέλλο, γάντια καί χαμόγελο.
Ὅσο κι ἄν τήν ἀλλάζουν βιαίως, ἡ παλιά Ἀθήνα δέν χάνεται. Ἁπλῶς κρύβεται πίσω ἀπό μιά κολώνα καί περιμένει νά τῆς πεῖς «Καλησπέρα σας, κυρία μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου