Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΡΗΤΟ: «ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΓΝΩΡΙΣΕ, ΤΟΥΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΡΙΣΕ»


 

 

 Προτρεπτικός πρώτον για την μετάνοια, στο ρητό του
Αποστόλου, «αυτούς πού προγνώρισε, τούτους και
προόρισε» και στα επόμενα και εναντίον εκείνων
πού διαστρεβλώνουν και αυτό και όλην την θεία Γραφή

   Άκουσα πολλούς από τους ανθρώπους να λένε: «επειδή», λέγει, «αυτούς που προγνώρισε ο Θεός, τούτους και προόρισε, και όσους προόρισε αυτούς και εκάλεσε, και όσους εκάλεσε αυτούς και εδόξασε, ποιο θα είναι το όφελός μου εάν καταβάλλω πολλούς κόπους, εάν επιδείξω επιστροφή και μετάνοια, εφ’ όσον δεν είμαι προγνωρισμένος από τον Θεό ούτε προορισμένος να σωθώ και να γίνω σύμμορφος της δόξας του Υιού του και Θεού;».

Προς αυτούς φυσικά πρέπει να απαντήσουμε και να πούμε: «Άνθρωποι, γιατί δεν σκέπτεσθε αυτά που σας σώζουν αλλά εκείνα που σας καταστρέφουν, και εκλέγοντας τα δυσνόητα χωρία της θεόπνευστης Γραφής τα παρερμηνεύετε και τα διαστρεβλώνετε και τα αντιλαμβάνεσθε προς απώλειά σας; Δεν ακούτε τον Σωτήρα που καθημερινά αναβοά: «ζω εγώ, διότι δεν θέλω εκουσίως τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά το να επιστρέψει και να ζει αυτός»; Δεν τον ακούτε που λέγει: «μετανοείτε, διότι επλησίασε η βασιλεία των ουρανών», και πάλι: «αλήθεια σας λέγω, χαρά γίνεται στον ουρανό όταν ένας αμαρτωλός μετανοεί»;

Μήπως είπε ή λέγει σ’ άλλους: «μη μετανοείτε, διότι δεν θα σας δεχθώ», και σ’ άλλους, όπως στους προορισμένους: «εσείς όμως μετανοείτε, διότι σας προγνώρισα»; Καθόλου. Αλλά κάθε ημέρα αναβοά σ’ όλον τον κόσμο και σ’ όλη την Εκκλησία: «έλατε προς εμένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, κι εγώ θα σας αναπαύσω». «Ελάτε», λέγει, «όσοι βαρύνεστε με πολλές αμαρτίες προς αυτόν που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου» ελάτε οι διψασμένοι προς την αστείρευτη κι αθάνατη πηγή.

Μήπως διαστέλλει ή διαχωρίζει κανέναν, καλώντας δηλαδή τον έναν ως προγνωρισμένο, και αποπέμποντας τον άλλο ως μη τέτοιον; Καθόλου! Γι’ αυτό «μη προφασίζεσθε αμαρτωλές προφάσεις», ούτε να επιθυμείτε να λαμβάνετε αφορμές από τα αποστολικά λόγια προς απώλειά σας, αλλά τρέξατε όλοι στον Δεσπότη που σας καλεί. Πράγματι, κι αν ακόμη κάποιος είναι τελώνης, ή πόρνος, ή μοιχός, ή φονεύς, ή οτιδήποτε άλλο, δεν τον αποστρέφεται ο Δεσπότης, αλλά σηκώνει το φορτίο των αμαρτημάτων του, και τον αποδεικνύει εκείνον πάλι ελεύθερο. Και πώς σηκώνει το φορτίο του; Όπως σήκωσε κάποτε και του παραλυτικού, λέγοντάς του: «τέκνο, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου», κι αμέσως ανακουφίσθηκε από το βάρος και απέκτησε την θεραπεία του σώματός του. Έτσι λοιπόν ας προσέλθει ο καθένας που θέλει κι ο ένας ας φωνάξει: «Υιέ Δαυίδ, ελέησέ με» κι εάν ακούσει, ‘τι θέλεις να σου κάμω;’, να πει με συντομία, ‘Κύριε, θέλω ν’ αναβλέψω’, κι αμέσως θ’ ακούσει, «θέλω, ανάβλεψε». Άλλος ας φωνάξει: «Κύριε», λέγει, «η θυγατέρα μου» ή ψυχή μου «δαιμονίζεται κακώς», και θ’ ακούσει: «κι εγώ θα έλθω για να την θεραπεύσω». Εάν όμως ευρεθεί κάποιος οκνηρός και δεν θέλει να προσέλθει στον Δεσπότη, και έλθει τότε προς αυτόν και του λέγει, «ακολούθα με», ας τον ακολουθήσει όπως κάποτε ο τελώνης, εγκαταλείποντας το τελωνείο και την πλεονεξία· και γνωρίζω πολύ καλά ότι αντί τελώνη θα τον κάνει ευαγγελιστή. Και αν κατάκειται παράλυτος επί πολλά χρόνια στην φιληδονία και στην αμέλεια και στη ραθυμία και έλθει ή ο ίδιος ο Δεσπότης ή μαθητής αυτού και του λέγει, «θέλεις να γίνεις υγιής;», αφού δεχθεί αμέσως και με μεγάλη χαρά τον λόγο, ας ειπεί: «ναι, Κύριε, αλλά δεν έχω άνθρωπο, για να με βάλει στην κολυμβήθρα», της μετάνοιας. Και εάν ακούσει, «σήκου, πάρε το κρεββάτι σου και ακολούθα με», αφού σηκωθεί αμέσως ας τρέχει πίσω από εκείνον που τον κάλεσε από τον ουρανό.

Εάν όμως ο καθένας δεν θέλει ή να αγαπά τον Χριστόν όπως η πόρνη, ή να επιστρέφει προς αυτόν με θερμή μετάνοια όπως ο άσωτος υιός, ή να προσέλθει προς αυτόν έστω όπως η αιμορροούσα και συγκύπτουσα, γιατί λέγει προφασιζόμενος και προβάλλοντας προφάσεις αμαρτίας, «αυτούς που προγνώρισε, τούτους»—από όλους—«και εκάλεσε»;

Προς αυτόν που διάκειται έτσι θα μπορούσε ίσως να ειπεί κάποιος εύλογα, ότι ο Θεός, όντας προαιώνιος και γνωρίζοντας όλα προτού τα δημιουργήσει, προγνώρισε και για σένα, ότι εάν σε καλέσει δεν θα υπακούσεις σ’ αυτόν, ότι δεν θα πιστέψεις στις επαγγελίες και τους λόγους του· αλλ’ όμως, αν και τα εγνώριζε αυτά, «κατέβηκε χαμηλώνοντας τους ουρανούς», και αφού έγινε άνθρωπος ήλθε για σένα εκεί που βρίσκεσαι κατάκοιτος· και καθημερινά σε επισκέπτεται πολλές φορές, άλλοτε αυτός ο ίδιος και άλλοτε με τους δούλους του, και σε παρακαλεί να σηκωθείς από εκεί όπου είσαι πεσμένος και να τον ακολουθήσεις κατά το ανέβασμά του προς την βασιλεία των ουρανών και να εισέλθεις μαζί του σ’ αυτήν.

Και όμως δεν θέλεις. Πες μου λοιπόν, ποιος είναι αίτιος της απωλείας σου και της παρακοής σου; Ποιος είναι αίτιος, εσύ που απειθείς και δεν θέλεις ν’ ακολουθείς τον Δεσπότη σου, ή ο Θεός που σ’ έπλασε, διότι ως προγνώστης εγνώριζε ότι δεν θα υπακούσεις σ’ αυτόν, αλλά θα επιμένεις στην σκληρότητα και την αμετανόητη καρδιά σου; Νομίζω οπωσδήποτε πως θα ειπείς, ότι δεν είναι εκείνος αίτιος, αλλ’ εγώ ο ίδιος. Διότι δεν είναι αιτία της δικής σου σκληρότητας η πρόγνωση του Θεού, αλλ’ η δική σου απείθεια.

Πράγματι, προγνωρίζει τα πάντα, και τα παρελθόντα και τα παρόντα μαζί, και όσα πρόκειται να γίνουν μέχρι την συντέλεια, κι έτσι τα βλέπει αυτά ως ήδη υπάρχοντα· διότι τα πάντα υφίστανται γύρω από αυτόν και μέσα σ’ αυτόν.

Συμβαίνει ό,τι ακριβώς και σήμερα σε θέατρο, όπου ο βασιλεύς βλέπει συγχρόνως αυτούς που τρέχουν και πυγμαχούν, αλλ’ ούτε για τους νικητές γίνεται αίτιος της νίκης τους ούτε για τους ηττημένους αίτιος της ήττας τους, αλλά η προσπάθεια των αγωνιζομένων, ή αντίθετα η αποχαύνωσή τους, είναι αιτία της νίκης ή της ήττας τους· έτσι σκέψου, παρακαλώ, ότι γίνεται και με τον ίδιο τον Θεό.

 Πράγματι, μας ετίμησε με το αυτεξούσιο, μας έδωσε εντολές που μας διδάσκουν το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε προς τους αντιπάλους και αφήνει τον καθένα αυτοπροαιρέτως ή να αντιστέκεται και να νικά τον εχθρό ή να αποχαυνώνεται και να ηττάται ελεεινώς από αυτόν. Και δεν μας αφήνει μόνους μας, διότι γνωρίζει την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, αλλά κι εκείνος ο ίδιος μας συμπαραστέκεται, συμμαχεί μ’ εκείνους βεβαίως που διαλέγουν να πολεμούν και μας παρέχει μυστικώς δύναμη, και την νίκη εναντίον του εχθρού αυτός την απεργάζεται παρά εμείς. Πράγμα το οποίο ο επίγειος βασιλεύς δεν μπορεί να το κάνει διότι είναι αυτός αδύναμος άνθρωπος και χρειάζεται μάλλον και ο ίδιος τους υπηκόους, όπου τους χρειαζόμαστε κι εμείς.

Ο Θεός βέβαια, όντας ισχυρός και αήττητος, συμμαχεί μ’ εκείνους που θέλουν να πολεμούν αυτοπροαιρέτως, όπως ελέχθηκε, με τον εχθρό και τους καθιστά νικητές του πονηρού διαβόλου· εάν όμως δεν θέλουν, δεν τους αναγκάζει να πολεμούν ή να παλεύουν και να τρέχουν, ώστε μή τυχόν το αυτεξούσιο της κατ’ εικόνα λογικής μας φύσεως διαβρωθεί και μας οδηγήσει στην τάξη των άλογων. Έτσι λοιπόν ο Θεός μας βλέπει σαν να είμαστε σε θέατρο, όπως ακριβώς βέβαια και ο επίγειος βασιλεύς, όπως ελέχθηκε, κοιτάζει τους αγωνιστές στο θέατρο. Αλλ’ ο επίγειος δεν γνωρίζει από πριν εκείνους που πρόκειται να ηττηθούν ή να νικήσουν, εάν δεν ίδει την έκβαση και των δύο, και προετοιμάζει βέβαια τους στεφάνους, δεν γνωρίζει όμως σε ποιους θα τους προσφέρει. Ο επουράνιος όμως βασιλεύς γνωρίζει ακριβώς προ των αιώνων και τους δύο. Γι’ αυτό και προς αυτούς που του εζήτησαν να καθίσουν εκ δεξιών και εξ αριστερών στην δόξα του τους έλεγε: «δεν μου είναι δυνατόν να σας το δώσω αυτό», αλλά θα δοθεί σ’ εκείνους για τους οποίους βεβαίως ετοιμάσθηκε.

Αυτό λοιπόν το είδε και ο ίδιος ο Παύλος, ο οποίος εύλογα είπε: «όσους προγνώρισε, αυτούς και προόρισε· όσους προόρισε, αυτούς και εκάλεσε· και όσους εκάλεσε, αυτούς και εδικαίωσε». Επομένως αίτιο της νίκης δεν είναι το γεγονός ότι ο Θεός προγνωρίζει αυτούς που εκ προαιρέσεως και σπουδής πρόκειται να νικήσουν, όπως πάλι αίτιο της ήττας δεν είναι το ότι προβλέπει αυτούς που θα πέσουν και θα νικηθούν· αλλ’ η προθυμία, η πρόθεση και η ανδρεία του καθενός μας αυτή είναι πρόξενος της νίκης, ενώ η απιστία, η ραθυμία, η αμέλεια και η αποχαύνωση, είναι αιτία της ήττας και της απώλειάς μας.

Ας μη λέγομε λοιπόν, επαναπαυόμενοι στην φιλόκοσμη και φιλήδονη κλίνη, «όσους προγνώρισε ο Θεός, αυτούς και προόρισε», χωρίς να αισθανόμαστε αυτό που λέμε. Ναι, πράγματι προγνώρισε εσένα τον αμελή, τον ανυπάκουο και ράθυμο, δεν πρόσταζε όμως ούτε όρισε εσύ που επιθυμείς να μη έχεις εξουσία να μεταμεληθείς ή ν’ ανυψωθείς ή να πεισθείς.

Όμως εσύ, λέγοντας αυτό, αποκαλείς φανερά τον Θεό ψεύτη. Διότι, ενώ εκείνος είπε: «δεν ήλθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς», εσύ από ραθυμία μη επιθυμώντας να μεταστραφείς ή να μεταμεληθείς από την κακία σου, αντιλέγεις σ’ αυτόν και ισχυρίζεσαι ότι ψεύδεται ο αψευδής, αφού προφασίζεσαι τέτοια πράγματα. Όσοι, λέγει, πρόκειται να μετανοήσουν είναι προορισμένοι, ενώ εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς. Γι’ αυτό ας μετανοήσουν εκείνοι, αυτοί δηλαδή που προγνώρισε, κι αυτοί που προόρισε. Πω πω αναισθησία! Αλλά, ω ψυχή παρανοϊκή και χειρότερη κι από αυτούς τους δαίμονες! Πότε ακούσθηκε από εκείνους τέτοιος λόγος; Πού ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πως ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απώλειας; Ας μη κατηγορούμε λοιπόν τους δαίμονες· διότι να, η ψυχή του ανθρώπου επινοεί χειρότερες βλασφημίες από εκείνους.

Από πού λοιπόν, πες μου, έμαθες ότι εσύ δεν είσαι από τους προγνωρισμένους και προορισμένους να γίνουν σύμμορφοι με την εικόνα της δόξας του Θεού; Πες μου, ποιος σου το ανήγγειλε τούτο; Μήπως ο Θεός ο ίδιος ή διά των προφητών του ή και διά αγγέλου σου το εδήλωσε αυτό;

Όχι, λέγει, αλλά σκέπτομαι μήπως δεν είμαι προγνωρισμένος να σωθώ και όλος ο κόπος μου αποβεί μάταιος. Και γιατί δεν πιστεύεις ολόψυχα μάλλον ότι ο Θεός απέστειλε τον Υιό του τον μονογενή για σένα μόνο και την δική σου σωτηρία κι ότι σε προγνώρισε και σε προόρισε να γίνεις αδελφός του και συγκληρονόμος; Γιατί δεν φροντίζεις να τον αγαπάς με όλη σου την καρδιά και να τηρείς τις σωτήριες εντολές του; Γιατί δεν πιστεύεις ότι για σένα μάλλον σφαγιάσθηκε και ότι δεν θα σε εγκαταλείψει, ούτε θα σ’ αφήσει να χαθείς; Ή γιατί δεν τον ακούεις που λέγει: «κι αν η γυναίκα λησμονήσει τα γεννήματα της κοιλιάς της, εγώ δεν θα σε λησμονήσω»; Εάν λοιπόν προλαμβάνεις εσύ και κρίνεις τον εαυτό σου ανάξιο και αφορίζεσαι εκουσίως από την ποίμνη των προβάτων του Χριστού, σκέψου ότι κανείς άλλος, αλλά εσύ είσαι αίτιος της δικής σου απώλειας.

Έτσι λοιπόν ας απορρίψομε από τις ψυχές μας κάθε απιστία, νωθρότητα και δισταγμό και ας προσέλθομε με όλη την καρδία, με αδίστακτη πίστη και φλογερό πόθο, ως νέοι δούλοι αγορασμένοι με τίμιο αίμα. Αφού σεβασθούμε το τίμημα υπέρ ημών και αγαπήσομε τον Δεσπότη μας που κατέβαλε τούτο και αποδεχθούμε την αγάπη του προς εμάς, ας συνειδητοποιήσομε ότι, εάν δεν ήθελε να σώσει δι’ αυτού εμάς που εξαγορασθήκαμε, δεν θα κατέβαινε επάνω στην γη, και δεν θα εσφαζόταν για μας. Αλλά, όπως έχει γραφεί, το έκανε αυτό, επειδή ήθελε να σωθούν όλοι. Και άκουσε τον ίδιο που το λέγει: «δεν ήλθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο».


πηγή :ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ- ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ