Ακούοντας ο άρχοντας του τόπου πολλά λόγια εγκωμιαστικά για τον αββά Μωυσή, αποφάσισε να πάει στη Σκήτη για να τον ιδεί. Κάποιοι μοναχοί το είπαν αυτό στον Γέροντα, κ’ εκείνος σηκώθηκε να πάει προς το Έλος.
Στο δρόμο τον συνάντησε ο άρχοντας και τον ρωτάει:
– Δεν μας λες, γέροντα, κατά πού πέφτει ο τόπος όπου έχει το κελλί του ο αββάς Μωυσής;
Όταν έφτασε στην εκκλησία ο άρχοντας, λέει στους κληρικούς:
– Εγώ, όταν άκουσα τόσα για τον αββά Μωυσή, κατέβηκα ως εδώ για να τον ιδώ και στο δρόμο που ερχόμασταν μας συνάντησε κάποιος γέροντας που πήγαινε στην Αίγυπτο· τον ρωτήσαμε «πού είναι το κελλί του αββά Μωυσή» κ’ εκείνος μάς απάντησε: «τι θέλετε να πάτε σ’ αυτόν; Αυτός είναι τρελός και αμαρτωλός»!
Οι κληρικοί της εκκλησίας λυπήθηκαν πολύ ακούγοντας αυτά τα πράγματα και ρωτούν τον άρχοντα:
– Πώς ήταν αυτός ο μοναχός που είπε τέτοιες κατηγορίες για τον άγιο;
Κι εκείνοι απάντησαν:
– Ήταν ένας γέροντας ψηλός, μελαψός και φορούσε παλιά ρούχα.
Οι κληρικοί τότε είπαν:
– Αυτός ακριβώς που σας συνάντησε εκεί, είναι ο αββάς Μωυσής· αλλά επειδή δεν ήθελε να τον συναντήσετε, είπε όλ’ αυτά εναντίον του εαυτού του. Ο άρχοντας, ακούγοντας τα λόγια τούτα, αναχώρησε πολύ ωφελημένος.

***
Την ημέρα που τον χειροτονούσε Πρεσβύτερο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και μάλιστα την ώρα που του φορούσε τα ιερά άμφια του είπε φιλικά ότι έγινε λευκός σαν περιστέρι. Ο Μωυσής ερώτησε ταπεινά τον Πατριάρχη αν κρίνει από το εξωτερικό ή το εσωτερικό, επειδή και τα άμφια ήσαν λευκά. Ο Πατριάρχης θέλοντας να τον δοκιμάσει αν έχει πραγματική ταπείνωση, είπε κρυφά στους κληρικούς να τον διώξουν από το σκευοφυλάκιο. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε εκεί μετά την θεία Λειτουργία, τον έδιωξαν βρίζοντας τον. Ο Μωυσής έφυγε αμέσως χωρίς καμιά αντιλογία. Ένας από αυτούς, που τον ακολούθησε κρυφά για να δει αν του κακοφάνηκε, τον άκουσε να μονολογεί μεμφόμενος τον εαυτό του: "Καλά σού κάνανε, σποδόδερμε μελανέ". Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τί γυρεύεις με τους ανθρώπους;»
* * *
Αρχάριος ακόμη στη μοναχική ζωή ο Μωυσής ο Αιθίοψ, πολεμήθηκε από σαρκική επιθυμία.
Πήγε τότε, ταραγμένος να εξομολογηθή στον Αββά Ισίδωρο.
Ο Γέροντας τον άκουσε με συμπάθεια κι αφού του έδωσε τις συμβουλές που έπρεπε, του είπε να γυρίση πίσω στο κελλί του. Επειδή όμως εκείνος δίσταζε ακόμη, μήπως επιστρέφοντας του ανάψη πάλι η φλόγα της κακής επιθυμίας, ο Αββάς Ισίδωρος τον πήρε από το χέρι και τον ανέβασε σ’ ένα μικρό δωμάτιο, που είχε πάνω από το κελλί του.
– Κύτταξε εδώ, του είπε, δείχνοντάς του προς τη δύσι.
Είδε τότε ο Μωυσής ένα ολόκληρο στράτευμα από πονηρά πνεύματα με τεντωμένα τόξα, έτοιμα για πόλεμο και τρόμαξε.
– Κύτταξε τώρα προς την ανατολή, είπε πάλι ο Γέροντας.
Μυριάδες Αγγέλων σε στρατιωτική παράταξι ήσαν έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Όλοι αυτοί, του είπε ο Αββάς Ισίδωρος, είναι σταλμένοι από τον θεό να βοηθήσουν τον αγωνιστή. Βλέπεις πως οι υπερασπισταί μας είναι πολύ περισσότεροι και ασυγκρίτως
ισχυρότεροι από τους εχθρούς μας;
Ο Μωυσής ευχαρίστησε με την καρδιά του τον θεό γι’ αυτή την αποκάλυψι και παίρνοντας θάρρος, γύρισε στο κελλί του να συνέχιση τον αγώνα του.
Από τα Γεροντικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου