Μαξιμιλιανού, Εξακουστωδιανού, Ιαμβλίχου, Μαρτινιανού, Διονυσίου, Αντωνίνου (ή κατ’ άλλους Ιωάννου), και Κωνσταντίνου.
Τὸν ἑπτάριθμον τιμῶ χορὸν Μαρτύρων,
Δείξαντα Ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμῳ
Τῇ δὲ τετάρτῃ νεκροέγερτοι ξύνθανον ἑπτά.
Δείξαντα Ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμῳ
Τῇ δὲ τετάρτῃ νεκροέγερτοι ξύνθανον ἑπτά.
Οι Άγιοι αυτοί έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου, το έτος 252 μ.Χ. Αφού μοίρασαν όλα τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, κατέφυγαν σε ένα σπήλαιο και κρύφτηκαν. Προσευχήθηκαν στον Θεό να απαλλαγούν από το σώμα τους και να μην παραδοθούν στον Δέκιο. Παρέδωσαν, λοιπόν, τις ψυχές τους στον Θεό.
Όταν ο Δέκιος επέστρεψε στην Έφεσο, αναζήτησε τους νέους για να θυσιάσουν στα είδωλα. Μαθαίνοντας ότι πέθαναν στο σπήλαιο, διέταξε να σφραγιστεί η είσοδος με πέτρες. Πέρασαν τότε 372 χρόνια – ή, σύμφωνα με άλλη χρονολόγηση, 198 – μέχρι την 38η χρονιά της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μικρού, δηλαδή το 446 μ.Χ.
Τότε, είχε αναπτυχθεί μία αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο Θεοδόσιος, βλέποντας την Εκκλησία ταραγμένη και πολλούς Επισκόπους παρασυρμένους από την αίρεση, έπεσε σε απόγνωση. Φόρεσε τρίχινο ένδυμα, έστρωσε τον εαυτό του στη γη και έκλαιγε, παρακαλώντας τον Θεό να αποκαλύψει την αλήθεια.
Ο Κύριος άκουσε τη δέησή του. Ο ιδιοκτήτης του βουνού όπου βρισκόταν το σπήλαιο, θέλοντας να κατασκευάσει μάνδρα για τα πρόβατά του, κυλώντας πέτρες από το σπήλαιο, άνοιξε άθελά του την είσοδο. Κατ’ εντολή του Θεού, οι επτά νέοι αναστήθηκαν και μιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί μόλις χθες. Ούτε τα σώματά τους είχαν αλλοιωθεί ούτε και τα ρούχα τους είχαν φθαρεί από την υγρασία.
Θυμούνταν ακόμα τον φόβο τους για τον Δέκιο. Ο Μαξιμιλιανός έλεγε:
«Αν μας πιάσει ο Δέκιος, ας σταθούμε με ανδρεία και να μη προδώσουμε την πίστη μας. Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις ψωμιά, πάρε όμως περισσότερα γιατί χθες πήρες λίγα και κοιμηθήκαμε πεινασμένοι. Μάθε επίσης τι σχεδιάζει ο Δέκιος για εμάς».
Ο Ιάμβλιχος πήγε στην Έφεσο και παραξενεύτηκε βλέποντας σταυρούς στις πύλες και σε άλλους τόπους. Τα κτίρια, οι άνθρωποι, όλα του φαίνονταν διαφορετικά, σαν να έβλεπε όραμα. Αγόρασε ψωμιά και έδωσε νομίσματα στους αρτοποιούς. Εκείνοι τα εξέταζαν με απορία, επειδή έφεραν τη σφραγίδα του Δεκίου και τον κατηγόρησαν ότι βρήκε θησαυρό. Τον οδήγησαν στον τοπικό άρχοντα με αλυσίδες.
Ο ανθύπατος τον ανέκρινε:
– Από πού είσαι;
– Από την Έφεσο, απάντησε.
– Ποιοι είναι οι γονείς σου;
– Ο τάδε είναι ο πατέρας μου, ο δείνα ο παππούς μου.
Τα ονόματα του φάνηκαν άγνωστα και απαρχαιωμένα. Όταν ο Ιάμβλιχος ρώτησε πού είναι ο Δέκιος, όλοι έμειναν άφωνοι. Του είπαν ότι πέθανε πριν πολλούς αιώνες. Εκείνος απάντησε:
– Τώρα καταλαβαίνετε γιατί εκπλήσσομαι. Ας πάμε στο σπήλαιο. Εκεί θα δείτε και θα πιστέψετε.
Ο Επίσκοπος της Εφέσου, Μαρίνος, είπε στον ανθύπατο ότι πρέπει να τον ακολουθήσουν. Πήγαν λοιπόν με πλήθος κόσμου στο σπήλαιο. Ο Ιάμβλιχος μπήκε πρώτος, μετά ο Επίσκοπος. Δεξιά από την είσοδο βρήκαν ένα σεντούκι σφραγισμένο με δύο σφραγίδες. Το είχαν τοποθετήσει οι χριστιανοί Ρουφίνος και Θεόδωρος κατ’ εντολή του Δεκίου όταν έκλεισαν το σπήλαιο. Περιείχε τα Συναξάρια και τα ονόματα των Αγίων γραμμένα σε μολύβδινες πλάκες. Όταν άνοιξαν το σεντούκι και διάβασαν τις πλάκες, όλοι εξεπλάγησαν.
Μπαίνοντας πιο βαθιά στο σπήλαιο, βρήκαν τους Αγίους ζωντανούς. Έπεσαν στα πόδια τους, τους ρώτησαν και εκείνοι διηγήθηκαν τα πάντα: τη δική τους ιστορία και τα γεγονότα της εποχής του Δεκίου. Όλοι θαύμαζαν και δόξαζαν τον Θεό.
Ο ανθύπατος και ο Επίσκοπος έστειλαν επιστολή στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, που μόλις την έλαβε γέμισε χαρά και έσπευσε στην Έφεσο. Μπαίνοντας στο σπήλαιο, έπεσε στο έδαφος και έπλυνε με δάκρυα τα πόδια των Αγίων. Ευχαριστούσε τον Θεό που του αποκάλυψε με τρόπο ορατό την ανάσταση των νεκρών.
Καθώς συνομιλούσε με τους Αγίους μαζί με επισκόπους και άρχοντες, οι Άγιοι αποκοιμήθηκαν για λίγο και παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό μπροστά σε όλους.
Ο βασιλιάς θέλησε να τους τιμήσει: παρήγγειλε επτά πολυτελή κιβώτια για να φυλάξουν τα λείψανά τους, έδωσε χρήματα και χρυσά στολίδια. Όμως οι Άγιοι του εμφανίστηκαν σε όραμα και του είπαν:
«Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο αυτό, εκεί όπου αναστηθήκαμε».
Έγινε τότε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων και ο βασιλιάς, όπως φανέρωσαν οι Άγιοι με οπτασία, έθαψε τα λείψανά τους μέσα στο σπήλαιο. Οργάνωσε λαμπρή γιορτή, φρόντισε τους φτωχούς και τίμησε τον λαό. Απελευθέρωσε τους φυλακισμένους επισκόπους που δίδασκαν την ανάσταση των νεκρών.
Έτσι έγινε παγκόσμια γιορτή, γεμάτη δοξολογία και ευχαριστία στον Κύριο μας Ιησού Χριστό.
Σύμφωνα με τον Μελέτιο Αθηνών, δεν μεσολαβούν 372 αλλά 198 χρόνια ανάμεσα στην κοίμηση και την ανάσταση των Αγίων.
Ο ελληνικός βίος τους διασώζεται στη Μεγίστη Λαύρα, με αρχή: «Ο των πάντων Δεσπότης και Δημιουργός».
Συναξαριστής Αγίου Νικοδήμου