
Ο πατήρ Κωνσταντίνος Γκαλέριου γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1918 στο Răcătău, Bacău και ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Ρουμάνους πνευματικούς του 20ου αιώνα.Αποφοίτησε από τη θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου το 1942 και έγινε διδάκτων της Θεολογίας το 1973.Από το 1992 ήταν επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου και από το 1990 αρχιερατικός επίτροπος της Αρχιεπισκοπής Βουκουρεστίου
Το 1999 ανακήρύχθηκε επίτιμος πολίτης του νομού Μπακάου(η γενέτειρά του)
Το 1950-1953 φυλακίστηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς.Από το 194 ήταν εφημέριος στον Ναό του Αγίου Συλβέστρου-Βουκουρέστι.
Έγραψε αμέτρητες μελέτες,άρθρα και κήρυγματα,σπάνιου θεολογικού βάθους.Ήταν έγγαμος και είχε τέσσερις γιούς

Ο πατήρ Κωνσταντίνος με την ευγένεια και την καλοσύνη θεράπευε τις ψυχές που έτρεχαν κοντά του, ήταν σαν σε μια πηγή ατέλειωτης χαράς και ελπίδας, ήταν μια όαση φωτός σε σκοτεινές εποχές.
Ο πατέρας ήξερε να μεταμορφώνει τα βάσανα σε χαρά με τον Χριστό, να αγγίζει με τη σμίλη της υπομονής και της συγχώρεσης τον σκληρό βράχο του μίσους και της αγριότητας, και με το βλέμμα του στραμμένο πέρα από κάθε πόνο διατηρούσε την ειρήνη της καρδιάς του
Στον καθένα αναζητούσε το καλό και το ωραίο, την αρετή του….
Άκουγε τους πάντες με μεγάλη προσοχή και μεγάλη υπομονή σαν να είναι το κέντρο του σύμπαντος, και τους οδηγούσε στην αγάπη του Χριστού. Ξεχείλιζε από μια εξαιρετική φρεσκάδα αγάπης, που τον έκανε να μοιάζει με ένα αιώνιο και σοφό παιδί. Ήταν γνωστός για τον αυθορμητισμό του. Πρότυπό του είχε τον Χριστό.
Είπε κάποτε στην Ιωάννα Ματέι «Εσύ είσαι η ψυχή μου!». Και αυτή ένιωσε τόσο ζωντανά τη ζεστασιά του Πνεύματος να γεμίζει την καρδιά της και να κατακλύζει όλη της την ύπαρξη!
Όταν κήρυττε, συχνά άνοιγε τα χέρια του. Τα άνοιγε διάπλατα, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει μαζί ολόκληρο τον ουρανό, και τους ανθρώπους στην εκκλησία. Με το χρυσό του φελώνι, έμοιαζε με αετό έτοιμο να πετάξει. Έτσι τον θυμούνται.

Σε αγκάλιαζε πάντα με το ζεστό και στοργικό του βλέμμα. Η φωνή του έμοιαζε με τη βροντερή φωνή των προφητών, η ευγλωττία του θύμιζε την ομορφιά του λόγου του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, και δεν κήρυττε μόνο από τον άμβωνα, αλλά μέσα από όλα όσα έκανε.
Μεγάλος Διδάσκαλος και φλογερός ιεροκήρυκας, ο λόγος του φωτεινός, πλήρης χάριτος, ήταν τόσο συναρπαστικός, τόσο γεμάτος δύναμη, που γοήτευε, μάγευε και συνέπαιρνε τους ακροατές του όπου κι αν κήρυττε. Δεν μπόρεσαν ποτέ να τον φιμώσουν, επειδή με αγάπη, με πάθος, κήρυττε την αλήθεια και την αγάπη με όλη του την ύπαρξη. Δεν μιλούσε μόνο με το στόμα του. Μιλούσε με όλο του το είναι. Ακόμα και όταν ήταν σιωπηλός, ένιωθες την ηρεμία, τη χαρά, τη ζεστασιά της προσευχής… έμπαινες σε αυτό το «σήμερον» και το «τώρα» του Θεού.
Ένοιωθες την ευωδία του Πνεύματος να πλημμυρίζει τα πάντα.
Ήξερε εκατοντάδες ονόματα απέξω, όλους τους καλούσε ονομαστικά. Τι παρηγοριά είναι όταν, κάποιος (και όχι ο οποιοσδήποτε!) σε καλεί ονομαστικά, κι αυτή η κλήση γίνεται με τέτοιο τρόπο που σε κάνει να νοιώθεις ότι είσαι πολύτιμος για τον Θεό.
Πίστευε ότι η αγάπη που συνοδεύεται από προσευχή μπορούσε να ξεπεράσει τις πιο τρομερές δοκιμασίες.
Είχε μεγάλη αγάπη για τα μοναστήρια και τους μοναχούς. Κάλλιστα, μπορεί να ειπωθεί γι’ αυτόν ότι μετέφερε τον μοναχισμό με μοναδικό τρόπο ιεραποστολικά μέσα στον κόσμο. ‘
Πάντα τον περιέβαλλε μια σιωπηλή προσευχητική, ζεστή λάμψη.
Ο πατήρ Κωνσταντίνος ήταν άλλοτε ο πολυμαθής καθηγητής πανεπιστημίου, άλλοτε ο άγιος γεμάτος χάρη ιερέας, κι άλλοτε ο γεμάτος αγάπη και συμπόνια παππούς που έβγαζε τα παπούτσια του για να βοηθήσει κάποιον φτωχό και επέστρεφε σπίτι ξυπόλητος.
Μια μέρα, καθώς επέστρεφε από την πόλη, συνάντησε έναν φτωχό. Τον ευλόγησε με αγάπη και του έδωσε μερικά σεντς, όπως έκανε με κάθε ζητιάνο. Αλλά ο άνθρωπος ήταν ξυπόλητος, και τα χρήματα που τού'δωσε δεν ήταν αρκετά για ένα ζευγάρι παπούτσια. Έτσι ο π. Κωνσταντίνος βγάζει τα παπούτσια του και τα φοράει στον ζητιάνο. Επέστρεψε στο σπίτι με τις κάλτσες, τόσο χαρούμενος σαν να είχε στα πόδια του φτερά.
«Πάντα το έκανε αυτό. Ήταν πολύ ελεήμων. Πάντα τον συγκινούσε η δυστυχία των φτωχών. Υπέφερε πολύ, σιωπηλά με τους φτωχούς που δεν μπορούσε να απαλύνει όλο τον πόνο τους «Στο σπίτι μας, η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή», λέει ο γιος του Ροδίων, γιατρός.

«Μια μέρα ένας ζητιάνος ήρθε στην πόρτα μας. Ήθελε ένα καρβέλι ψωμί και μας είχε μείνει μόνο μια γωνία, οπότε του αρνηθήκαμε. Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας μου το έμαθε και αναστατώθηκε πολύ. Μάζεψε όλα τα τρόφιμα του σπιτιού και τα μοίρασε, λέγοντάς μας: «Τώρα θα δείτε πώς είναι να υποφέρεις και να μην έχεις τίποτα να φας».
Πήγαινα να δω τα παιδιά που έμεναν στο Πλοϊέστι και οι επισκέψεις μου διαρκούσαν μερικές μέρες. Πολλές φορές, όταν επέστρεφα, δεν έβρισκα το πάπλωμα ή τις κουβέρτες. Ρωτούσα τον πατέρα μου τι είχε συμβεί και έλεγε ότι είχαν έρθει φτωχοί άνθρωποι και ότι εμείς είχαμε όλα όσα χρειαζόμασταν, ενώ αυτοί δεν είχαν. Έτσι τους έδινε τα πάντα από το κρεβάτι…».
Ο πατέρας δεν είχε περιουσία, ήταν φτωχός από γήινα αγαθά. Είχε όμως τον πλούτο της ψυχής του, τον οποίο μοιραζόταν με μεγάλη αγάπη με όλους, με όλους όσους του ζητούσουν βοήθεια.
Τα τελευταία του χρόνια ήταν τόσο γεμάτος χάρη, και με τόσο μεγάλη δύναμη προσευχής, όπως πολλοί πιστοί κατέθεσαν, ένιωθαν την ευλογία του στα κεφάλια τους για μέρες.
Τα σημάδια αγιότητας και της Θείας Χάριτος πάνω του πολλαπλασιάστηκαν…
Το 2003, κατά τη διάρκεια της νηστείας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την οποία αγαπούσε ιδιαιτέρως, είδε σε όνειρο την Πανάγια. Βρέθηκαν σε έναν πανέμορφο κήπο και εκεί του είπε, ότι τον περιμένουν στο βασίλειο του Φωτός, κι αυτό τον έκανε χαρούμενο και τον ενδυνάμωσε. Κοιμήθηκε στις 10 Αυγούστου.