Εἶχε ἔρθει μία μέρα στὰ Καψοκαλύβια ἕνας καλόγερος ἀπὸ κάποιο ψαραδόσπιτο, ποὺ ἤτανε ἀνάμεσα στὸν κάβο Σμέρνα καὶ στὰ Καψοκαλύβια, καὶ τὸν φιλοξένησε ὁ πάτερ Ἰσίδωρος, καὶ γνωρισθήκαμε.
Τὸν λέγανε Νεῖλο, κ’ ἤτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μὲ προσκάλεσε νὰ πάγω στὸ κελλί του. Σὲ δυὸ-τρεῖς μέρες, πῆγα. Στὸ Ὄρος βλέπει κανένας πολλὰ ἀσυνήθιστα πράγματα καὶ χτίρια, πλὴν τὸ κὲλλὶ τοῦ πάτερ Νείλου ἤτανε ἀπὸ τὰ πιὸ παράξενα.
Σ’ αὐτὸ τὸ μέρος, κατεβαίνανε δυὸ ραχοκοκαλιὲς ἀπὸ βράχια καὶ κάνανε δυὸ κάβους ποὺ τραβούσανε βαθειὰ στὴν θάλασσα, ὁ ἕνας πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλον, τόσο, ποὺ ἔλεγες, πὼς τὸ νὲρὸ ποὺ βρισκότανε ἀνάμεσά τους ἤτανε ποτάμι κι ὄχι θάλασσα.
Ἐκεῖ πὸὺ ἔσμιγε ὁ ἕνας κάβος μὲ τὸν ἄλλον, σηκωνόντανε δυὸ ράχες ἀπὸ βράχια κ’ ἤτανε τόσο κοντά, ποὺ σκοτεινιάζανε ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἂς ἔλαμπε ὁ ἥλιος τὸ καλοκαίρι. Σ’ αὑτὸ τὸ μέρος, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν τρῦπα, ἤτανε χτισμένος ὁ ἀρσανάς τοῦ πάτερ Νείλου.
Τὰ νερὰ ἤτανε ἄπατα καὶ σκοτεινὰ μέσα σὲ κεῖνο τὸ κανάλι. Τὸ σπίτι τὄχανε χτισμένο λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα, θεμελιωμένο στὸν βράχο, μὲ χαγιάτια καὶ μὲ καμάρες, ὅπως συνηθίζεται στὸ Ὄρος ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια, μὲ μαῦρες πλάκες ἀντὶ γιὰ κεραμίδια.
Λίγο παραπάνω, ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, μικρή, μὲ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα. Ἀποπάνω κρεμότανε ἕνα βουνὸ δασωμένο καὶ στὴν κορφὴ εἶχε ἕναν βράχο ἀπότομο, μ’ ἕνα σπήλαιο.
Σ’ αὐτὸ τὸ σπήλαιο, ἀσκήτευε πρὸ λίγα χρόνια ἕνας γέροντας, πὸὺ στάθηκε στὰ νιᾶτα του ὁπλαρχηγὸς στὴ Μακεδονία. Τώρα εἴχανε φωλιάσει ὄρνια μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τὰ ‘βλεπα ποὺ περνᾶνε βόλτες γύρω στὴν ράχη.
Ὁ Νεῖλος καὶ ἡ συνοδεία του εἴχανε δυὸ τράτες καὶ δυὸ βάρκες. Ἤτανε ἑφτά-ὀχτὼ νοματέοι, πέντε μεγάλοι καὶ δυό-τρία καλογεροπαίδια. Ὅλοί τους ἤτανε ἡλιοκαμένοι, μαῦροι σὰν ἀραπάδες.
Ὁ πάτερ Νεῖλος εἶχε ἀπάνω του μιὰ ἡσυχία καὶ μιὰν ἁπλότητα, πὸὺ σὲ ἔκανε νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Λιγόλογος, μὰ ὁλοένα ἤτανε χαμογελαστὸ τὸ πρόσωπό του, μὲ κάτι χείλια χοντρὰ σὰν τοῦ ἀράπη, μὲ μαῦρα καὶ πυκνὰ γένεια, ποὺ φυτρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ σκεπάζανε τὰ μάγουλά του.
Μὲ τὴν σκούφια ποὺ φοροῦσε ἤτανε ἴδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, ὅπως δὰ ἤτανε ὅλοι τους, φοροῦσε ἀπάνω ἕνα σκοῦρο πουκάμισο καὶ κάτω ἕνα βρακὶ ἀνατολίτικο ἴσαμε τὰ γόνατα.[…]
Τὶς ὧρὲς ποὺ λείπανε οἱ ἄλλοι στὸ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πάτερ Νεῖλο γιὰ θρησκευτικὰ καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ τοῦ σπιτιοῦ του, τί φουρτοῦνες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε ἀπὸ τότες πὸὺ κάθησε σ’ αὐτὸ τὸ μέρος κι ἄλλα λογιῶ-λογιῶν.
Ἄλλη φὸρὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ καλαφάτιζε μία βάρκα τραβηγμένη ἔξω, ἔψελνε μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή του, κ’ ἔκανε τὸν δεξιὸ ψάλτη κι ἐγὼ τὸν ἀριστερόν.
Λέγαμε τὶς Καταβασίες τῆς Μεταμορφώσεως (γιατὶ ἤτανε κεῖνες οἱ μέρες τοῦ Αὐγούστου) «Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀνίκμοις ποσί, πόντον ἐρυθρὸν καὶ ὑγρὸν βιθὸν διελάσαντες», τὰ Πασαπνοάρια μὲ τὸ δοξαστικὸ «Παρέλαβεν ὁ Χρὶστὸς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην», κ’ ὕστερα λέγαμε ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ κοινωνικὸ «Ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα».
Στὸ τέλος, ὅμως, ψέλναμε πάντα τὸ «Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν».
Δὲν μπορῶ νὰ παραστήσω τὸ πόσο συγκινημένη ἤτανε ἡ καρδιὰ μου, σὰν ἄκουγα νὰ ψέλνει ὁ ψαρὰς ὁ πάτερ Νεῖλος, ξυπόλητος, μὲ τὸ κατραμωμένο βρακί, μὲ τὰ φύκια κολλημένα ἀπάνω στὰ γυμνὰ ποδάρια του, νὰ ψέλνει μὲ κείνη τὴν ἀρχαία μελωδία καὶ νὰ λέγει στίχους ἰαμβικούς, καὶ παραπέρα ν’ ἀφρίζουνε τὰ παμπάλαια ἑλληνικὰ κύματα κι ὁ ἀγέρας νὰ βουΐζει πανηγυρικὰ ἀπάνω στὰ θεόχτιστα βράχια καὶ στὰ δέντρα!
Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ’ ἔπιανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες, ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψὰρὰς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν’ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του!
Καὶ στὴν λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελάνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπρὸστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων», «ὡς ἐνδεδομένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν».
Ὦ! Τί ἐξαίσια καὶ φρὶκτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας!
Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χὰρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ’ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα.
Κ’ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κι ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Καλοκαίρι στὸ Ὄρος.)
1 σχόλιο:
... πόσο φτωχύναμε...
και ποιός ακούει πια γιά
Χορούς Ἰσραὴλ, που...
ἀνίκμοις ποσί
(με πόδια στερημένα από ικμάδα),
πόντον ἐρυθρὸν καὶ ὑγρὸν βυθὸν διελάσαντες
(να περπατούν μέσα στά μουσκεμένα βάθη και να... διελαύνουν ...
να περιδιαβαίνουν... )
και που πιά "θαλασσοψημένα δάχτυλα" ...
κι "ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι"...
ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο...
α π ο τ υ χ η μ έ ν ο ι ...
ο μέγας φόβος μας...
και η γλώσσα μας, μιά ιστορία
αρχαία, με διάρκεια αιώνων ως τις μέρες μας
(και... πώς μας έγινε βάρος και φορτωμα...;)
και μ' ολη την Ουράνια Σοφία,
και διπλα
ό,τι αξίζει από τα κοσμικά
όλα τους χειρογραφημένα
(αποθησαυρισμένα)
από καλάμους οξυγράφους
(και επιδεξια πινέλα μικρογράφων...)
Δημοσίευση σχολίου