Βασίλης Στοϊλόπουλος
Όταν φτάσαμε σε μια απόμερη και ήσυχη γειτονιά στην περιοχή Εντιρνέ Καπού στα νότια του Κερατίου Κόλπου, κάπου στον έκτο λόφο της Κωνσταντινούπολης και σε απόσταση αναπνοής από τα περίφημα νέα τείχη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄, τίποτα δεν προμήνυε πως θα ζούσαμε μια τόσο ευχάριστη έκπληξη. Έκπληξη καλλιτεχνική, ιστορική και θρησκευτική, σχεδόν κρυμμένη πίσω από καλοδιατηρημένα ξύλινα οθωμανικά σπίτια.
Πρόκειται για την περίφημη Ιερά Μονή της Χώρας, με το ιδιαίτερο χρώμα της, την μεγάλη ιστορία και τους έξι τρούλους της, που από το 1985 θεωρείται Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Στη Μονή που εκτός από λατρευτικός χώρος αποτελεί κι ένα από τα κλασικά παραδείγματα ότι «η ζωγραφική βούληση του Βυζαντίου ήταν ένα παμμέγιστο γεγονός στην ιστορία του κόσμου γενικά!» Και αυτό όχι μόνο σε συγκεκριμένα έργα τέχνης, αλλά και σαν «πνευματική δημιουργία», τόσο «αυτονόητη όσο και η δημιουργία του λόγου».
Αρκεί να παρατηρήσει κανείς προσεχτικά ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα του θαυμαστού «κόσμου» της Μονής! Tην απαράμιλλη «Δέηση», τοποθετημένη σε μεγαλύτερη κλίμακα από πολλά άλλα κομψοτεχνήματα στο νάρθηκα του ναού, και να αντιληφθεί αμέσως για ποιο λόγο η βυζαντινή ζωγραφική, τόσο στην κλασική έννοια του όρου όσο και σαν ψηφιδωτά-μωσαϊκά, υπήρξε «η αφετηρία και η προϋπόθεση» για τη «διαμόρφωση του ευρωπαίου ανθρώπου», έστω «στο πλαίσιο της ιταλικής ζωγραφικής του 13ου και 14ου αιώνα».
Πρόκειται για μια εξαιρετική σύνθεση από μικροσκοπικές ψηφίδες και με μια μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων που «εκφράζει απόλυτα την υψηλή πραγματικότητα, αλλά και τον πεσιμισμό των ύστερων παλαιολόγειων χρόνων. Ο Χριστός εμφανίζεται απόμακρος, αμέτοχος στο επερχόμενο δράμα, ενώ η Παναγία, μελαγχολική, τυπικά μόνο μεσιτεύει, ουσιαστικά όμως έχει αποδεχτεί το μοιραίο». Μπροστά μας φάνηκε ο σχετικά μικρός, σταυρόσχημος ναός, με την αρχική ονομασία “Ἐκκλησία του γιου Σωτῆρος ἐν τῃ Χώρᾳ”, ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, χτισμένο το 1077-81 από την Μαρία Δούκαινα, πεθερά του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού στη θέση παλαιότερων κτισμάτων που χρονολογούνται από τον 6ο και 9ο αιώνα.
Εντούτοις, τίποτα στον εξωτερικό περίγυρο δεν προμήνυε ακόμη την ψυχική ένταση που προκαλούν τα αριστουργήματα που θα αντικρίζαμε σε λίγο, ούτε την πνευματική ανάταση από την αγιότητα και τη χάρη της “τρισδιάστατης” εικόνας. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βοηθά ούτε η ευνοϊκή διανοητική προδιάθεση, ούτε ο ενθουσιασμός από παλαιότερα διαβάσματα για την Μονή της Χώρας. Πόσο μάλλον όταν ήταν γνωστό πως αυτή η συνάντηση με μια καθαγιασμένη αλλά και “σκλαβωμένη” τέχνη, με έντονα πνευματικά χαρακτηριστικά, θα γίνει υπό την άμεση αστυνομική παρουσία και σχεδόν επί τροχάδην, μέσα σε ελάχιστο για ένα προσκύνημα χρονικό περιθώριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου