
(λέξεις & φράσεις της εκκλησιαστικής γλώσσας)ανύποιστος ~

Συνεπώς, η λέξη είναι το ακριβές αντίστοιχο (σημασιολογικά, ετυμολογικά και μορφολογικά) της λ. «ανυπόφορος» (αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον υπομείνει»).
Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά στην υμνογραφία για τα μαρτύρια των αγίων. Έτσι, π.χ. στον κανόνα της Αγίας Παρασκευής διαβάζουμε (γ ωδή):

ἐν τῷ σταδίῳ καρτερῶς ἤνεγκας
τὸν σκορπισμὸν τοῦ σώματος
καὶ τοὺς ἀνυποίστους πικροὺς αἰκισμούς❞.
(ΣΗΜ: αἰκισμός [< αἰκίζω] = βάσανο, μαρτύριο)

Η μορφολογία τής λέξεως (οἴσω [μέλλ. τού ρ. φέρω] + λεξ. επίθημα -φάγος) δηλώνει ότι μάλλον πλάστηκε από γιατρό, προκειμένου να δηλώσει το όργανο που "φέρει" (δηλ. μεταφέρει) το φαγητό (στο στομάχι). Απαντά ήδη στον Ιπποκράτη (5ος αι. π.Χ.).
Ας σημειωθεί ότι παρόμοια σημασία εμφανίζει το ακκαδ. šērittu «αυτό που οδηγεί προς τα κάτω – οισοφάγος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου