Αληθινή ιστορία από τόν “κήπο τής Όπτινα”

Τόν καιρό πού μπορούσα νά φιλοξενήσω σταματούσαν στο σπίτι μου διάφοροι άνθρωποι, ξένοι μοναχοί, μοναχές και φίλοι από την Μόσχα που μόλις είχαν γνωρίσει την πίστη, αλλά και μια μαχητική άθεη.
Γι’ αυτήν τη φιλοξενούμενή μου θα σας μιλήσω. Είναι ψυχολόγος από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας και ονομάζεται Τατιάνα. Έχει δύο παιδιά, είναι άνεργη όπως και ο σύζυγός της και ζουν στα όρια της φτώχιας πουλώντας ό,τι πολύτιμο έχουν στο σπίτι.
– Πούλησα το τελευταίο μου δαχτυλίδι, ανέβηκα στο τρένο και ήλθα σε σας, μου εξηγεί για την εμφάνισή της στο σπίτι μου.
Τότε άρχισα να θυμάμαι πως πριν από τρία χρόνια η Μολδαβή φίλη μου, η Λυδία Μιχαήλοβνα, με παρακάλεσε πριν πεθάνει να φιλοξενήσω κάποια Τάνια και να την βαπτίσω οπωσδήποτε.
……Η συμπεριφορά της Τάνιας ήταν πραγματικά μυστηριώδης. Πώς να εξηγήσεις το γεγονός πως μία άνεργη γυναίκα, μητέρα δύο παιδιών, πούλησε το τελευταίο δαχτυλίδι της για να φτάσει στην Όπτινα και ταυτόχρονα να μη θέλει να πάει στο μοναστήρι; Με δυσκολία την έπεισα να επισκεφτεί την φημισμένη Όπτινα, αλλά να μπει στον ναό αρνήθηκε:
– Για ποιόν λόγο; Μπορώ να προσευχηθώ στην Ανώτατη Αρχή στον κήπο ή στο σπίτι. Γιατί, όπως κουβαλούσαν τους ανθρώπους στις συνεδριάσεις του κόμματος, τώρα τους κουβαλούν στην εκκλησία;
Και έτσι συνέχιζε στο ίδιο πνεύμα – «κληρικαλισμός», «γκέτο», «στενόμυαλα δόγματα». Κύριε ελέησον! Αισθάνομαι ήδη ανήμπορη και παρακαλώ τους μοναχούς να προσευχηθούν για την Τάνια.
– Ναι, πρόβλημα, αναστενάζει ο ιερομόναχος-αγιογράφος της μονής. Δεν μπορούμε να την μνημονεύσουμε και στον ναό αφού είναι αβάπτιστη. Τι να κάνουμε, θα προσευχηθούμε στο κελί. Θυμηθείτε τι έγραφε ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης; «Η αγάπη δεν υποφέρει να χαθεί ούτε μία ψυχή». Συνεπώς θα αγωνιστούμε στο όνομα της αγάπης.
Δεν ήταν όμως όλοι έτοιμοι να εκδηλώσουν την αγάπη τους. Ο αδελφός Ντ., πρώην κομσομολίστας, μας λέει αγριεμένος:
– Πρέπει να την διώξουμε αυτή την αποκρυφίστρια με τις κλοτσιές από το μοναστήρι για να μη μολύνει την αγία γη!
Κάποια στιγμή έρχεται ο ιεροδιάκονος Ηλιόδωρος, ονομαστός για το γεγονός πως έφερε στο Θεό και βάπτισε εκατοντάδες εάν όχι χιλιάδες ανθρώπους. Ο π. Ηλιόδωρος δεν μπορεί αλλιώς– η ψυχή του κλαίει για τους ανθρώπους που χάνονται και δεν γνωρίζουν τον Σωτήρα και τον Ελεήμονα Θεό. Ο ηγούμενος Τύχωνας έλεγε γι’αυτόν κάποια στιγμή:
– Έρχεται ο πατέρας Ηλιόδωρος, ο Αβραάμ της Όπτινα. Βγαίνει στο δρόμο και ψάχνει ποιον θα φέρει κοντά στο Θεό.
Την ίδια στιγμή στρέφεται προς την Τάνια:
– Σου αρέσουν τα παιδιά;
– Πάρα πολύ. Πρώτα εργαζόμουν ως ψυχολόγος σ’ένα νοσοκομείο παίδων.
– Τότε έλα μαζί μου στο ορφανοτροφείο!
Η Τάνια επιστρέφει από το ορφανοτροφείο το βράδυ και διηγείται:
– Σήμερα έμαθα στα παιδιά να διαβάζουν. Ξέρετε,υπάρχει ένα παιχνίδι μέσω του οποίου τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν γρήγορα.
Μεταφέρω εδώ τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού για τις μητέρες και τους πατέρες. Στην αρχή, από ένα χαρτόνι κόβεις τέσσερις κάρτες στις οποίες γράφεις κάποιες απλές λέξεις: μαμά, γάτα κ.τ.λ. Έπειτα αρχίζουν το παιχνίδι του μαντέματος. Ένα παιδί τραβάει μία κάρτα και χαίρεται που βρήκε τη λέξη μαμά. Το νόημα της μεθόδου αυτής έγκειται στο γεγονός πως αμέσως ο εγκέφαλός μας γνωρίζει τη φόρμα της λέξης χωρίς να διαβάσει με συλλαβές. Είναι πολύ πιο δύσκολο να μάθει διαβάζοντας τις συλλαβές. Την Τάνια λοιπόν δεν την άφηναν να φύγει από το ορφανοτροφείο. Το νούμερο των καρτών έφτασε στις δώδεκα και τα παιδιά ενθουσιασμένα για την επιτυχία τους στο διάβασμα παρακαλούσαν την Τάνια να τους διαβάσει κι άλλο.
Πριν από τη νυχτερινή κατάκλιση μίλησα επί πολλή ώρα για τις νέες δημιουργικές μεθόδους εκμάθησης των παιδιών, αλλά δεν εφαρμόζονται στην πράξη.
– Πόσο έχω επιθυμήσει τη δουλειά μου, είπε πριν αποκοιμηθεί, και πόσο θα ήθελα να βοηθήσω τα παιδιά!
Την επόμενη ημέρα η Τάνια έφυγε ξανά με τον π.Ηλιόδωρο. Κάποιοι ευεργέτες έφεραν στο μοναστήρι τρόφιμα για τις οικογένειες με πολλά παιδιά και τους άπορους ηλικιωμένους και τώρα ο π. Ηλιόδωρος μαζί με την Τάνια τα μοιράζουν. Οι ηλικιωμένοι χαίρονται φυσικά για τα τρόφιμα αλλά πιο πολύ χαίρονται για την προσοχή που τους δείχνουν. Είναι μονοι τους, δεν έχουν με ποιον να μιλήσουν και γι’ αυτό τους καλούν επίμονα για τσάι, όπου κατά το σύνηθες γίνεται κουβέντα.
– Πάτερ Ηλιόδωρε, λέει ο βετεράνος του μεγάλου πολέμου για την άμυνα της πατρίδας, τώρα μελετώ την επιστήμη που μιλάει για την εξέλιξη και δεν μπορώ να καταλάβω κάτι. Δηλαδή στην αρχή το ψάρι βγήκε στη στεριά και έγινε σκύλος με τέσσερα πόδια και έπειτα από την μαϊμού έγινε ο άνθρωπος. Αλλά ούτε ο παππούς μου, ούτε ο προπάππους μου δεν είδαν ποτέ έναν σκύλο να μετατρέπεται σε μαϊμού.
– Ο άνθρωπος προέρχεται από τον Θεό και όχι από τη μαϊμού, τον αμφισβητεί ο ιεροδιάκονος
– Αλλά ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή. Στον οργανισμό υπάρχει το συκώτι, το στομάχι, στον οργανισμό δεν υπάρχει η ψυχή.
– Πες μου, πήγες στο σχολείο;
– Πώς δεν πήγα.
– Συνεπώς έμαθες πως υπάρχουν αντικείμενα έμψυχα και άψυχα. Για παράδειγμα η πέτρα είναι άψυχη. Εσύ ποιος είσαι λοιπόν;
– Εγώ είμαι έμψυχος. Από την λέξη ψυχή προέρχεται;
Αργότερα οι άνθρωποι αυτοί έρχονται κοντά στο Θεό. Πιθανόν δεν πρόκειται μόνο για τις λέξεις, πειστικές ή αδιάφορες, αλλά για το γεγονός πως οι άνθρωποι αισθάνονται με την καρδιά τους πως ο π. Ηλιόδωρος τους αγαπάει. Είναι πολύ καλός, παρότι φαίνεται αυστηρός. Λόγου χάριν, ενώ κάθεται στο τιμόνι ο μονίμως λυπημένος και αγέλαστος Αρμένιος λέει γκρινιάζοντας:
– Τι βάσανο κι αυτό, δεν μπορώ να βγω στον κεντρική δρόμο! παντού πεζοί. Ο π. Ηλιόδωρος δεν μπορεί να περάσει δίπλα από κάποιον ανάπηρο ή από καμιά γριούλα και να μην τους πάρει στο αυτοκίνητό του. Μια μέρα έσπασε το πόδι του. Μόλις του έβαλαν γύψο έφυγε από το νοσοκομείο και έτρεξε όπως πάντα για να βοηθήσει κάποιον.
– Πατέρα Ηλιόδωρε, έτρεχαν πίσω του οι νοσοκόμες, θα μείνετε παράλυτος, έχετε βαθύ ράγισμα.
– Ποιο πόδι; είπε ο ιεροδιάκονος. Το πόδι θα σαπίσει, η ψυχή όμως θα μείνει. Πρέπει να σκεφτόμαστε την ψυχή ενώ εσείς όλο μου λέτε: «το πόδι, το πόδι»!
Για να φέρεις καποιον κοντά στο Θεό πρέπει να έχεις αυτή τη φλογερή αγάπη τόσο για το Θεό όσο και για τον άνθρωπο! Τότε η αγάπη καίει με αγάπη, όπως από ένα κερί ανάβει ένα άλλο κερί…
Μετά από δύο ημέρες βλέπω την Τάνια στην εκκλησία και υπό την επίβλεψη του π. Ηλιόδωρου διαβάζει ονόματα και προσεύχεται για τους κεκοιμημένους.
– Πατέρα Ηλιόδωρε, του λέω επιφυλακτικά, μα δεν είναι βαπτισμένη.
– Αμέσως μετά το μνημόσυνο θα την βαπτίσουμε.Έτσι ευλόγησε ο γέροντας
– Ναι, πρέπει αμέσως να βαπτιστώ, συμπληρώνει με θέρμη η Τατιάνα. Ο γέροντας μου έδωσε μετά την εξομολόγηση ένα σταυρουδάκι για να το φοράω στο λαιμό και μου έδωσε για ευλογία μια εικόνα.
Ακούω και δεν μπορώ να το πιστέψω, αλλά όλα είναι αλήθεια. Η δούλη του Θεού Τατιάνα βαπτίστηκε, έγινε πιστή στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πώς συντελέσθηκε αυτό το θαύμα είναι αδύνατο να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους, αλλά όλοι ήμασταν τόσο χαρούμενοι, που κυ-
ριολεκτικά γεμίσαμε την Τάνια με δώρα. Έτσι έφυγε για το σπίτι της με αποσκευές …επιβλητικές.
Το τελευταίο βράδυ στεκόμουν με την Τατιάνα κοντά στη φωτιά. Ήταν φθινόπωρο και έπρεπε να κάψω τα πεσμένα φύλλα και τα ξερά κλαδιά. Οι σπίθες πετάγονταν ψηλά στον ουρανό, ενώ η Τάνια έσχιζε και έριχνε στην φωτιά τα «ακαδημαϊκά» εγχειρίδια αποκρυφισμού. Δεν συζητούσαμε όμως γι’ αυτό. Τι είναι άλλωστε τα λόγια;
Ολά τα γήινα λόγια είναι ελάχιστα όταν η ψυχή φλέγεται από αγάπη για τον Σωτήρα και το παρελθόν καίγεται κι εξαφανίζεται.
Κατά τον αποχωρισμό η Τάνια μου δώρισε ένα βιβλίο που είχε φέρει από την Μολδαβία: «Η ζωή και το έργο του στάρετς Παϊσίου Βελιτσικόβσκι», το οποίο είχε εκδώσει η Σκήτη Όπτινα το 1847.
– Το βιβλίο αυτό, μου το έδωσε πριν πεθάνει η Λυδία Μιχαήλοβνα και μου είπε: «Μία μέρα, Τανετσίκα, θα πας στην Όπτινα και θα καταλάβεις ότι η Όπτινα ξεκινάει από την Μολδαβία, από τον άγιο στάρετς Παΐσιο Βελιτσικόβσκι. Τότε, όταν διαβάζουμε βίους αγίων, αυτοί προσεύχονται για μας και μια μέρα ο στάρετς Παΐσιος θα σε πάρει από το χέρι σαν παιδάκι».
Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού! Οι άγιοι πραγματικά προσεύχονται για μας και ο θαυμαστός στάρετς Παΐσιος Βελιτσικόβσκι φέρνει μέχρι σήμερα κάποιον στο μοναστήρι, όπως έφερε τώρα την Τανετσίκα μας.
Ως ιστορική αναφορά, η Όπτινα είναι δεμένη πνευματικά με την Μολδαβία, ενώ η αναγέννηση του μοναστηριού άρχισε με την έκδοση των έργων και των μεταφράσεων του οσίου Παισίου Βελιτσικόβσκι. Το ανυψωτικό πνεύμα αυτών των έργων γέννησε το φαινόμενο Όπτινα, όπου η κουλτούρα συνδυάζεται με την αγιότητα και η μοναχική μυστηριακή άσκηση με την αγάπη και το άνοιγμα στον πλησίον.
…Μετά από έξι μήνες έλαβα ένα γράμμα από την Τάνια, στο οποίο μου έγραφε πως τα πάει καλά με τον σύζυγο, πως παντρεύτηκαν και βάπτισαν τα παιδιά τους και ότι τώρα εργάζεται σ’ ένα ορφανοτροφείο.
Το γράμμα τελείωνε με μια ομολογία: «Πριν έλθω στο μοναστήρι, ήθελα να αυτοκτονήσω». Τη στιγμή εκείνη τρόμαξα, ενθυμούμενη πώς κρεμάστηκε ο Ντιμοτσίκα, ο μοναχογιός ενός περιφερειακού γιατρού… Μου έγραφε και η Τάνια για το άθεο παρελθόν της:
‘’Δεν ήθελα να ζήσω πια, ενώ μερικές φορές με καταλάμβανε ένας ζωώδης φόβος, τόσο τρομακτικός που έκρυβα από τον ίδιο τον εαυτό μου τα μαχαίρια και τα σχοινιά. Καταλάβαινα πως τελειώνω, αλλά δεν με πολυένοιαζε. Ένα πρωί πούλησα το τελευταίο δαχτυλίδι μου κι έτρεξα στο τρένο. Δεν ήθελα να φύγω, αλλά κάποιος με πρόσταζε: «Φύγε, τρέχα!» Κι έτρεχα με μια μόνη σκέψη: Να πετύχω!»
Η Τάνια έτρεξε και τα κατάφερε.
Από το νέο βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα με τον τίτλο »Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ»Ιστορίες από τον κήπο της Όπτινα